|
"Δεν μου αρέσει η ζωή στην πρωτεύουσα. Μου ταιριάζει η ύπαιθρος[...]
Σ' αυτήν ανακαλύπτω το άγριο, το πρωτόγονο στοιχείο".
Σ' αυτήν ανακαλύπτω το άγριο, το πρωτόγονο στοιχείο".
(Πωλ Γκωγκέν)
Paul Gauguin, self portrait |
Η αγάπη για τη φύση και η τάση αναζήτησης του άγνωστου και πρωτόγονου, τού γέννησε τον συνεχή και διακαή του πόθο για απόδραση σε χώρες μακρινές, παρθένες, αμόλυντες από το πνεύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Φυσιογνωμία ανήσυχη, ο Γκωγκέν γύρεψε την έμπνευση, τον τρόπο έκφρασης σε μέρη μακρινά, εξωτικά...Έτσι, αναζητώντας θρύλους, ήθη και αρχέγονες συνήθειες βρέθηκε στην Γαλλική Πολυνησία, διαμορφώνοντας εκεί την ιδιόμορφη καλλιτεχνική του συνείδηση.
Όποιος Ευρωπαίος είχε ταξιδέψει σε παρόμοιους τόπους όπως η Ταϊτή, χαρακτήριζε τη ζωή και τις συνήθειες των λαών που συναντούσε, "βάρβαρα και άγρια", με την σημασία του "μη εκλεπτυσμένου", του απολίτιστου. Ειδικότερα για τη μουσική, "βάρβαρη" ήταν η άγρια, θορυβώδης, η αποδιδόμενη από σκληρούς και διάφωνους ήχους, μουσική.
Βάρβαρη δηλαδή χαρακτηρίζει ο Ευρωπαίος την άγνωστη σ'αυτόν ηχητική έκφραση, που δεν φαίνεται καν να είναι μουσική, καθώς ηχεί δυνατή, ενοχλητική, φασαριόζικη σχεδόν ρυπαρή...
Όμως, στην ασυνήθιστη αντίληψη του καλλιτέχνη Γκωγκέν η ιδέα του "βάρβαρου" είχε μάλλον θετική απόχρωση...
Στη γλώσσα των κατοίκων της Πολυνησίας "Νοά" σημαίνει "άρωμα", και η επανάληψη δις της λέξης παίρνει τη σημασία του "μοσχοβολιστού". Οι σημειώσεις του Γκωγκέν στις οποίες περιγράφει τις εντυπώσεις του από την Ταϊτή πήραν αυτόν τον τίτλο: "Νοά Νοά", γιατί ο ζωγράφος ήθελε με τη διήγησή του να αποδώσει το άρωμα της χώρας. Να αφηγηθεί τα θαύματα, τα πρωτότυπα και μαγικά στοιχεία που ανακάλυψε εκεί. Στις σημειώσεις του αυτές, με ζεστό, ανθρώπινο λόγο καταθέτει τον παθιασμένο αγώνα του για εσωτερική αρμονία που εξέφρασε και στον καμβά.
Γράφει λοιπόν στο "Νοά Νοά":
"Οι γείτονές μου έγιναν φίλοι μου. Ντύνομαι όπως αυτοί και τρώω το ίδιο με εκείνους, φαγητό. Όταν δεν ζωγραφίζω, μοιράζομαι τη ζωή τους με ανεμελιά και ραθυμία.
Τα βράδια ενώνονται σε ομάδες ανάμεσα σε φουντωτούς θάμνους, άντρες και γυναίκες, γέροι και παιδιά. Κάποιοι από την Ταϊτή, άλλοι από τους Τόνγκας και άλλοι από τα Μαρκέζας. Οι χρυσοί τόνοι του σώματός τους σε υπέροχη αρμονία με το βελούδο του φυλλώματος. Από το χάλκινο στήθος τους αναδύονται τρέμουλες, αχνές μελωδίες. Είναι τα τραγούδια της Ταϊτής, τα iménés .
Μια γυναίκα ξεκινά, με τη φωνή της σαν πετάρισμα πουλιού να υψώνεται από την πρώτη νότα στο ψηλότερο σημείο της κλίμακας. Δυνατές διακυμάνσεις, εκρήξεις και απότομα χαμηλώματα, ενώ οι φωνές των άλλων γυναικών την ακολουθούν πιστά και τη συνοδεύουν. Προς το τέλος, όλοι οι άντρες με άγρια, βάρβαρη κραυγή κλείνουν το τραγούδι σε μια αρμονική συγχορδία.
Άλλες φορές αρχίζουν με μια προσευχή. Πρώτα ο γεροντότερος απαγγέλλει με ευλάβεια κι έπειτα οι υπόλοιποι επαναλαμβάνουν σαν επωδό...Κατόπιν τραγουδούν ή λένε αστείες ιστορίες. Είναι συγκεντρώσεις υφασμένες από λεπτές χρυσοκλωστές αφέλειας, αγνότητας και ψυχικής παρθενίας, υλικά αθώα, διαυγούς αρετής..."
(Γκωγκέν, Πολ. Noa Noa: The Tahitian Journal", εκδ. Dover Fine Art, σελ. 16-17, books.google, απόδοση δική μου)
Gauguin: "Barbarian Tales" |
Αυτό δηλαδή που οι Δυτικοί αποκαλούσαν περιφρονητικά "βάρβαρο", ο Γκωγκέν το αντιλήφθηκε ως ηθικά υγιές. Ως κάτι που περιέχει αρχέγονη αγνότητα, περισσότερο διαυγές και το πλέον φυσιολογικό ως συνθήκη για τον άνθρωπο.
Ο ζωγράφος ζούσε στα ηφαιστειογενή νησιά Μαρκέζας από τον Αύγουστο του 1901. Το "καλυβάκι" του το είχε στήσει σε ένα απομακρυσμένο χωριό των εξωτικών νησιών. Ο ίδιος το είχε ονομάσει "Σπίτι των απολαύσεων" και το είχε διακοσμήσει με πίνακες και ξυλόγλυπτα. Απολάμβανε τη ζωή εκεί, μέσα στον πρωτόγνωρο εξωτισμό που τού έδινε έμπνευση, παρότι αντιμετώπιζε δυσκολίες. Υπήρχε έλλειψη χρημάτων και η κακή υγεία του επιδεινώθηκε, ιδιαίτερα από τη μόνιμη σύγκρουσή του με τις αρχές. Μέσα σε αυτό το ανήσυχο κλίμα, που τον αποδυνάμωσε σταδιακά, ζωγράφισε τα τελευταία του αριστουργήματα, ανάμεσά τους και τα "Barbarian Tales", που βλέπετε παραπάνω.
Πρόκειται για εικαστική έκφραση μέσω της οποίας ο Γκωγκέν επιχειρεί μια συμφιλίωση μεταξύ του δυτικού παρελθόντος του και της πιο "άγριας" Πολυνησίας. Η Δύση αντιπροσωπεύεται από τον ζωγράφο φίλο του Γκωγκέν, Μάγερ ντε Χάαν στ' αριστερά, τον οποίο απεικονίζει με ένα σχεδόν "δαιμονικό" μορφασμό, υπονοώντας μια Δύση εμφανώς διεφθαρμένη. Δίπλα του και στα δεξιά τοποθετεί δυο γυναικείες φιγούρες, δυο Πολυνήσιες σε νωχελική, ήρεμη στάση. Το χρυσοχάλκινο δέρμα τους λαμπυρίζει στο φως της φεγγαρόλουστης νύχτας. Η μαυρομαλλούσα κάθεται ανέμελη σε στάση λωτού, και δίπλα της γονατιστή η κοκκινομάλλα Tohotaua στωικά κοιτάζει το θεατή...
Ο ντε Χάαν είχε πεθάνει πρόσφατα, έτσι μια ανάγνωση του έργου μάς οδηγεί στη σκέψη πως στα δεξιά ο Γκωγκέν απεικονίζει τη ζωή και στ' αριστερά το θάνατο. Πίσω από τις τρεις φιγούρες σκιαγραφείται ο νυχτερινός ουρανός με τα σύννεφα να τρέχουν στον ορίζοντά του και τριγύρω πλήθος εντυπωσιακών πολύχρωμων εξωτικών λουλουδιών...
Στα σημειωματάρια του ο Γκωγκέν είχε γράψει πάνω από το έργο του "Le contour parle-Ο αφηγητής μιλάει".
Από αυτή τη σημείωση ο αμερικανός Τζωρτζ Κραμπ ξεκινά τη μουσική του έμπνευση στο 4μερές έργο του: "Contes Barbares(after painting by Paul Gauguin)".
Aποτελεί το όγδοο τμήμα από τις "Μεταμορφώσεις, Βιβλίο Ι" του Κραμπ, με υπότιτλο "Δέκα Φαντασιακά κομμάτια (μετά από διάσημους πίνακες) ", που συνέθεσε τη διετία 2015-2017 για ενισχυμένο πιάνο, στα χνάρια του "Εικόνες από μια Έκθεση" του Μουσόργκσκυ.
Όπως γνωρίζουμε, ο Τζωρτζ Κραμπ, πειραματίστηκε με ασυνήθιστους ήχους και τεχνικές. Πρωτότυπη και πλούσια η παλέτα ηχοχρωμάτων του, αξιοποίησε και διεύρυνε τις δυνατότητες των οργάνων εισάγοντας ιδιότυπες ηχοχρωματικές συνηχήσεις απελευθερωμένος από τις συμβατικές φόρμες της μουσικής οργάνωσης.
Όπως γνωρίζουμε, ο Τζωρτζ Κραμπ, πειραματίστηκε με ασυνήθιστους ήχους και τεχνικές. Πρωτότυπη και πλούσια η παλέτα ηχοχρωμάτων του, αξιοποίησε και διεύρυνε τις δυνατότητες των οργάνων εισάγοντας ιδιότυπες ηχοχρωματικές συνηχήσεις απελευθερωμένος από τις συμβατικές φόρμες της μουσικής οργάνωσης.
- Στη σύνθεσή του "Contes Barbares" ξεκινώντας -όπως αναφέραμε- από την ιδέα να μιλήσει ο αφηγητής, τιτλοφορεί το πρώτο μέρος της: "Ο αφηγητής επικαλείται ένα όραμα" με τη μουσική να πλάθει ένα ψυχεδελικό παραλήρημα σε νεωτεριστικό ύφος.
- Στο δεύτερο μέρος, "Tahitian Death Chant-Άσμα θανάτου της Ταϊτής", ο πιανίστας εκτελεί πατώντας τα πλήκτρα, ενώ με ένα τσόχινο ραβδί αποδυναμώνει τον ήχο τους, σαν αυτοσχέδια σουρντίνα. Το μέρος πλαισιώνεται με χτυπήματα στο ξύλινο μέρος του πιάνου και τη χρήση του κρουστού ipahule, σαν μαράκες.
- Στο τρίτο μέρος ο πιανίστας φωνάζει "Manaò tupapaú!" στην Πολυνησιακή γλώσσα, μια φράση που μεταφράζεται ως "Τα πνεύματα των νεκρών παρακολουθούν", την οποία ο Γκωγκέν είχε χρησιμοποιήσει ως τίτλο για πολλά έργα του νωρίτερα.
- Το τελευταίο τέταρτο μέρος με τίτλο "Χορός της Ταϊτής: Μύθος της Σελήνης και της Γης" κλείνει σε έντονο ύφος τη σύνθεση, όπου ο αφηγητής φλύαρα και με δυναμισμό ολοκληρώνει το παραμύθι του.
George Crumb: Metamorphoses Book 1, VIII:
"Contes Barbares(after painting by Paul Gauguin)"
"Contes Barbares(after painting by Paul Gauguin)"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου