Translate

fb

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σιμανόφσκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σιμανόφσκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ο Σιμανόφσκι, οι Γκουράλοι κι ένας θρύλος που' γινε μπαλέτο...

 



Η φωτογραφία που βλέπετε παραπάνω είναι δική μου. Τραβηγμένη στην κεντρική πλατεία της Κρακοβίας παρέα με ταλαντούχα "κορίτσια", πανέμορφα μέσα στην παραδοσιακή τους στολή με αφορμή ένα πολιτιστικό και λαογραφικό  φεστιβάλ που ελάμβανε χώρα τις μέρες που επισκέφθηκα την πόλη. Οι κοπέλες είχαν έρθει από το Ζακοπάνε μια πόλη στα νότια της χώρας, στα  Όρη Τάτρα. Oι κάτοικοι αυτής της περιοχής αποκαλούνται Γκουράλοι. Οι ορεσίβειοι έχουν τη δική τους διάλεκτο, σπουδαία μουσική, χορευτική και αρχιτεκτονική παράδοση.


Villa Atma, το σπίτι του Κάρολ Σιμανόφσκι
Atma στα σανσκριτικά σημαίνει ψυχή. Αυτό το όνομα είχε δώσει ο πρώτος ιδιοκτήτης σε έναν ξενώνα που χτίστηκε στο Ζακοπάνε.
Μια 
ιδιαίτερης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής ξύλινη διώροφη κατασκευή με σοφίτα και εξέδρες,  πολύ γουστόζικη και γραφική.

"Ψυχή" σε εγχώριο ύφος που βασίζεται στα μοτίβα και τις παραδόσεις των Καρπαθίων, το "στυλ Ζακοπάνε".

Σε αυτό το σπίτι έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο σπουδαίος, Κάρολ Σιμανόφσκι, ο ιδρυτής της σύγχρονης πολωνικής σχολής και ο σημαντικότερος, μετά τον Σοπέν, Πολωνός συνθέτης. 

Ήταν στα τέλη του 1930 που διαγνώστηκε με φυματίωση. Για να βελτιώσει την κατάστασή του αποφάσισε να ζήσει κοντά στη φύση. Νοίκιασε το μικρό εξοχικό, το "σπίτι του ταπεινού ορειβάτη", όπως το χαρακτήριζε, στο Ζακοπάνε, ένα τόπο του οποίου η άγρια ομορφιά και η στοχαστική βουκολική του σιγαλιά, συγκινούσε το συνθέτη απ' όταν ήταν παιδί... 

Ερχόταν συχνά εδώ. Του άρεσε να πεζοπορεί στα βοσκοτόπια και τις λαγκαδιές των Τάτρα. Ήρθε σε επαφή με τους ντόπιους Γκουράλους*, αγάπησε τον πολιτισμό τους και ενδιαφέρθηκε για τη μουσική τους. 
Βυθίστηκε στην κουλτούρα τους, και αγκάλιασε την τονική τους γλώσσα, τους ρυθμούς και τις  μελωδίες τους, τις οποίες αφομοίωσε σε κάποιες από τις συνθέσεις του. Σε άρθρο του δε, με τίτλο: "About Goral Music" γράφει:

"Ο τύπος Γκοράλ, -σε όλες τις τέχνες, μουσική, αρχιτεκτονική και χορό-
είναι μοναδικής ομορφιάς.
Είναι απερίγραπτου κάλλους, που έχω κλείσει μέσα μου να ομορφαίνει την ψυχή μου.
Η μουσική δε, μ
έσα από τις ιδιότυπες αρμονίες και τις παράφωνες συνηχήσεις της, 
 
αποκτά μια "εξωτική" χροιά".  


Από τα χρόνια παραμονής του στο Ζακοπάνε και με επιδράσεις από τους Γκουράλους είναι το μπαλέτο του : "Harnasie , Op. 55", η ιστορία του οποίου διαδραματίζεται στα βουνά Τάτρα.
Η πλοκή περιστρέφεται γυρω από έναν θρύλο της περιοχής :  

Είναι άνοιξη και τα κοπάδια μεταφέρονται στα υψώματα των Τάτρα. Στη διαδρομή, μια βοσκοπούλα συναντά έναν ξένο από τα βουνά. Είναι ένας "harnas - ληστής".
Ο άνδρας τής εξομολογείται τον έρωτά του και κείνη ανταποκρίνεται. Όμως, σε λίγες μέρες πρόκειται να παντρευτεί έναν βοσκό που μεγάλωσαν μαζί.
Το δίλημμα μεγάλο: να συνεχίσει τιμώντας το λόγο που έχει δώσει στον παιδικό της φίλο για το γάμο τους ή ν'ακολουθήσει την καρδιά της;
Τελικά αποφασίζει να σεβαστεί τα ήθη και τις παραδόσεις του τόπου της και να συνεχίσει με το γάμο. Στο αποκορύφωμα της γαμήλιας διασκέδασης, οι ληστές των υψιπέδων εισβάλουν και ο Χαρνάς απαγάγει τη νύφη, που του έχει κλέψει την καρδιά.


Η παρτιτούρα του Σιμανόφσκι που ξετυλίγεται σε δυο πράξεις και επίλογο, σφύζει από λαϊκές μελωδίες και ρυθμούς των Τάτρα ενώ η ατμόσφαιρα των άγριων ορέων, του πρωτογονισμού της φύσης και των συναισθημάτων αποδίδεται ευφάνταστα με τη χρήση ιδιαίτερων εφέ από τη μικτή χορωδία και τον τενόρο σολίστα, που ερμηνευει άριες πάνω σε βουκολικά μοτίβα των ντόπιων ορεσίβιων.

Η μουσική δημιουργία του σπουδαίου Σιμανόφσκι μαρτυρά το μέγεθος της έλξης και γοητείας που άσκησε στο συνθέτη  η παράδοση των Γκουράλων και πώς αυτή εκφράστηκε μέσα απο τη μουσική του για το μπαλέτο.Με τα εκφραστικά μοτίβα του καταφέρνει να περιγράψει τις τραχιές, αιχμηρές μορφές των βουνών, τη λαξευμένη ανθεκτική πέτρα, αποκαλύπτοντας τον παράξενα "επικό" χαρακτήρα της κουλτούρας των Γκουράλων.

Το χρώμα της ορχήστρας, αλλά κυρίως η καινοτόμα προσέγγιση του συνθέτη στο λαογραφικό υλικό αποδεικνυει επιδράσεις από την "Ιεροτελεστία στην άνοιξη" του Ιγκόρ Στραβίνσκυ. Ωστόσο το ιμπρεσιονστικό ύφος των Ντεμπισί και Ραβέλ αναδύεται αβίαστα απο την παρτιτούρα που εμπλουτισμένο με τις παραδοσιακές μελωδίες της πατρίδας του συνθέτη καθιερώνεται ο προσωπικός του τρόπος έκφρασης, που όρισε το πλαίσιο εξέλιξης της πολωνικής μουσικής του 20ου αι.


*Γκουράλοι: οι κάτοικοι της περιοχής στα νότια της Πολωνίας, στα  Όρη Τάτρα. Ορεσίβειοι με δική τους διάλεκτο, σπουδαία μουσική, χορευτικη και αρχιτεκτονική παράδοση.


Πέντε χρόνια μετά την εγκατάσταση στη Βίλα Άτμα, ο πολωνός συνθέτης και πιανίστας πεθαίνει σαν σήμερα, 29 Μαρτίου 1937.

Karol Szymanowski: "Harnasie , Op. 55":



Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Karol Szymanowski: "Η Δήμητρα θρηνεί την απώλεια της Περσεφόνης"..."

 

Evelyn de Morgan: "Η Δήμητρα θρηνεί την απώλεια της Περσεφόνης"



Στη Δήμητρα

"Τη Δήμητρα τη σεβαστή καλλίκομη θεάν αρχίζω να εξυμνώ,
αυτήν και τη λυγεροπόδαρη τη θυγατέρα της που ο Αϊδωνεύς
την άρπαξε, και του την έδωσε ο βαρύγδουπος παντόπτης Ζευς,
όταν μακριά απ’ την χρυσοδρέπανη λαμπρόκαρπη τη Δήμητρα
έπαιζε με του Ωκεανού τις κόρες τις ορθόστηθες,
δρέποντας ρόδα, κρόκους κι άνθη κι όμορφους μενεξέδες
στον τρυφερό λειμώνα...
[...]

Άλγος πικρό κυρίεψε την καρδιά της, κι απ’ τα θεία μαλλιά
ξεσκίσε με τα χέρια της το κρήδεμνο,
και μαύρο κάλυμμα έρριξε στους ώμους,
κι ωσάν γεράκι όρμησε σε γη και θάλασσα
γυρεύοντας τη, όμως κανείς να της αποκαλύψει την αλήθεια
δεν ήθελε, ούτε απ’ τους θεούς ούτε από τους θνητούς ανθρώπους,
κι ούτε απ΄τους οιωνούς ήλθε κανείς αληθινός αγγελιοφόρος.
Ύστερα η σεβαστή Δηώ περιπλανιότανε στη γη εννέα ημέρες
στα χέρια της κρατώντας δάδες αναμμένες,
ούτε ποτέ αμβροσία και ούτε ποτέ νέκταρ ηδύποτο
δεν γεύτηκε θλιμμένη..."


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τον υπέροχο "Ομηρικό 'Υμνο" προς τη Θεά Δήμητρα. Έναν από τους πιο δραματικούς ύμνους που εξιστορεί, το δράμα των δύο θεαινών, της Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης που αρπάχτηκε από τον Άδη.

Στα Ελευσίνια Μυστήρια, που γιορτάζονταν το μήνα Βοηδρομιώνα αναπαρίσταντο ο μύθος αυτός σε τελετές που κρατούσαν εννέα ημέρες, όσες και οι μέρες που περιπλανιόταν η Δήμητρα προκειμένου να βρεί την απαγμένη από τον Άδη, κόρη της.

Από τις ιερότερες μέρες ήταν η πέμπτη, που αποκαλούνταν "η των Λαμπάδων Ημέρα". Οι μύστες με επικεφαλής έναν δαδούχο κατευθύνονταν με πυρσούς στο ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, όπου και παρέμεναν για όλη τη νύχτα. Η πομπή αυτή συμβόλιζε την περιπλάνηση της θεάς, ενώ ομάδες γυναικών θρηνούσαν γοερά...


Εμπνευσμένη από το συγκεκριμένο μύθο και τον δραματικό του τόνο είναι η καντάτα του πολωνού Κάρολ Σιμανόφσκι, "Demeter" για κοντράλτο, γυναικεία χορωδία και ορχήστρα, που συνέθεσε το 1917 και συνδέεται με το ειλικρινές ενδιαφέρον του συνθέτη για τον αρχαίο λόγο και την μυθολογία (Eίναι αρκετά τα μυθολογικής έμπνευσης έργα του, Myths op. 30, Metopes op. 
29 κ.ά). Εξάλλου την εποχή σύνθεσης της καντάτας, ο Σιμανόφσκι έχει ήδη αφοσιωθεί στη μελέτη του αρχαίου ελληνικού δράματος και της φιλοσοφίας. 

Ο Πολωνός δημιουργός αφιέρωσε επτά ολόκληρα χρόνια στη σύνθεση, η οποία άρχισε κατόπιν προτροπής της αδελφής του Σοφία Σιμανόφσκα, που έγραψε και το λιμπρέτο της καντάτας, ένα ποιητικό κείμενο έντασης, δραματικότητας και ελεγειακών αποχρώσεων:

"Ο ήλιος στο σκοτεινό ζαφείρι του ουρανού πεθαίνει
και το γκρίζο του σούρουπου σέρνεται
ο άνεμος ψιθυρίζει ήσυχο τραγούδι λυσσασμένα οδυνηρό
πάνω στις μπερδεμένες τρίχες των μαλλιών μου.
Ταπεινωμένη από πόνο βαθύ, ακολουθώ τα βήματα ενός παιδιού
Τα πουλιά επιστρέφουν στις φωλιές τους
Και των άστρων τα ψυχρά μάτια 
κοιτάζουν μέσα στην άθλια καρδιά μου, την αιματοβαμμένη.
Στο σκοτάδι μου ήρθε το κλάμα σου παιδί μου
Οδεύω στο κενό με τα χέρια απλωμένα,
και το ίδιο κενό κουβαλώ στο άψυχο στήθος μου.
Ο λυγμός της θάλασσας σπάει τ' ουρανού το πορφυρό
και μπαίνω στης σιωπηλής Νύχτας το πέπλο
εκεί που μόνο η καρδιά χτυπά μόνο η καρδιά,
η καρδιά που λαμπυρίζει από τα δάκρυα"

(Zofia Szymanowska / απόδοση δική μου από τα αγγλικά)



Η καντάτα εκδόθηκε το 1932 και ο ίδιος ο συνθέτης τη χαρακτήρισε "θρησκευτική καντάτα", παρότι δεν στηρίζεται σε εκκλησιαστικό θέμα. Όμως, η σοβαρή, τελετουργική φύση της την καθιστούν θρησκευτική ή όπως την αποκάλεσε ο Σιμανόφσκι "ένα αρχαιοελληνικό Stabat Mater''.


Σύνθεση έντονης πνευματικότητας, ένα θρηνώδες άσμα πλαισιωμένο από λυγμικές πολυφωνίες, σχεδόν ένα αρχαϊκό μοιρολόι, βγαλμένο από τα Ελευσίνια Μυστήρια και τους θρήνους της μητέρας που αναζητά τη χαμένη κόρη της.
Το συναίσθημα κορυφώνεται στο σολιστικό, φωνητικό μέρος με την σπαρακτική ποιητική απαγγελία, που διατηρεί το μέτρο και το ρυθμό του ποιητικού κειμένου με το συλλαβικό ύφος να κυριαρχεί. Η μουσική οξυδέρκεια του συνθέτη είναι εμφανέστατη, καθώς επιλέγει να εστιάσει στο κείμενο θέτοντας κατάλληλες μελωδικές φράσεις κι ένα στυλιστικό χρωματισμό, που αναδεικνύουν την ομοιομορφία της διάθεσης, μελαγχολικής και τραγικής συνάμα.

Αρτιότατη υφολογικά σύνθεση ιμπρεσσιονιστικού χαρακτήρα, πλούσια ηχοχρωματική παλέτα, ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη αρμονία, με το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ φωνών και ορχήστρας να αποκαλύπτεται μαγικό... Δραματικός λόγος και μουσική σύγχρονα, ενταγμένα σε ένα εκφραστικό περιβάλλον αναλόγου ύφους, ποιότητας και ήθους.

Karol Szymanowski: "Demeter Cantata Op. 37":


Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη γενέθλια επέτειο του Κάρολ Σιμανόφσκι (3 Οκτωβρίου 1882). Θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης πολωνικής σχολής και ο σημαντικότερος, μετά τον Σοπέν, Πολωνός συνθέτης. Στην αρχή της καριέρας του επηρεάστηκε από το νεορομαντισμό των Βάγκνερ και Ρίχαρντ Στράους, αλλά και το ιδιαίτερο ύφος του Σκριάμπιν, ώσπου ήρθε σε επαφή με τα πρωτοποριακά ρεύματα της μουσικής των Στραβίνσκι, Ντεμπισί και Ραβέλ και εντυπωσιασμένος υιοθέτησε ένα ιμπρεσιονιστικό στυλ, το οποίο εμπλούτισε με παραδοσιακές μελωδίες της πατρίδας του, δημιουργώντας έτσι τον προσωπικό του τρόπο έκφρασης που όρισε το πλαίσιο εξέλιξης της πολωνικής μουσικής του 20ου αι.