Translate

fb

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Μυριβήλης: ένα τριζόνι κελαηδά στη σιγαλιά της νύχτας...


Γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου και το πραγματικό του όνομα ήταν Ευστράτιος Σταματόπουλος. Το ψευδώνυμό του προέρχεται από το βουνό Μυριβίλι, στην πλαγιά του οποίου βρίσκεται η γενέτειρά του. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες της γενιάς του '30.

Ο λόγος για τον κορυφαίο Στρατή Μυριβήλη με αφορμή τη γενέθλια επέτειό του(30 Ιουνίου 1890)

Συγγραφέας, δημοσιογράφος και χρονογράφος, ξεχώρισε για τον άμεσο, ζεστό λόγο του και την πληθωρική, πλούσια σε εικόνες, γραφή του. Ανάμεσα στα πολλά έργα του ξεφυλλίζουμε σήμερα το "Πράσινο βιβλίο". Πρόκειται για συλλογή διηγημάτων, που εκδόθηκε το 1935 . Είχε προηγηθεί δημοσίευσή τους σε εφημερίδα. Συνολικά τα διηγήματα είναι 18, αφιερωμένα στην Πηνελόπη Δέλτα προκειμένου ο Μυριβήλης να τής εκφράσει το θαυμασμό και την αγάπη του. Οι κριτικοί δέχτηκαν πως "παρά τη μονοχρωμία του τίτλου, τα θέματα της συλλογής είναι πολύχρωμα..."

Δέκατο έκτο στη σειρά της συλλογής είναι το τιτλοφορούμενο: "Τοπίο", ένα διήγημα στο οποίο ο Μυριβήλης περιγράφει σε υψηλούς τόνους λυρισμού το πέρασμα ενός τρένου από μια ήσυχη κοιλάδα...


"Η έρημη κοιλάδα από πολλήν ώρα περίμενε το φεγγάρι. Να 'ρθει να γεμίσει τη μοναξιά της.
Ήταν μια κοιλάδα στενόμακρη και σπανή, κατοικημένη από ίσκιους χωρίς έκφραση, που σάλευαν μονότονα και νωθρά, σπρωγμένοι από το φως που τους ζωντάνευε τις σύντομες στιγμές που περνούσε πάνω από τούτο το βαθύ στενάδι.[...]
Όλα περίμεναν από πολλήν ώρα το φεγγάρι. Και το φεγγάρι ήρθε. Στην αρχή ψήλωσε το χρυσό φρύδι του πίσ' από το χαμοβούνι, ν' αγναντέψει τι γίνεται. Κατόπι σιγά σιγά, σερνόμενο, ανέβηκε στη ράχη. Στάθηκε μια στιγμή ακουμπισμένο εκεί, κατόπι αψήλωσε ανάλαφρα και σηκώθηκε μετέωρο, λαμπρό.
Όσο αψήλωνε, κυνηγούσε τους ίσκιους, που ζωντάνεψαν κι έφυγαν τρομαγμένοι, ώσπου άδειασαν την κοιλάδα, που στο τέλος γιόμισε φεγγάρι. Το κρύο φως έτρεχε από παντού, καταρράχτης από σιωπή.[...]
Όπου ένα μικρό, αόρατο έντομο βάλθηκε να τρίζει τα έλυτρά του κάτω από μια πέτρα. Ήτανε μια πέτρα μικρή ίσαμε μια γροθιά. Κανένα τριζόνι θα 'τανε, που το ζούληξε θανάσιμα το μαλακό βάρος της φεγγαρίσιας σιωπής, και πήγε να την πριονίσει με το μικρούτσικο δοξάρι του.
Δοκίμασε ένα μοτίβο παλιό όσο και η πλάση του Θεού. Μια νότα ψιλή ψιλή και σουβλερή..."


Διαβάζουμε πως ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της σιωπηλής νύχτας με την υποβλητική ατμόσφαιρα που πλάθει με άφθαστο λυρισμό ο Μυριβήλης, είναι και το τριζόνι με το τραγούδι του, καθώς ο γρύλος όπως ονομάζεται αλλιώς, είναι το έντομο που υφαίνει το καλοκαίρι με τους ήχους του.
Η φωνή του τριζονιού κάνει τις νύχτες περισσότερο διάφανες, αέρινες, πασπαλισμένες αστερόσκονη και μαγεία, τις κάνει πιο ερωτικές. Εξάλλου, ο γρύλος κι αυτό το ίδιο το γλυκόλαλο τραγούδι του είναι στην πραγματικότητα ένα ερωτικό κάλεσμα, αφού με αυτό τον τρόπο ο αρσενικός γρύλος αναζητά ταίρι για να ζευγαρώσει.

 Από την αρχαιότητα το τριζόνι ήταν ο "τζίτζικας της νύχτας", ο τραγουδιστής του σκοταδιού, που κρύβει απόκρυφες αναπνοές...


Σκέφτηκα με τον παιχνιδιάρικο "γρύλο" του Ζοσκέν ντε Πρε, μια φρόττολα, τη γνωστή μορφή μονοφωνικού λαϊκού τραγουδιού,  με αστεία διάθεση (frottola = ψέμα) να συνοδεύσω το γεμάτο λυρισμό απόσπασμα από το διήγημα του τιμώμενου λογοτέχνη μας.

Με γρήγορο, πρόσχαρο ρυθμό, η φρότολα "Il Grillo" σε κάνει να χαμογελάς, ιδιαίτερα στην επωδό, όπου οι φωνές μιμούνται το τιτίβισμα του γρύλλου!

Λέγεται πως μ'αυτό το τραγούδι ο ντε Πρε αναφερόταν σε ένα φίλο του τραγουδιστή με το όνομα Frillo, που όμως αποκαλούσε Grillo.

"To τριζόνι είναι καλός τραγουδιστής
και τραγουδά ακατάπαυστα
  Αν το ξεδιψάσεις με νερό, συνεχίζει το τραγούδι του. 
 Και δεν μοιάζει στα άλλα πουλιά
  που αφού λίγο τραγουδήσουν
φεύγουν μακριά γι' αλλού.
  Ο γρύλος μένει πιστός
  ακόμα και στη λάβρα την καλοκαιρινή
   τραγουδά για την αγάπη του μόνο"

Eίναι μια ανάλαφρη, χιουμοριστικού χαρακτήρα σύνθεση του "Μικελάντζελο της Μουσικής", όπως αποκαλείτο ο Ζοσκέν ντε Πρε.

Στις παραδόσεις των λαών το  τραγούδι του γρύλλου είναι καλός και κακός οιωνός.
Έτσι στη Βραζιλία  είναι σημάδι είτε επικείμενης βροχής, είτε  προαναγγέλλει θάνατο.
Για το λόγο αυτό αν βρεθεί γρύλος να τραγουδά μέσα σε σπίτι, θανατώνεται. Στα Μπαρμπέιντος ο ήχος του εντόμου θεωρείται οιωνός για οικονομική ευημερία, ενώ στη Ζάμπια υπάρχει η δοξασία ότι όποιος δει  γρύλο θα του φέρει καλοτυχία!

Oι φίλοι της  μουσικής ας πιστέψουμε στην τελευταία εκδοχή, αυτή της καλοτυχίας...

"El Grillo", Josquin Des Prez:



Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Στο "Άπειρο" της ποίησης του Τζιάκομο Λεοπάρντι...

 




Θεωρείται από πολλούς ως ο σπουδαιότερος ποιητής της Ιταλίας μετά το Δάντη, και μαζί με τον Πετράρχη, ο σπουδαιότερος λυρικός ποιητής της χώρας του. 
Ο Τζιάκομο Λεοπάρντι γεννήθηκε στο Ρεκανάτι στην Επαρχία της Ματσεράτα της Ιταλίας τον Ιούνιο του 1798

Αριστοκρατικής καταγωγής, εξαιρετικά καλλιεργημένος και με σπουδαία μόρφωση. Μιλούσε Αγγλικά, Εβραϊκά, Γερμανικά και Ισπανικά, όπως επίσης κατείχε τη Λατινική και Αρχαία Ελληνική γλώσσα. 

Η ποίησή του πραγματεύεται θέματα υπαρξιακά, φιλοσοφικά, χωρίς να χάνει τη λυρική της έκφραση και ομορφιά. Η σκληρή μοίρα του ανθρώπου, η τραγικότητά του, οι οδύνες του, αλλά και η ελπίδα αποτελούν τον πυρήνα των γραπτών του.

Πιο γνωστό του ποίημα είναι το "L'Infinito - Το Άπειρο", που περιλαμβάνεται στα Canti του:


Πρωτότυπο χειρόγραφο του "L'Infinito"
"Το Άπειρο"


Πάντα αγαπούσα τον έρημο λόφο
Κι αυτόν τον φράχτη, που σχεδόν κρύβει
Τον μακρινό ορίζοντα απ’ το βλέμμα.
Μα όπως κάθομαι και κοιτάζω
Τους αχανείς χώρους εκεί έξω
Τις υπεράνθρωπες σιωπές και τη βαθιά ησυχία
Βυθίζομαι στις σκέψεις, κι ο φόβος
Αγγίζει την καρδιά μου. Κι όταν ακούω
Τον άνεμο να μαίνεται στα δέντρα
Εκείνη φέρνω την ατέλειωτη σιωπή
Δίπλα σε τούτη τη φωνή, κι έρχεται το άπειρο
Στο νου μου, κι οι εποχές που φεύγουν
Και η τωρινή που ζει, κι ο ήχος της. Έτσι
Στην απεραντοσύνη αυτή πνίγεται η σκέψη μου
Και ναυαγώ γλυκά σε τέτοια θάλασσα".



 Πρόκειται για ειδύλλιο στο οποίο  ο οξυδερκής ποιητής στοχάζεται σχετικά με την απεραντοσύνη της πλάσης, του χρόνου, των συναισθημάτων, των ανθρώπινων σιωπών...
Οι κριτικοί φαίνεται να συγκρούστηκαν για το περιεχόμενο και τα νοήματά του, καθώς στο ποίημα διέκριναν "ένα άπειρο αντιφατικών πραγμάτων: χριστιανικό ή παγανιστικό, ρομαντικό ή κλασικό, βουδιστικό ή βιβλικό".

Με το "Άπειρο" ο τιμώμενος ιταλός ποιητής φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο ποιητικής έκφρασης, καθώς αποτελεί ταυτόχρονα φιλοσοφία και τέχνη. Στη σύντομη έκταση του συμπυκνώνονται τα συμπεράσματα μακρών φιλοσοφικών διαλογισμών. Το θέμα είναι μια έννοια, την οποία το μυαλό συλλαμβάνει εξαιρετικά δύσκολα. 


Οι ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ: 

  • Portrait of Gaetano Braga
    Πρώτος μελοποίησε το ποίημα ο ιταλός Gaetano Braga.

    Ο συνθέτης υπήρξε βιρτουόζος του τσέλου και ενθουσίασε τα μουσικά σαλόνια της εποχής του τόσο, ώστε να του αποδοθεί ο χαρακτηρισμός: "Βασιλιάς του βιολοντσέλου".

    Στο Παρίσι συνέθεσε μια συλλογή από έξι ειδύλλια, αφιερωμένα στη Γαλλίδα μεσόφωνο Pauline Viardot. Η τελευταία από τις έξι μελωδίες είναι το ποίημα του Λεοπάρντι: "Το άπειρο".
    Aπό τις πιο εμπνευσμένες συνθέσεις του Μπράγκα, καθώς μαεστρικά "φέρνει" τη φωνή σαν πνοή του ανέμου...
    Ο ερμηνευτής-αφηγητής πατά σε αιθέριες, όλο απαλότητα μουσικές φράσεις, σχεδόν απόκοσμες όταν δηλώνει πως τα μάτια του δεν μπορούν να φτάσουν τον ορίζοντα, όμως η σκέψη του έχει τη δύναμη να φαντάζεται χωρίς φραγμούς, άγνωστους τόπους...

Gaetano Braga :"L'Infinito":



  • Mario Castelnuovo-Tedesco 
    Είναι γνωστή η θέση του Φλωρεντίνου Mario Castelnuovo-Tedesco για τη φωνητική μουσική πως "επιθυμούσε πάντα να συνδυάζει τη μουσική του με τα ποιητικά κείμενα που προκαλούσαν το ενδιαφέρον και τη συγκίνησή του, να τα ερμηνεύει και, ταυτόχρονα, να γίνεται κατανοητή η λυρική τους έκφραση".

Ο Τεντέσκο συνέθεσε περισσότερα από διακόσια τραγούδια για φωνή και πιάνο, ανάμεσά τους και "Το Άπειρο" του Λεοπάρντι, στο οποίο καταφέρνει να απεικονίσει την ατμόσφαιρα της εξοχής, την  αίσθηση του ανοιχτού ορίζοντα, την απεραντοσύνη του ουρανού, την ατέρμονη σιωπή και το αχανές της θάλασσας.
Αφιέρωσε το τραγούδι στον δάσκαλό του, Ildebrando Pizzetti.

Ο ίδιος ο συνθέτης στην αυτοβιογραφία του αναφέρει χαρακτηριστικά:

"Χρειάστηκε πολύ κουράγιο για να μελοποιήσω το ποίημα και ο Πιτσέτι, με τον οποίο το είχα συζητήσει επανειλημμένα, με αποθάρρυνε επίμονα. Ομως εκείνη τη μέρα ένιωθα έντονα την ανάγκη να το κάνω. Κάτι σαν βαθιά παρόρμηση. Πράγματι το έγραψα μέσα σε λίγες ώρες, όμως δείλιαζα να το δείξω στο δάσκαλο.  Τελικά, κάποια στιγμή βρήκα τη δύναμη και πήγα σπίτι του. Ο Πιτσέτι δεν ήταν εκεί. Ήταν μόνο τα δυο του παιδιά, ο Μπρούνο και η Μαρία Τερέζα. Είδαν την παρτιτούρα που κρατούσα στα χέρια μου και πρόλαβαν να διαβάσουν τον τίτλο. Τα παρακάλεσα μην πουν τίποτε στον πατέρα τους. Υποσχέθηκα πως θα ξαναρχόμουν το απόγευμα, όπως κι έκανα.  Όμως και πάλι ταλαντευόμουν. Είχα τους ενδοιασμούς μου κι έτσι απέφευγα το θέμα.
Τα δυο παιδιά με πλησίασαν και μου ψιθύρισαν στ' αυτί: "Ελα Μάριο! Παίξε το Infinity!".
Ο Πιτσέτι το αντιλήφθηκε και με ρώτησε τι συμβαίνει. Του είπα πως τέτοιο φόβο δε είχα ούτε όταν μου διόρθωνε τα λάθη μου στις ασκήσεις αντίστιξης και άφησα την παρτιτούρα πάνω στο πιάνο.
-"Θυμάμαι τις αντιρρήσεις σου! , του είπα. Αν η μουσική μου σου φανεί άχρηστη, θα σκίσω την παρτιτούρα, αλλά αν πιστεύεις πως αξίζει, ζητώ την άδειά σου να τη δημοσιεύσω και να σου την αφιερώσω!".

Μου έγνεψε να καθίσω στο πιάνο. Άρχισα να παίζω. Όταν τέλειωσα, ο δάσκαλος φανερά συγκινημένος έσκυψε και μου είπε σιγανά:
-"Να το δημοσιεύσεις, ναι...και να το αφιερώσεις σε μένα!"


Mario Castelnuovo Tedesco, 'L'Infinito' op. 22:



Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023

Ο Αλμπένιθ και η Λιτανεία της Αγίας Δωρεάς...

"Λιτανεία Corpus Christi", Carl Emil Doepler 


Με το όνομα Αγία Δωρεά ("Festum Sanctissimi Corporis Christi") φέρεται μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της Καθολικής Εκκλησίας προς τιμή και προσκύνηση του σώματος του Χριστού και την έξαρση της μετουσίωσης του άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα Κυρίου κατά την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Η Ημέρα, που καθιερώθηκε από τον Πάπα Ουρβανό Δ' το 1264 γιορτάζεται την πρώτη Πέμπτη μετά την Πεντηκοστή και οι πιστοί προσκυνούν το Θείο Άρτο. Έπειτα, διανύουν μεγαλοπρεπή πομπή περιμετρικά του Καθεδρικού Ναού, στην οποία προηγούνται νεαρές κοπέλες και ακολουθούν αγήματα, ενώ ψάλλονται εκκλησιαστικοί ύμνοι.



Την ετήσια θρησκευτική τελετουργική πομπή του Corpus Christi στη Σεβίλλη, αποτυπώνει θαυμαστά ο Ισαάκ Αλμπένιθ στο μεγάλων διαστάσεων έργο του, "Iberia", τονίζοντας μέσα από τη μουσική τη θέση της χριστιανικής πίστης ως αναπόσπαστο τμήμα της ισπανικής ταυτότητας. 

Ο πιανιστικός κύκλος που συνέθεσε ο Αλμπένιθ το διάστημα 1905 - 1909 αποτελείται από 12 Εντυπώσεις-Impressions, που εκτίθενται σε 4 βιβλία από 3 έργα το καθένα, με πολλές φολκλορικές ισπανικές αναφορές. Στυλιστικά, αυτή η σουίτα εμπίπτει στη σχολή του ιμπρεσιονισμού, που καθιέρωσε ο Ντεμπισί ο οποίος μάλιστα εκθείασε τη σύνθεση χαρακτηρίζοντάς τη "πιανιστικό θαύμα".
Ο Γάλλος συνθέτης επαίνεσε τον Ισπανό συνάδελφό του για τη δημιουργία του την οποία κατέταξε "στην υψηλότερη θέση ανάμεσα στα πιο λαμπρά κομμάτια για τον βασιλιά των οργάνων", συμπληρώνοντας ότι "κατά τη διάρκεια της ακρόασης τα μάτια κλείνουν, σαν να θαμπώθηκαν από την ενατένιση τόσο πολλών εικόνων"

Ο Ντεμπισί με το χαρακτηρισμό "εικόνες" εννοεί τις εσωτερικές εικόνες, τις αντανακλάσεις της Ιβηρικής που προκαλεί η νοσταλγία του Αλμπένιθ. Τοπία δηλαδή της μνήμης που μοιάζουν περισσότερο με όνειρο. 

Στο 1ο Βιβλίο του πιανιστικού κύκλου παρουσιάζονται τα μέρη:


1. Evocación, μια ιμπρεσιονιστική ηχητική ανάμνηση της Ισπανίας, που συνδυάζει στοιχεία φαντάγκο και Αραγωνέζικης χότα.

2. El Puerto όπου η μελωδία "ζωγραφίζει" το λιμάνι Σάντα Μαρία, στο Κάντιθ και

3. Fête-dieu à Séville
με τον υπότιτλο: "Corpus Christi", που περιγράφει την λιτανεία την Ημέρα της Γιορτής Corpus Christi στη Σεβίλλη , όπου πλήθος κόσμου ακολουθεί τους ιερωμένους και τα αγήματα, με τις μπάντες να παιανίζουν κατανυκτικά.
Το μέρος αυτό πέρα από το εμβατηριακό, μεγαλόπρεπο στυλ του, κατακλύζεται από μια πένθιμη "saeta", μελωδία που παραπέμπει στο Ανδαλουσιάνικο κάντε χόντο. Μαρς και σαέτα εναλλάσσονται σ' ένα δυναμικό κρεσέντο έως ότου επανεμφανιστεί το κύριο θέμα του εμβατηρίου μεταμορφωμένο σε φόρμα ταραντέλας, που τελειώνει απότομα μ' ένα εκκωφαντικό φόρτε.  Μια ανάλαφρη coda ολοκληρώνει το μέρος. Η ηχητική εικόνα παραπέμπει σε ήχους από κιθάρες φλαμένκο που ακούγονται από μακριά και ανακατεύονται με απόηχους εκκλησιαστικών καμπανισμών.

Albéniz: "Suite Iberia, Premier Cuaderno. mov. III: Corpus Christi en Sevilla"
Στο πιάνο η Alicia de Larrocha


"Λιτανεία Corpus Christi στη Σεβίλλη", Manuel Cabral Aguado-Bejarano 
(pinterest)

Το μέρος "Corpus Christi en Sevilla" του Αλμπένιθ διασκεύασε για ορχήστρα ο Leopold Stokowski :





Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

Ο Γκωγκέν, η "βάρβαρη" μουσική και ο πειραματισμός του Κραμπ...


Gauguin: "Musique Barbare"




"Δεν μου αρέσει η ζωή στην πρωτεύουσα. Μου ταιριάζει η ύπαιθρος[...]
Σ' αυτήν ανακαλύπτω το άγριο, το πρωτόγονο στοιχείο".
(Πωλ Γκωγκέν)


Paul Gauguin, self portrait
Ο σπουδαίος γάλλος ζωγράφος, γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου 1848. Υπήρξε δημιουργός που κατ'εξοχήν πειραματίστηκε με την τεχνοτροπία, το ύφος, τη χρήση των χρωμάτων και την εκφραστική ιδιαιτερότητα. Βαθιά επηρεασμένος από τα λογής καλλιτεχνικά ρεύματα θεωρείται εκπρόσωπος των μεταϊμπρεσιονιστών.

Η αγάπη για τη φύση και η τάση αναζήτησης του άγνωστου και πρωτόγονου, τού γέννησε τον συνεχή και διακαή του πόθο για απόδραση σε χώρες μακρινές, παρθένες, αμόλυντες από το πνεύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Φυσιογνωμία ανήσυχη, ο Γκωγκέν γύρεψε την έμπνευση, τον τρόπο έκφρασης σε μέρη μακρινά, εξωτικά...Έτσι, αναζητώντας θρύλους, ήθη και αρχέγονες συνήθειες βρέθηκε στην Γαλλική Πολυνησία, διαμορφώνοντας εκεί την ιδιόμορφη καλλιτεχνική του συνείδηση.

Όποιος Ευρωπαίος είχε ταξιδέψει σε παρόμοιους τόπους όπως η Ταϊτή, χαρακτήριζε τη ζωή και τις συνήθειες των λαών που συναντούσε, "βάρβαρα και άγρια", με την σημασία του "μη εκλεπτυσμένου", του απολίτιστου. Ειδικότερα για τη μουσική, "βάρβαρη" ήταν η άγρια, θορυβώδης, η αποδιδόμενη από σκληρούς και διάφωνους ήχους, μουσική.
Βάρβαρη δηλαδή χαρακτηρίζει ο Ευρωπαίος την άγνωστη σ'αυτόν ηχητική έκφραση, που δεν φαίνεται καν να είναι μουσική, καθώς ηχεί δυνατή, ενοχλητική, φασαριόζικη σχεδόν ρυπαρή...

Όμως, στην ασυνήθιστη αντίληψη του καλλιτέχνη Γκωγκέν η ιδέα του "βάρβαρου" είχε μάλλον θετική απόχρωση...

Στη γλώσσα των κατοίκων της Πολυνησίας "Νοά" σημαίνει "άρωμα", και η επανάληψη δις της λέξης παίρνει τη σημασία του "μοσχοβολιστού". Οι σημειώσεις του Γκωγκέν στις οποίες περιγράφει τις εντυπώσεις του από την Ταϊτή πήραν αυτόν τον τίτλο: "Νοά Νοά", γιατί ο ζωγράφος ήθελε με τη διήγησή του να αποδώσει το άρωμα της χώρας. Να αφηγηθεί τα θαύματα, τα πρωτότυπα και μαγικά στοιχεία που ανακάλυψε εκεί. Στις σημειώσεις του αυτές, με ζεστό, ανθρώπινο λόγο καταθέτει τον παθιασμένο αγώνα του για εσωτερική αρμονία που εξέφρασε και στον καμβά.


Γράφει λοιπόν στο "Νοά Νοά":

"Οι γείτονές μου έγιναν φίλοι μου. Ντύνομαι όπως αυτοί και τρώω το ίδιο με εκείνους, φαγητό. Όταν δεν ζωγραφίζω, μοιράζομαι τη ζωή τους με ανεμελιά και ραθυμία.
Τα βράδια ενώνονται σε ομάδες ανάμεσα σε φουντωτούς θάμνους, άντρες και γυναίκες, γέροι και παιδιά. Κάποιοι από την Ταϊτή, άλλοι από τους Τόνγκας και άλλοι από τα Μαρκέζας. Οι χρυσοί τόνοι του σώματός τους σε υπέροχη αρμονία με το βελούδο του φυλλώματος. Από το χάλκινο στήθος τους αναδύονται τρέμουλες, αχνές μελωδίες. Είναι τα τραγούδια της Ταϊτής, τα iménés .
Μια γυναίκα ξεκινά, με τη φωνή της σαν πετάρισμα πουλιού να υψώνεται από την πρώτη νότα στο ψηλότερο σημείο της κλίμακας. Δυνατές διακυμάνσεις, εκρήξεις και απότομα χαμηλώματα, ενώ οι φωνές των άλλων γυναικών την ακολουθούν πιστά και τη συνοδεύουν. Προς το τέλος, όλοι οι άντρες με άγρια, βάρβαρη κραυγή κλείνουν το τραγούδι σε μια αρμονική συγχορδία.
Άλλες φορές αρχίζουν με μια προσευχή. Πρώτα ο γεροντότερος απαγγέλλει με ευλάβεια κι έπειτα οι υπόλοιποι επαναλαμβάνουν σαν επωδό...Κατόπιν τραγουδούν ή λένε αστείες ιστορίες. Είναι συγκεντρώσεις υφασμένες από λεπτές χρυσοκλωστές αφέλειας, αγνότητας και ψυχικής παρθενίας, υλικά αθώα, διαυγούς αρετής..."


(Γκωγκέν, Πολ. Noa Noa: The Tahitian Journal", εκδ. Dover Fine Art, σελ. 16-17, books.google, απόδοση δική μου)



Gauguin: "Barbarian Tales"

Αυτό δηλαδή που οι Δυτικοί αποκαλούσαν περιφρονητικά "βάρβαρο", ο Γκωγκέν το αντιλήφθηκε ως ηθικά υγιές. Ως κάτι που περιέχει αρχέγονη αγνότητα, περισσότερο διαυγές και το πλέον φυσιολογικό ως συνθήκη για τον άνθρωπο.


Ο ζωγράφος ζούσε στα ηφαιστειογενή νησιά Μαρκέζας από τον Αύγουστο του 1901. Το "καλυβάκι" του το είχε στήσει σε ένα απομακρυσμένο χωριό των εξωτικών νησιών. Ο ίδιος το είχε ονομάσει "Σπίτι των απολαύσεων" και το είχε διακοσμήσει με πίνακες και ξυλόγλυπτα. Απολάμβανε τη ζωή εκεί, μέσα στον πρωτόγνωρο εξωτισμό που τού έδινε έμπνευση, παρότι αντιμετώπιζε δυσκολίες. Υπήρχε έλλειψη χρημάτων και η κακή υγεία του επιδεινώθηκε, ιδιαίτερα από τη μόνιμη σύγκρουσή του με τις αρχές. Μέσα σε αυτό το ανήσυχο κλίμα, που τον αποδυνάμωσε σταδιακά, ζωγράφισε τα τελευταία του αριστουργήματα, ανάμεσά τους και τα "Barbarian Tales", που βλέπετε παραπάνω.

Πρόκειται για εικαστική έκφραση μέσω της οποίας ο Γκωγκέν επιχειρεί μια συμφιλίωση μεταξύ του δυτικού παρελθόντος του και της πιο "άγριας" Πολυνησίας. Η Δύση αντιπροσωπεύεται από τον ζωγράφο φίλο του Γκωγκέν, Μάγερ ντε Χάαν στ' αριστερά, τον οποίο απεικονίζει με ένα σχεδόν "δαιμονικό" μορφασμό, υπονοώντας μια Δύση εμφανώς διεφθαρμένη. Δίπλα του και στα δεξιά τοποθετεί δυο γυναικείες φιγούρες, δυο Πολυνήσιες σε νωχελική, ήρεμη στάση. Το χρυσοχάλκινο δέρμα τους λαμπυρίζει στο φως της φεγγαρόλουστης νύχτας. Η μαυρομαλλούσα κάθεται ανέμελη σε στάση λωτού, και δίπλα της γονατιστή η κοκκινομάλλα Tohotaua στωικά κοιτάζει το θεατή...
Ο ντε Χάαν είχε πεθάνει πρόσφατα, έτσι μια ανάγνωση του έργου μάς οδηγεί στη σκέψη πως στα δεξιά ο Γκωγκέν απεικονίζει τη ζωή και στ' αριστερά το θάνατο. Πίσω από τις τρεις φιγούρες σκιαγραφείται ο νυχτερινός ουρανός με τα σύννεφα να τρέχουν στον ορίζοντά του και τριγύρω πλήθος εντυπωσιακών πολύχρωμων εξωτικών λουλουδιών...


Στα σημειωματάρια του ο Γκωγκέν είχε γράψει πάνω από το έργο του "Le contour parle-Ο αφηγητής μιλάει".
Από αυτή τη σημείωση ο αμερικανός Τζωρτζ Κραμπ ξεκινά τη μουσική του έμπνευση στο 4μερές έργο του: "Contes Barbares(after painting by Paul Gauguin)"
Aποτελεί το όγδοο τμήμα από τις "Μεταμορφώσεις, Βιβλίο Ι" του Κραμπ, με υπότιτλο "Δέκα Φαντασιακά κομμάτια (μετά από διάσημους πίνακες) ", που συνέθεσε τη διετία 2015-2017 για ενισχυμένο πιάνο, στα χνάρια του "Εικόνες από μια Έκθεση" του Μουσόργκσκυ.

Όπως γνωρίζουμε, ο Τζωρτζ Κραμπ, πειραματίστηκε με ασυνήθιστους ήχους και τεχνικές. Πρωτότυπη και πλούσια η παλέτα ηχοχρωμάτων του, αξιοποίησε και διεύρυνε τις δυνατότητες των οργάνων εισάγοντας ιδιότυπες ηχοχρωματικές συνηχήσεις απελευθερωμένος από τις συμβατικές φόρμες της μουσικής οργάνωσης.

  • Στη σύνθεσή του "Contes Barbares" ξεκινώντας -όπως αναφέραμε- από την ιδέα να μιλήσει ο αφηγητής, τιτλοφορεί το πρώτο μέρος της: "Ο αφηγητής επικαλείται ένα όραμα" με τη μουσική να πλάθει ένα ψυχεδελικό παραλήρημα σε νεωτεριστικό ύφος.
  • Στο δεύτερο μέρος, "Tahitian Death Chant-Άσμα θανάτου της Ταϊτής", ο πιανίστας εκτελεί πατώντας τα πλήκτρα, ενώ με ένα τσόχινο ραβδί αποδυναμώνει τον ήχο τους, σαν αυτοσχέδια σουρντίνα. Το μέρος πλαισιώνεται με χτυπήματα στο ξύλινο μέρος του πιάνου και τη χρήση του κρουστού ipahule, σαν μαράκες.
  • Στο τρίτο μέρος ο πιανίστας φωνάζει "Manaò tupapaú!" στην Πολυνησιακή γλώσσα, μια φράση που μεταφράζεται ως "Τα πνεύματα των νεκρών παρακολουθούν", την οποία ο Γκωγκέν είχε χρησιμοποιήσει ως τίτλο για πολλά έργα του νωρίτερα.
  • Το τελευταίο τέταρτο μέρος με τίτλο "Χορός της Ταϊτής: Μύθος της Σελήνης και της Γης" κλείνει σε έντονο ύφος τη σύνθεση, όπου ο αφηγητής φλύαρα και με δυναμισμό ολοκληρώνει το παραμύθι του.

George Crumb: Metamorphoses Book 1, VIII: 
"Contes Barbares(after painting by Paul Gauguin)"


Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Ο Παϊζιέλο, η ζωγράφος και η Νίνα...




Ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους εκπροσώπους της ναπολιτάνικης μουσικής σχολής και κεντρικό πρόσωπο της ιταλικής όπερας τα τελευταία τριάντα χρόνια του 18ου αιώνα. Επίσης, συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της όπερας μπούφα.

Ο Ιταλός συνθέτης, Τζιοβάνι Παϊζιέλο μαθήτευσε δίπλα στον Φραντσέσκο Ντουράντε στη Νάπολη, με το κοινό απ' την πρώτη στιγμή να υποδέχεται τ
α έργα του με εγκωμιαστικότατα σχόλια. Μπορεί να απέκτησε μεγάλη φήμη και περιουσία ως συνθέτης όπερας(συνέθεσε πάνω από 90 όπερες), όμως ασχολήθηκε με τα περισσότερα μουσικά είδη της εποχής του(κουαρτέτα, συμφωνίες, σονάτες),ανάμεσά τους και έργα ιερής μουσικής.

Μην ξεχνάμε πως η μουσική του Παϊζιέλο επαινέθηκε από τον Χάιντν και τον Μπετόβεν και είχε καταλυτική επιρροή στον Μότσαρτ και τον Ροσίνι.

Ο Παϊζιέλο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Νάπολη, εκτός από δυο χρονικά διαστήματα.
Η φήμη του είχε περάσει τα σύνορα της πατρίδας του, έτσι από το 1775 και για εννέα χρόνια έζησε στην Αγία Πετρούπολη, προσκεκλημένος της φιλότεχνης Αικατερίνης της Μεγάλης, που τον κάλεσε ώστε με τη μουσική του να λαμπρύνει την Αυλή της.
Επίσης, ήταν ο αγαπημένος συνθέτης του Ναπολέοντα κι έπειτα από ρητή πρόσκλησή του ο Παϊζιέλο μετακόμισε στο Παρίσι για να αναλάβει την ιδιωτική του Ορχήστρα κι έζησε εκεί από το 1802 έως το 1804.(Mετά τις κατακτήσεις του στη Μεσόγειο, ο Βοναπάρτης είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη αγάπη για την ιταλική μουσική, επομένως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση της ορχήστρας και τη θέση του αρχιμουσικού του παρεκκλησίου στον Ναπολιτάνο Παϊζιέλο).




Élisabeth Vigée Lebrun, Selfportrait
Σύγχρονη του Παϊζιέλο ήταν και η Ελιζαμπέτ Λουίζ Βιζέ Λε Μπρεν (1755–1842), εξέχουσα προσωπικότητα της εικαστικής τέχνης, γνωστής κυρίως για τις προσωπογραφίες της. Υπήρξε ζωγράφος της αυλής της Γαλλίας και της αυλής των αυτοκρατόρων της Βιέννης και της Ρωσίας.

Γνωστή είναι η φράση της: "J'aimais aussi la musique passionnément", εννοώντας πως εκτός από τη Ζωγραφική, η τέχνη της Μουσικής είναι εκείνη που αγαπά παθιασμένα.

Και είναι αλήθεια. Σε όλη τη ζωή της απολάμβανε την τέχνη των ήχων, ήταν η ίδια ερασιτέχνις τραγουδίστρια και συνόδευε το τραγούδι της παίζοντας κιθάρα, αλλά κυρίως είχε αναπτύξει υψηλό μουσικό κριτήριο, γνώριζε να διακρίνει και να εκτιμά την μουσική ποιότητα των συνθετών και των ερμηνευτών. Παρότι φαίνεται να απολάμβανε περισσότερο την κοσμική μουσική, τόσο τη φωνητική όσο και την ενόργανη, την συγκινούσαν και οι δημιουργίες ιερής μουσικής. Η ζωγράφος συμμετείχε ως παιδί σε εκκλησιαστικές χορωδίες και η ίδια συχνά δήλωνε πως: "ο ήχος του εκκλησιαστικού οργάνου με εντυπωσίαζε και με συγκινούσε από παιδί, τόσο που να μου φέρνει δάκρυα στα μάτια και να μη μπορώ να σταματήσω".

Η Dugazon ως Νίνα στη σκηνή της τρέλας
(Louise Rosalie Lefèvre)
Λάτρευε επίσης και το Θέατρο, ενώ στο Παρίσι δεν έχανε ποτέ παράσταση όπερας. Τη  μαγνήτιζαν οι θαυμαστές φωνές των πρωταγωνιστών, τους οποίους όχι μόνο επαινούσε, αλλά και σκιαγραφούσε με τα πινέλα της. Θαυμάστρια των οπερατικών χαρακτήρων του Γκλουκ και του Πιτσίνι, έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στα διάσημη σοπράνο της εποχής, Louise-Rosalie Dugazon, για την οποία έγραψε χαρακτηριστικά:

"Μια γυναίκα της οποίας το ταλέντο στη σκηνή θαυμάζω απεριόριστα και στην εποχή μας θεωρώ το μεγαλύτερο καλλιτέχνη στην όπερα κομίκ είναι η κυρία Ντουγκαζόν. Ποτέ πριν δεν αποδόθηκε τόση αλήθεια σε ρόλο. Η υποκριτική της δεινότητα, συναρπάζει! Η κυρία Ντουγκαζόν υποδύεται κάθε ηρωίδα δίνοντάς της ατόφια τα χαρακτηριστικά της, ευγένεια, χάρη, γοητεία...αφέλεια. Η φωνή της μετατρέπεται σε γέλιο ή κλάμα με μοναδική ικανότητα και ευκολία. Συγκλονίζει στο ρόλο της "Νίνα" του Nicolas Dalayrac, ιδιαίτερα στη σκηνή της τρέλας. Η "Νίνα" της Ντουγκαζόν έχει την ιδιαιτερότητα να φαντάζει γλυκιά, ενάρετη, αγνή και ταυτόχρονα με τόση φλόγα και πάθος μέσα της!"



Επακόλουθο ήταν -λοιπόν- η μουσική να σταθεί πηγή έμπνευσης για την ταλαντούχα προσωπογράφο. Έτσι, έφτιαξε πορτρέτα μουσικών και δεν δίστασε να απεικονίσει μουσικές παρτιτούρες με κάθε λεπτομέρεια και ακρίβεια, καθώς η ίδια ως μουσικός γνώριζε τη μουσική θεωρία και ορολογία.

Ανάμεσα στα γνωστά πορτρέτα της είναι και κείνο του Τζοβάννι Παϊζιέλο, που βλέπετε παραπάνω. Η Ελιζαμπέτ γνώρισε το συνθέτη στη Νάπολη, όταν εκείνος βρισκόταν στο απόγειο της φήμης του ως συνθέτης όπερας. Τον εκτιμούσε πολύ από τότε που παρακολούθησε την όπερά του "Nina ή sia La pazza per amore / Νίνα ή το κορίτσι που τρελαίνεται από αγάπη" . Ανυπομονούσε να δει και να ακούσει την όπερα στην ιταλική της εκδοχή, το λιμπρέτο της οποίας στηριζόταν στην ίδια ιστορία, που και ο Dalayrac ανέπτυξε. Ήταν περίεργη να δει και να συγκρίνει την πρωταγωνίστρια στο ρόλο, που το είδωλο της Ελιζαμπέτ, Ντουγκαζόν είχε αφήσει εποχή..

Η πρεμιέρα στο Ναπολιτάνικο Teatro dei Fiorentini την άφησε άφωνη από κάθε άποψη, μουσική, σκηνική, ερμηνευτική. Τα μεγαλύτερα όμως εύσημα θέλησε να τα αποδώσει στον συνθέτη. Ετσι, με τα πινέλα της φιλοτέχνησε το πορτρέτο του και μετά την ολοκλήρωσή του κανόνισε ο πίνακας να εκτεθεί στο Παρίσι, ενισχύοντας παράλληλα με τη φήμη του Παϊζιέλο και τη δική της δημοτικότητα. Όταν ο καλλιτέχνης και ακαδημαϊκός Ζακ Λουί Νταβίντ είδε το έργο της Λε Μπρεν, εξέφρασε άμεσα τον θαυμασμό του στη ζωγράφο για τη δημιουργία της.


Η Elisabeth Vigée-Lebrun απεικονίζει τον σπουδαίο συνθέτη καθιστό να εκτελεί τσέμπαλο με μια έκφραση θαυμαστή. Έχει τα μάτια του στραμμένα προς τον ουρανό. Βρίσκεται μάλλον σε στιγμή έμπνευσης, όπου η φαντασία ελεύθερη μεταμορφώνει σε έκσταση το ύφος του καλλιτέχνη δημιουργού. Πάνω στο πληκτροφόρο όργανο υπάρχει μια παρτιτούρα, στης οποίας το εξώφυλλο ο θεατής διαβάζει: 

Rondo de Nina
"Il mio ben quando verrà"
Musica
di Giovanni Paisiello

Είναι η λεπτομέρεια με την οποία η ζωγράφος δηλώνει το θαυμασμό της για την οπερατική δημιουργία του Παϊζιέλο.


Ο Παϊζιέλο κινούμενος σε ύφος απλό, άμεσο και πνευματώδες, με ζεστές μελωδίες και πολύχρωμη ενορχήστρωση διαμορφώνει μια συναισθηματική κωμωδία που θεωρείται από τις πιο χαριτωμένες του συνθέτη, δείγμα ευγενικής δημιουργίας του 18ου αι.

Yπόθεση:

Η κόρη του κόμη, Νίνα ετοιμάζεται να παντρευτεί τον αγαπημένο της Λιντόρο, όταν ο πατέρας της αθετεί το λόγο του και κανονίζει να την παντρέψει με κάποιον πλουσιότερο. Ο νέος με θιγμένη την αξιοπρεπεια, καλεί τον πλούσιο σε μονομαχία, στην οποία σκοτώνεται.
Η απώλειά του έχει ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της κοπέλας. Η Νίνα παραφρονεί και κάθε μέρα πηγαίνει στην είσοδο του χωριού μ' ένα μπουκέτο λουλούδια περιμένοντας το Λιντόρο. Η καρδιά της έχι ραγίσει και κυριολεκτικά τρελαίνεται από αγάπη, προκαλώντας στον πατέρα της τύψεις και ενοχές.
Μια μέρα, ο υπηρέτης του κόμη φέρνει την καλή είδηση. Ο Λιντόρο δεν πέθανε. Το βαρύ τραύμα του φρόντισε ο αδερφικός φίλος του, όμως έμεινε μακριά, καθώς θεωρούσε ότι η Νίνα είχε παντρευτεί τον πλούσιο γαμπρό που τής έφερε ο πατέρας της.. Η δύναμη της συνάντησης των δυο ερωτευμένων επαναφέρει τα λογικά της κοπέλας, οι εραστές επανενώνονται και η όπερα τελειώνει με το επιθυμητό αίσιο τέλος.


Η όπερα του Παϊζιέλο "Nina, o sia La Pazza per Amore-Nina" ήταν μια από τις πρώτες απεικονίσεις της γυναικείας παραφροσύνης σ'αυτή τη μορφής τέχνης. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα φέρουν τις περιβόητες "σκηνές τρέλας" των Ντονιτσέτι(Anna Bolena, Lucia di Lammermoor) και του Μπελίνι(I Puritani, La Sonnambula) όπου οι βασανισμένες ηρωίδες θα εξελιχθούν στις τραγικές ηρωίδες του Βέρντι και του Πουτσίνι.

Από την όπερα θα απολαύσουμε την υπέροχη άρια "Il mio ben quando verrà- Καλέ μου πότε θα'ρθεις", που τραγουδιέται από την παράφρονα Νίνα στη mad scene και ο τίτλος απεικονίζεται στο εικαστικό της Λε Μπρεν. Λυρική, αέρινη μελωδία, λεπτοκεντημένη και βαθιά συναισθηματική, χωρίς ιδιαίτερα ξεσπάσματα, όμως υψηλής εκφραστικής ποιότητος, με ήπια μελίσματα ως στεναγμοί οδύνης και ερωτικής γλυκύτητας στην ακραία κατάσταση του παραλογισμού της ηρωίδας. Ερμηνεύει η Τερέζα Μπεργκάντζα.

Καλέ μου πότε θα' ρθεις 
να δεις τη θλιμμένη σου αγάπη;
άνθη τότε πανέμορφα θα καλύψουν
την πλατιά ακτή.
Όμως, δεν τον βλέπω, κι ο καλός μου
αλίμονο, δεν έρχεται.

 


Παραπάνω αναφέραμε πως η ζωγράφος και ερασιτέχνις μουσικός αγαπούσε εκτός από την κοσμική και την εκκλησιαστική μουσική. 
Έτσι, για να υπογραμμίσει το ταλέντο του Παϊζιέλο και σε αυτό το μουσικό είδος, παραθέτει ξεδιπλωμένη και την παρτιτούρα του διάσημου "Te Deum"...

Πρόκειται για σύνθεση στη Σι υφ. μείζονα για δύο χορωδίες και ορχήστρα, που γράφτηκε τη χρονιά σύνθεσης της όπερας "Nina"(1790) και αφιερώθηκε στην Πριγκίπισσα της Αυστρίας Μαρία-Καρολίνα για του γάμους της με τον Ναπολιτάνο Πρίγκι
πα Φερδινάνδο.
Η σύνθεση είναι δομημένη στη μορφή μιας πανηγυρικής λειτουργίας, που όμως αποφεύγει το πομπώδες και τη "βροντερή" μεγαλοπρέπεια προσδίδοντας μια ήπια, ευφρόσυνη διάθεση εορτασμού.




Το κείμενο γράφτηκε στη μνήμη του ιταλού συνθέτη Τζιοβάνι Παϊζιέλο (5 Ιουνίου 1816)