Translate

fb

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Ωγκίστ Ρενουάρ: η έμπνευση από την επίσκεψη στο Γκέρνσεϊ...

Renoir: "Marine à Guernsey"



Στη θάλασσα της Μάγχης, εκεί όπου η ομίχλη ακουμπά απαλά στα κύματα και το φως ταξιδεύει σαν λεπτός ασημένιος ψίθυρος, βρίσκεται το μικρό νησί Γκέρνσεϊ. Ένας κόκκος γης απέναντι από τις ακτές της Νορμανδίας, προικισμένος με ήπιους χειμώνες, ζεστά καλοκαίρια και μια φύση που μοιάζει να ανασαίνει βαθιά, ανέγγιχτη και γενναιόδωρη. Είναι ένας τόπος που δεν ζητά τίποτα και σου δίνει τα πάντα..., ήρεμο βλέμμα που καθρεφτίζει τα βάθη του νου, γλυκιά γαλήνη που φιλτράρει τις σκέψεις κι αναπλάθει τα συναισθήματα...

Εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1883, ο Πιερ-Ωγκύστ Ρενουάρ έφτασε σαν ένας προσκυνητής της ομορφιάς. Κουρασμένος από το βάρος της προσωπογραφίας και τις απαιτήσεις της ώριμης ιμπρεσιονιστικής του περιόδου, αναζητούσε έναν νέο δρόμο, έναν νέο παλμό στη ζωγραφική. Στο Γκέρνσεϊ βρήκε κάτι πολύ βαθύτερο, έναν άλλο εαυτό που ξυπνούσε μέσα του, μια ματιά πιο ελεύθερη, πιο τολμηρή.

Aυτοπροσωπογραφία του Ρενουάρ,
εποχής που επισκέφτηκε το Γκέρνσεϊ
Το τοπίο του κόλπου Moulin Huet τον αγκάλιασε με μια λάμψη πρωτόγνωρη. Τα απότομα βράχια, τα κρυστάλλινα νερά που έμοιαζαν να αναγεννώνται σε κάθε ηλιαχτίδα, η θαλασσινή αύρα που έσμιγε με τη βλάστηση σαν μυστική συμφωνία. Ο Ρενουάρ δεν παρατηρούσε, αφουγκραζόταν, άφηνε το βλέμμα του να διαλύεται μέσα στο φως.
Στο νησί αυτό ζωγράφισε δεκαπέντε από τα πιο σπουδαία έργα του, πίνακες-παράθυρα σε έναν κόσμο όπου η φύση και ο άνθρωπος σμίγουν σε μία ενιαία, χρυσωμένη κίνηση.

Κι έπειτα ήταν κι οι λουόμενοι...Ελεύθεροι, απροσποίητοι, αυθεντικοί, ανέμελοι. Σ’ έναν καιρό που στη Γαλλία οι άνθρωποι έμπαιναν στη θάλασσα ντυμένοι, ο Ρενουάρ ξαφνιάστηκε από την ανεπιτήδευτη ομορφιά όσων κείτονταν στα βράχια ημίγυμνοι, λουσμένοι στο φως. Η εικόνα τού θύμιζε πίνακες του Αντουάν Βαττώ, άντρες και γυναίκες, σαν ποιμένες και νύμφες μιας άλλης εποχής, μέρος ενός τοπίου όπου το πραγματικό έμοιαζε με όνειρο. Αυτή η εμπειρία φαίνεται πως τον οδήγησε προς τη νέα του κατεύθυνση, γυμνά μέσα στη φύση, ένα θέμα που θα κυριαρχούσε στα έργα των επόμενων χρόνων του.

Με απλές αλλά καίριες χρωματικές επιλογές, με πινελιές που τρεμοπαίζουν και με μια φωτεινότητα που πλημμυρίζει τον καμβά, ο Ρενουάρ απεικονίζει το σώμα ως κομμάτι του τοπίου, και το τοπίο ως προέκταση του σώματος. Το φως δεν αγγίζει, χαϊδεύει. Οι μορφές δεν στέκουν πάνω στη φύση, γεννιούνται μέσα απ' αυτήν. Κάθε πινελιά μοιάζει με σταγόνα θαλασσινού νερού, κάθε σκιά με ανάμνηση του βράχου.

Στην επιστολή που έστειλε στον έμπορο τέχνης Paul Durand-Ruel, έγραψε με ενθουσιασμό:

"Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο όμορφα φαίνονται όλα, με γυναίκες και άνδρες ξαπλωμένους μαζί στα βράχια. Νιώθεις πως είσαι μέρος ενός εικαστικού του Βαττώ, παρά της πραγματικής ζωής… Τίποτα δεν είναι πιο ελκυστικό".

Έτσι, ο Ρενουάρ έφυγε από το Γκέρνσεϊ μ' ένα βλέμμα φωτεινότερο, ριζωμένο στη χαρά της ζωής. Και οι πίνακες εκείνης της περιόδου μένουν σαν μικρές θάλασσες που συνεχίζουν να αναβλύζουν φως, απαλό και ακαταμάχητο...

Renoir: "Baie du Moulin Huet à travers les arbres"


Δύο από τους δεκαπέντε πίνακες που φιλοτέχνησε ο Ρενουάρ στο Γκέρνσεϊ έγιναν η αφετηρία για μια σπάνια μεταφορά της ζωγραφικής του μέσω των ήχων.
Η σύνθεση του Andrew March, μια συλλογή συμφωνικών εικόνων με τίτλο: "Marine - à travers les arbres - Θαλασσινό τοπίο - μέσα από τα δέντρα", είναι εμπνευσμένη από την εκθαμβωτική ομορφιά του κόλπου Moulin Huet και συγκεκριμένα τα δύο έργα του ζωγράφου: "Baie du Moulin Huet à travers les arbres(ο κόλπος του Moulin Huet μέσα από τα δέντρα)" και "Marine à Guernsey(θαλασσινό τοπίο στο Γκέρνσεϊ)".

Ο March επιχειρεί να μεταφράσει σε ήχο ό,τι ο Ρενουάρ συλλαμβάνει με χρώμα..Τον κυματισμό του φωτός, την κρυστάλλινη ανάσα της θάλασσας, το τοπίο που συνεχώς αλλάζει. Το έργο λειτουργεί σαν ένα "γρήγορο σκίτσο" της θάλασσας, όπου οι τραχιές πινελιές μετουσιώνονται σε μουσικές γραμμές. Τα έγχορδα και τα ξύλινα πνευστά μιμούνται το σπάσιμο των πρασινογάλαζων κυμάτων στα βράχια, δημιουργώντας έναν ηχητικό καμβά που πάλλεται, αγριεύει και ηρεμεί, όπως η ίδια η θάλασσα του Moulin Huet.
Στο κεντρικό μέρος το έργο αποκτά έναν πιο αφηρημένο χαρακτήρα, σαν να κοιτάζει κανείς τη θάλασσα μέσα από το φίλτρο των δέντρων. Το φως θρυμματίζεται, οι μελωδίες γίνονται κινητικές, πολυεπίπεδες, σαν μικρά μουσικά θραύσματα που παρασύρονται από τον άνεμο, μια πιστή ηχητική αναλογία της ιμπρεσιονιστικής ματιάς του Ρενουάρ.
Προς το τέλος, το συμπαγές σώμα της ορχήστρας ξεθωριάζει, όπως το χρώμα στο δειλινό. Από αυτό το υπόστρωμα αναδύεται η άρπα, απαλά συνοδευόμενη από το διάφανο άγγιγμα του βιμπράφωνου. Είναι σαν να ξανακούς τον ψίθυρο των κυμάτων ανάμεσα στα δέντρα. Η μουσική επιστρέφει στο θαλασσινό κόσμο που την γέννησε.

Ο Andrew March, μέσα απ' αυτό το έργο κατορθώνει να εμπνευστεί από τον Ρενουάρ, αλλά και να συνομιλήσει μαζί του, να δημιουργήσει μια γέφυρα όπου η ζωγραφική γίνεται ήχος και η μουσική γίνεται εικόνα...Ένα συμφωνικό ποίημα "ονείρου", όπου χρώμα, φως και ήχος γίνονται αχώριστοι σύντροφοι στο πανηγύρι της φύσης...

Andrew March: "Marine - à travers les arbres"
Διευθύνει ο Βλαντίμιρ Ασκενάζυ:




Το κείμενο γράφτηκε στη μνήμη του Ωγκίστ Ρενουάρ, του ζωγράφου που διακρίθηκε για τον πλούσιο χρωματικό λυρισμό του, για το σπινθηροβόλημα στο φως, που λούζουν τις ανάλαφρες πινελιές του...Πέρασε στην αιωνιότητα στις 3 Δεκέμβρη 1919 μετά από πνευμονία.




Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

"Norma": κάθε ερμηνεία της ξεκινά αναπόφευκτα από το "σημείο Κάλλας"...



M. Callas "Norma" La Scala 1955
Υπάρχουν φωνές που δεν τραγουδούν απλά, αλλά ανασαίνουν το ίδιο το πνεύμα της τέχνης. Φωνές που δεν γεμίζουν μια αίθουσα, αλλά καταλαμβάνουν εποχές. Μια τέτοια φωνή ήταν η Μαρία Κάλλας. Μια φωνή-δύναμη που γεννήθηκε για να μεταμορφώσει την όπερα σε μύθο.

Σε κάθε ρόλο που τόλμησε, η Κάλλας υπήρξε φαινόμενο. Μια καλλιτεχνική οντότητα που έμοιαζε να ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα και να αγγίζει κάτι ιερό. Το κοινό τη λάτρεψε γιατί κάθε εμφάνισή της ήταν εμπειρία που σε άφηνε άναυδο. Η φωνή των τριών οκτάβων γινόταν όργανο συγκίνησης, ενώ η υποκριτική της δύναμη μετέφερε στην όπερα μια νέα διάσταση αλήθειας. Η ίδια παραδεχόταν πως "το τραγούδι ήταν φάρμακο" για τις πληγές της, ένας τρόπος να μετατρέπει τις ανασφάλειες και τις απορρίψεις της νεότητας σε καλλιτεχνική φωτιά. Και εκείνη τη φωτιά τη δούλεψε, την πειθάρχησε, την εξευγένισε, μέχρι που έγινε φως εκτυφλωτικό.

Οι περιγραφές που απέδωσαν στη φωνή της μοιάζουν "θρησκευτικές".  Τη συνέκριναν με την Πιετά του Μικελάντζελο, με την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα, με ένα ουράνιο δημιούργημα που συγκλονίζει όπως το τσέλο του Καζάλς. Ο Jacques Bourgeois την αποθέωσε λέγοντας πως, "όπως η Ακρόπολη ομορφαίνει μέσα στον χρόνο, έτσι και η φωνή της Κάλλας γινόταν πιο συγκλονιστική ακόμη και όταν φθειρόταν". Μια καλλιτέχνις που δεν περιοριζόταν στη φωνή, αλλά δημιουργούσε με το σώμα, το βλέμμα, την ψυχή της.

Ανάμεσα σε όλα τα θαύματα που προσέφερε, υπάρχει μία στιγμή που δεσπόζει ως κορύφωση, η Νόρμα στη Σκάλα του Μιλάνου, το 1955. Δεν υπήρξε απλώς μια επιτυχία, ήταν μεταμόρφωση της ίδιας της όπερας. Για να προσεγγίσει την ηρωίδα της, η Κάλλας βυθίστηκε σε μια σχολαστική έρευνα...διάβασε για την αρχαία Ρώμη, μελέτησε την δομή της τραγωδίας, ερεύνησε τα ψυχικά βάθη της ιέρειας που σπαράζει ανάμεσα στο καθήκον και στο πάθος. Με πειθαρχία ηθοποιού του θεάτρου, δούλεψε το βλέμμα, το βήμα, την σιωπηλή εξουσία που έπρεπε να αποπνέει. Έλεγε πως "η Νόρμα δεν είναι ένας ρόλος...είναι μια ζωή ολόκληρη".
Και στη σκηνή της Σκάλας, αυτή η ζωή ξεδιπλώθηκε με τρόπο που κανείς δεν είχε ξαναδεί. Το "Casta Diva" αναδύθηκε σαν ιερή επίκληση, με φράσεις που έρεαν σαν ενιαία ανάσα. Στις σκηνές οργής, η φωνή της έπαιρνε ένα πυρακτωμένο χρώμα, χωρίς ποτέ να χάνει τον έλεγχο. Στα ντουέτα, οι σκοτεινές αποχρώσεις της αποκάλυπταν τη ραγισμένη καρδιά της ηρωίδας. Ήταν ένα χρώμα φωνής που δεν υπήρχε πριν και δεν ξανακούστηκε μετά. Ήταν η τέχνη στην πιο καθαρή και μεγαλειώδη μορφή της.

Οι συνάδελφοί της είχαν να θυμούνται μόνο δέος. Ο Μάριο ντελ Μόνακο έλεγε πως στην Νόρμα η Κάλλας "έκανε την τραγωδία να παίρνει σάρκα μπροστά σου". Η Φιορέντσα Κοσόττο ένιωθε πως στη σκηνή "σε ρουφούσε στον κόσμο της". Ο Βισκόντι παραδεχόταν πως "δεν χρειαζόταν να τη σκηνοθετήσει...Της έδινες το πλαίσιο και δημιουργούσε μεγαλείο". Οι κριτικοί έγραψαν ότι "άλλαξε για πάντα τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον ρόλο", από βιρτουοζιτέ μπελκάντο σε αρχαϊκή τραγωδία με ανθρώπινα τραύματα. Από τότε, κάθε ερμηνεία της Νόρμα ξεκινά αναπόφευκτα από το "σημείο Κάλλας".

Το κοινό της Σκάλας, αυστηρό και απαιτητικό, βίωσε την παράσταση ως "αποκάλυψη". Έλεγαν πως πριν αρχίσει το Casta Diva επικρατούσε τέτοια σιωπή που ακούγες την ανάσα σου... Και στο τέλος, η αποθέωση κράτησε τόσο, που η ίδια η Κάλλας αναγκάστηκε να βγει ξανά και ξανά. Δεν ήταν απλώς θρίαμβος, ήταν καθιέρωση μιας νέας εποχής.

Σαν σήμερα, 2 Δεκεμβρίου 1923, γεννήθηκε η γυναίκα που θα γινόταν το σύμβολο μιας τέχνης ολόκληρης. Η Μαρία Κάλλας δεν υπήρξε μια σπουδαία υψίφωνος, δεν υπήρξε μια  ντίβα, μονο. Είναι η απόδειξη ότι η ανθρώπινη φωνή μπορεί να μεταμορφωθεί σε δραματικό όργανο, να αφηγηθεί ιστορίες, να σπάσει καρδιές, να αλλάξει για πάντα την αντίληψή μας για την ομορφιά...
Και όσο περνούν τα χρόνια, η μορφή της δεν ξεθωριάζει, γιγαντώνεται. Γιατί οι πραγματικές, μνημειώδεις φωνές δεν ανήκουν στο παρελθόν. Ανήκουν στην αιωνιότητα...

Maria Callas "Casta diva, Norma", La Scala 1955



"Ο Γενναιόδωρος Τούρκος": Η αρετή ως Μουσική...



Ο Γενναιόδωρος Τούρκος, παράσταση στο Burgtheater της Βιέννης
(πηγή:meisterdrucke)




[Η "GivingTuesday-Ημέρα Γενναιοδωρίας" γιορτάζεται κάθε Τρίτη μετά την Ημέρα των Ευχαριστιών]


Η γενναιοδωρία δεν θορυβεί, δεν κραυγάζει. Σαν κρυμμένο ποτάμι κυλά στις ζωές των ανθρώπων, αφήνοντας ίχνη που μόνο ο χρόνος μπορεί να φωτίσει. Το 2012, σε μια εποχή όπου η παγκοσμιοποίηση έμοιαζε να καταβροχθίζει τα πάντα, γεννήθηκε η GivingTuesday, μια παγκόσμια πρωτοβουλία που ξεκίνησε από την απλή ιδέα να υπάρχει μία μέρα όπου όλοι, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, να θυμούνται τη δύναμη του καλού. Από τότε, εκατομμύρια άνθρωποι προσφέρουν, συνεργάζονται, στηρίζουν τις κοινότητές τους, χτίζοντας έναν κόσμο βασισμένο στην αξιοπρέπεια και την ισότητα.

Κάποιες φορές, η ιστορία ή η τέχνη, μας θυμίζουν ότι αυτή η δύναμη δεν είναι καινούργια.  Είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη ψυχή. Όπως τότε...



[Ο Γενναιόδωρος Τούρκος - Μια ιστορία όπου η μουσική αγγίζει τα όρια του θρύλου]

Σήμερα η μουσική πρόταση έρχεται με τον "Γενναιόδωρο Τούρκο"… 
Τον συναντάμε στην υπέροχη παρτιτούρα του Ζαν Φιλίπ Ραμώ, "Les Indes Galantes", μια όπερα-μπαλέτο του 1735. Το έργο περιλαμβάνει πρόλογο και τέσσερα εισαγωγικά μέρη, το καθένα διαδραματιζόμενο σε έναν εξωτικό τόπο, ενωμένα όλα γύρω από το θέμα του έρωτα.

Μετά τον πρόλογο, τα φώτα χαμηλώνουν, η αυλαία ανοίγει, και η ανέμη ξετυλίγει το παραμύθι της: "Le Turc Généreux - Ο Γενναιόδωρος Τούρκος".

Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά και μυθιστορηματικά γεγονότα που αφορούν τον Μεγάλο Βεζίρη Τοπάλ Οσμάν Πασά. Στη νεότητά του, έπειτα από μάχη, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε σκλάβος στη Μάλτα. Εκεί, τον έσωσε από τη δουλεία ένας Γάλλος έμπορος…
Μα ο καιρός έχει γυρίσματα. Έτσι, μια φορά κι έναν καιρό…


Μακριά από τους περίτεχνους κήπους των Βερσαλλιών και τα εξωραϊσμένα, πορσελάνινα πρόσωπα της γαλλικής αριστοκρατίας, ο Ραμώ γύρευε πάντα το αλλόκοτο, το παράξενο, το εξωτικό. Δεν το αναζητούσε ως τρόπαιο, αλλά ως καθρέφτη για να δει αλλιώς τον ίδιο τον άνθρωπο.

Έτσι γεννήθηκε το "Les Indes Galantes", ένα αμάλγαμα ερωτικών ιστοριών με φόντο χώρες της Ανατολής. Στο πρώτο μέρος, "Entrée I - Le Turc Généreux", έχουμε την Ανατολή και τη Δύση, δυο κόσμους ξένους και ταυτόχρονα όμοιους, ενωμένους από μια πράξη ανθρώπινης αρετής.

Η σκηνή τοποθετείται στο πλουμιστό σεράι του πασά. Μια νεαρή Χριστιανή, η Εμιλί, έχει αιχμαλωτιστεί από Οθωμανούς και πουλήθηκε εδώ ως σκλάβα. Ο αγαπημένος της, ο Γάλλος αξιωματικός Βαλέρ, φτάνει για να την ελευθερώσει.
Ο Οσμάν Πασάς είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά η Εμιλί τον απορρίπτει, δηλώνοντας πως θα παραμείνει πιστή στον αρραβωνιαστικό της. Όταν ξεσπά καταιγίδα, η κοπέλα τη βιώνει ως σύμβολο της απελπισίας της. Ξαφνικά, αναγνωρίζει ανάμεσα στους ναυαγούς αιχμαλώτους τον Βαλέρ. Η μοίρα ξανασμίγει τους δυο ερωτευμένους.
Ο Οσμάν εξοργίζεται. Όμως, όταν βλέπει τον Βαλέρ, αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που πριν χρόνια τον είχε ελευθερώσει με μεγαλοψυχία.
Η αληθινή ιστορία λέει ότι ο Οσμάν Πασάς είχε κι εκείνος αιχμαλωτιστεί παλαιότερα. Σε μια επιδρομή στη Μεσόγειο, βρέθηκε αλυσοδεμένος στα υπόγεια της Μάλτας, όπως τόσοι άλλοι Οθωμανοί. Τότε, ένας έμπορος από τη Μασσαλία τον ελευθέρωσε. Χωρίς αντάλλαγμα. Απλώς, πράττοντας το ανθρώπινο.

Χρόνια αργότερα, όταν ο Οσμάν είχε ανελιχθεί σε Μεγάλο Βεζίρη, αναζήτησε τον ευεργέτη του. Τον τίμησε, τον προσκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη και τον γέμισε δώρα.

Και τώρα, στη σκηνή του Ραμώ, ο χαρακτήρας Οσμάν γίνεται η ανατροπή του στερεοτύπου. Ο Τούρκος που δεν εκδικείται, που ελευθερώνει, που ανταποδίδει μεγαλόψυχα, με γενναιόδωρη καρδιά.


Η μουσική του Ραμώ είναι λιτή, γεμάτη ευγένεια. Ξεκινά με μια πασακάλια, με ρυθμό που θυμίζει τελετουργικό βηματισμό. Ο Οσμάν δεν διεκδικεί, κινείται με μέτρο. Τα έγχορδα συνομιλούν με τα φλάουτα πάνω σε μια φωτεινή, καθαρή μελωδική γραμμή…

Ο Ραμώ δεν γράφει μια ανατολίτικη ιστορία. Γράφει για την εντιμότητα. Και επιλέγει τον εξωτικό Οθωμανό για να θυμίσει στο κοινό του πως ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου δεν καθορίζεται από τη φυλή, το θρήσκευμα ή την κοινωνική του θέση.

Ο Généreux Turc του Ραμώ είναι σύμβολο διαχρονικό. Βασίζεται μεν στον Τοπάλ Οσμάν Πασά και στον θρύλο του, χωρίς να γνωρίζουμε πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο. Είναι η γενναιοδωρία του -είτε ως αληθινό περιστατικό είτε ως επινόηση- που συγκινεί, γιατί μιλά για τη σπάνια αρετή να ανταποδίδεις το καλό, χωρίς να ξεχνάς την ευεργεσία που κάποτε δέχτηκες, χωρίς να ζητάς αντάλλαγμα.

Ο Γενναιόδωρος Τούρκος του Ραμώ είναι σύμβολο. Όπως και η Giving Tuesday. Δεν ζητούν τίποτα. Μόνο να μας θυμίσουν ότι η δύναμη του καλού, της προσφοράς και της αλληλεγγύης υπάρχει. Είναι εκεί. Αρκεί να τη μοιραστούμε. Γιατί κάποιες πράξεις, όσο παλιές κι αν είναι, δεν γερνούν ποτέ.

Απολαμβάνουμε τη σκηνή όπου ο Οσμάν έχει ανακοινώσει πως θα απελευθερώσει το ζευγάρι, αφού αναγνώρισε στο πρόσωπο του Βαλέρ τον άνθρωπο που κάποτε του είχε φερθεί με μεγαλοψυχία. Ο Οσμάν φορτώνει τα πλοία με δώρα, ενώ το ζευγάρι υμνεί τη γενναιοδωρία του και καλεί τους ανέμους να τους οδηγήσουν με ασφάλεια πίσω στη Γαλλία..."Fuyez, fuyez, vents orageux !"

"Φύγετε, φύγετε, άνεμοι οργισμένοι
γλυκά ηρεμήστε, κύματα του πόθου.
Γέλια και χαρές, ξυπνήστε!
Τερπνή ηδονή, υφάδι της μοίρας μας γίνε
στο ταξίδι μας, όπως και στον ασφαλή γιαλό"

Rameau: Les Indes galantes, 1re Εntrée "Le Turc généreux": "Fuyez, fuyez, vents orageux ":





Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Χειμώνα, δεν είσαι τίποτ’ άλλο παρά ένας απατεώνας...


"Ο δρόμος προς το Ζιβερνί τον χειμώνα",  Κλωντ Μονέ



Η μοναδική σύνθεση του Κλωντ Ντεμπισί για χορωδία a cappella είναι ο κύκλος "Τρία Τραγούδια του Καρόλου της Ορλεάνης- Trois Chansons de Charles d’Orléans", βασισμένος σε ποιήματα του ομώνυμου Γάλλου δούκα, σημαντικής λογοτεχνικής μορφής του 15ου αι.
Οι ευχές μου για έναν καλό μήνα και έναν δημιουργικό χειμώνα συνοδεύονται από το πρώτο εκ των τριών ποιημάτων, με τον τίτλο "Χειμώνα, δεν είσαι τίποτ’ άλλο παρά ένας απατεώνας".


Στο ποίημα, ο ποιητής απευθύνεται στο Χειμώνα, τον χλευάζει και τον καταγγέλλει ως "απατεώνα", αντιπαραβάλλοντάς τον με την τρυφερότητα και τη γενναιοδωρία της άνοιξης και του καλοκαιριού:

"Χειμώνα, δεν είσαι παρά απατεώνας
το καλοκαίρι είναι γλυκό κι ευγενικό,
το μαρτυρούν ο Μάης κι ο Απρίλης
που το συντροφεύουν βράδυ και πρωί.
Το καλοκαίρι ντύνει κάμπους και δάση
με πράσινη χλόη και χίλιες αποχρώσεις,
όπως το ορίζει η φύση.
Μα εσύ, Χειμώνα, κουβαλάς χιόνι,
ανέμους, χαλάζι και βροχή
θα ’πρεπε να εξοριστείς…"

Η ειρωνική αυτή επίπληξη προς την εποχή του ψύχους λειτουργεί ως αφετηρία ενός λεπτού στοχασμού. Ο Χειμώνας -απατεώνας κατά τον αφηγητή- διαθέτει πράγματι μια αξιοσημείωτη ικανότητα να εμφανίζεται απρόσμενα, φορτωμένος χιόνι, καταιγίδες και ανέμους, διαψεύδοντας συστηματικά την επαναλαμβανόμενη ελπίδα ότι "φέτος θα είναι πιο ήπιος". Ένας εποχικός "ταχυδακτυλουργός" που μας ωθεί να ανασύρουμε βεβιασμένα παλτά, ομπρέλες, κασκόλ και γάντια από τα συρτάρια.
Ωστόσο, μέσα σε αυτήν τη φαινομενική "απάτη" κρύβεται μια ουσιώδης αλήθεια. Χωρίς τις παγωμένες μέρες του Χειμώνα, δεν θα αναγνωρίζαμε την αξία του Μάη και του Απρίλη, δεν θα αισθανόμασταν την αγαλλίαση του πρώτου φωτός, ούτε την εύφορη υπόσχεση της αναγέννησης της φύσης. Ο Χειμώνας μάς υποχρεώνει να στραφούμε προς τα ενδότερα, να επιβραδύνουμε, να εσωτερικεύσουμε. Μας θυμίζει ότι η προσωρινή "εξορία" μπορεί να γίνει πρόσφορο έδαφος αυτογνωσίας.
Ίσως λοιπόν, ο αποκαλούμενος "απατεώνας" χειμώνας να είναι τελικά φορέας της βαθύτερης σοφίας ότι η φωτεινότητα του κόσμου γίνεται ορατή μόνο επειδή προηγήθηκε το σκοτάδι...

Το επιλεγμένο εικαστικό έργο (Ο δρόμος προς το Ζιβερνί τον χειμώνα) ανήκει στον Κλωντ Μονέ, του οποίου η αισθητική συνάδει με τη μουσική του Ντεμπισί.
Και οι δύο δημιουργοί μοιράζονται κοινή ατμόσφαιρα φωτός, όπου η λεπτότητα κυριαρχεί. Στην τέχνη τους, η παρατήρηση της φύσης μετατρέπεται σε ποιητική εμπειρία, δημιουργώντας έναν κόσμο ονειρικό, όπου κάθε απόχρωση και κάθε ήχος συντονίζεται με μια διακριτική, εσωτερική αρμονία.

Κατ'εμέ ο πίνακας αφήνει μια μαγική εντύπωση, με τον τρόπο που ο ιμπρεσιονιστής ζωγράφος αποτύπωσε ένα ροδί ηλιοβασίλεμα, όπου ζεστές ανταύγειες ξεπροβάλλουν μέσα από το χειμωνιάτικο ψύχος. Παρατηρείστε τον τρόπο που ο Μονέ αποκαλύπτει τη "θαλπωρή", που κρύβεται ακόμη και στο πιο παγωμένο χειμωνιάτικο τοπίο.

Kαλό απόγευμα, καλή εβδομάδα, καλό κι ευλογημένο μήνα, εκλεκτοί φίλοι!
Ας χαμογελάσουμε στον απατεώνα Χειμώνα, φορώντας τα παλτά μας με στυλ και απολαμβάνοντας τις κρυφές ζεστασιές που μόνο εκείνος ξέρει να φανερώνει...


Debussy: "Yver, vous n'estes qu'un villain":




Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

Όσκαρ Ουάιλντ: "Η Μπαλάντα της Φυλακής του Ρέντινγκ"...

(wikimedia)



Oscar Wilde
Στις 30 Νοεμβρίου 1900, σε ηλικία μόλις 46 ετών, ο Όσκαρ Ουάιλντ πεθαίνει, άπορος και απομονωμένος. Τελευταίο του έργο θεωρείται "Η Μπαλάντα της Φυλακής του Ρέντινγκ", ένα μακροσκελές ποίημα στο οποίο παρουσιάζει τις κακουχίες της ζωής στη φυλακή.
Το ποίημα γράφτηκε το 1897, λίγο μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές του Ρήντινγκ, όπου είχε εκτίσει δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα για "άσεμνη συμπεριφορά" λόγω της ομοφυλοφιλίας του, αδίκημα που τιμωρούνταν ποινικά στη βικτωριανή Αγγλία.


Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ο Ουάιλντ έγινε μάρτυρας της εκτέλεσης του συγκρατούμενού του, ο οποίος είχε σκοτώσει τη γυναίκα του. Το γεγονός αυτό τον συγκλόνισε βαθιά και αποτέλεσε την κεντρική έμπνευση για τη "Μπαλάντα".

To κελί C.3.3 του Ουάιλντ
Προκειμένου το ποίημα να είναι άμεσο και συγκινητικό ο Ουάιλντ το αναπτύσσει σε ύφος λαϊκής μπαλάντας και το δημοσιεύει ανώνυμα με το ψευδώνυμο C.3.3, που αντιστοιχούσε στον αριθμό του κελιού του. Πρόκειται για ένα κατηγορητήριο κατά της βαρβαρότητας του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά και για μια βαθιά υπαρξιακή καταγραφή της ενοχής, του πόνου και της μετάνοιας.


Από αυτό το ποίημα εμπνεύστηκε και ο Jacques Ibert το συμφωνικό ποίημά του " La Ballade de la geôle de Reading", το οποίο κατέχει σημαντική θέση στο σύνολο του έργου του. Παρότι πρώιμο, είναι αυτό που καθιέρωσε τον Ibert στο μουσικό χώρο. Το έργο γράφτηκε το 1920, όταν ο συνθέτης βρισκόταν στη Ρώμη, στο πλαίσιο της υποτροφίας Prix de Rome.
Jacques Ibert 
Η έμπνευσή του αποτέλεσε αφετηρία για μια μουσική αφήγηση που εξερευνά το σκοτάδι της φυλακής, την ενοχή, τη μετάνοια και την αναζήτηση της ελευθερίας, στοιχεία που ο Ibert αποδίδει μέσα από τη δύναμη της ορχηστρικής του γραφής.

Η μουσική του γλώσσα (πιο σκοτεινή και εσωτερική σε σχέση με άλλες συνθέσεις του) μεταφέρει τον ακροατή σε μια ατμόσφαιρα ψυχικού εγκλεισμού και σταδιακής λύτρωσης. Μέσα από αντιθέσεις (σιωπή-κραυγή, σκοτάδι-φως), το έργο πραγματεύεται τη μεταμόρφωση της ανθρώπινης ψυχής υπό ακραίες συνθήκες.Ταυτόχρονα, αποτελεί υπόδειγμα διαλόγου μεταξύ μουσικής και λογοτεχνίας, αναδεικνύοντας πώς ένα ποίημα μπορεί να μετασχηματιστεί σε μουσική αφήγηση, όπου ο ήχος δεν εικονογραφεί απλά, αλλά διηγείται και συμμετέχει στο υπαρξιακό βάθος του κειμένου.


Τα τρία μέρη του συμφωνικού ποιήματος:

1. "Il n’avait plus sa tunique écarlate - Δεν φόραγε το κόκκινο παλτό του".
Το εισαγωγικό μέρος παρουσιάζει την κατάσταση της φυλακισμένης ψυχής και την απομόνωση. Η μουσική αναπαριστά μια παγωμένη, μελαγχολική ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία γεννιέται η ενοχή.

"Δεν φόραγε το κόκκινο παλτό του,
Γιατί κόκκινα είναι αίμα και κρασί
Αίμα και κρασί είχε στα χέρια
Όταν τον βρήκαν με τη νεκρή,
Τη δύστυχη νεκρή γυναίκα που αγαπούσε
Και είχε σκοτώσει στο κρεβάτι της"


2. "Cette nuit‑là, les corridors vides furent pleins de formes effrayantes - Εκείνη τη νύχτα οι άδειοι διάδρομοι".
Το μεσαίο μέρος αποδίδει τη σύγκρουση με τη συνείδηση, τον εσωτερικό τρόμο, τα οράματα και τους εφιάλτες που καταδιώκουν τον κρατούμενο. Η μουσική γίνεται πιο έντονη, σκοτεινή με στιγμές έκρηξης.

"Εκείνη τη νύχτα οι άδειοι διάδρομοι,
Ήταν γεμάτοι από μορφές του Φόβου
Και πάνω-κάτω, στη σιδερένια πόλη,
Γλιστρούσαν πόδια που δεν ακούγαμε
και μέσα απ’ τα κάγκελα που κρύβουν τ’ άστρα
Λευκά πρόσωπα έμοιαζε να μας κοιτούν"


3. "Le vent frais du matin commença à gémir - Ο πρωινός άνεμος άρχισε να βογκά".

Το φινάλε σηματοδοτεί την έξοδο από τη νύχτα προς την αυγή, την αμυδρή ελπίδα ή τη λύτρωση που πλησιάζει. Η μουσική αποκτά διαύγεια, γίνεται εντονότερη αφήνοντας περιθώριο για την "κάθαρση".

"Ο πρωινός άνεμος άρχισε να βογκά
Αλλά ακόμα η νύχτα συνέχιζε.
Μέσα στο γιγάντιο αργαλειό του, ο ιστός του σκότους
Ριγούσε, μέχρι οι κλωστές να υφανθούν.
Και, καθώς προσευχόμαστε, φοβόμαστε
Τη Δικαιοσύνη του Ήλιου"


Η ενορχήστρωση, με κυρίαρχη τη χρήση ξύλινων πνευστών, ιδιαίτερα του κόρ αγγλέ, καθώς και χαμηλά τρέμολα στα έγχορδα διαμορφώνει ένα ηχητικό τοπίο μοναξιάς, θλίψης και εσωτερικής έντασης. Η μουσική του Ιμπέρ λειτουργεί κινηματογραφικά. Αξιοποιεί αντιθέσεις δυναμικής για να διεισδύσει βαθιά στην ψυχολογία του κρατουμένου.

Το έργο προτείνει μια ευρύτερη ανάγνωση, όμοια με κείνη του Όσκαρ Ουάιλντ. Η φυλακή δεν είναι μόνο τόπος εγκλεισμού, αλλά μεταφορά της πνευματικής και υπαρξιακής παγίδευσης του ανθρώπου και ταυτόχρονα της δυνατότητας για υπέρβαση και λύτρωση.
Μέσα από τη σύνδεσή του με το ποίημα του Όσκαρ Ουάιλντ, ο συνθέτης αναδεικνύει έναν στοχασμό πάνω στην ενοχή, την ευθύνη και τη δύναμη της μετάνοιας.

Το έργο διασκευάστηκε αργότερα και σε μπαλέτο.


Jacques Ibert: "La Ballade de la Geôle de Reading":




Τα ποιητικά αποσπάσματα είναι από το βιβλίο "Oscar Wilde: Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ", μτφ. Ζωή Νικολοπούλου, Εκδόσεις Ηριδανός (
πηγή: exoria.granaziradio.com).

Κείμενα για τον Όσκαρ Ουάιλντ υπάρχουν και άλλα στο μπλογκ. Περιηγηθείτε...




Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Αγία Αικατερίνη: Όταν η Πίστη μετουσιώνεται σε Τέχνη...

 

Giuliano Bugiardini: "Il Martirio di Santa Caterina d’Alessandria", λεπτομέρεια


Χρόνια Πολλά σε όλες τις φίλες που γιορτάζουν σήμερα!
Το όνομα Αικατερίνη, που πιθανότατα προέρχεται από τη λέξη "εκάτερος", συνδέεται με την ευγένεια και την αγνότητα. Ίσως γι’ αυτό η Αγία Αικατερίνη θεωρείται προστάτιδα των παρθένων κοριτσιών. Παράλληλα, είναι και προστάτιδα των μηχανικών, αφού μαρτύρησε σε τροχό, αλλά και της μόρφωσης, καθώς υπήρξε σπουδαία διανοούμενη της εποχής της, μιλώντας άπταιστα Λατινικά και Ελληνικά. Με τις γνώσεις και τη ρητορική της κατάφερε να διαδώσει τον Χριστιανισμό και να εμπνεύσει πολλούς γύρω της.

Όταν οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να τη βασανίσουν με τον ακιδοφόρο τροχό, το όργανο έσπασε σε χίλια κομμάτια, γεγονός που έγινε σύμβολο της Αγίας, όπως και το σπαθί με το οποίο τελικά αποκεφαλίστηκε.

 Bugiardini: "Il Martirio di Santa Caterina", λεπτομέρεια

Τα σύμβολα αυτά αποτυπώνονται στη θρησκευτική σύνθεση του Giuliano Bugiardini, που φιλοτέχνησε το 1530 και σήμερα κοσμεί την Santa Maria Novella στη Φλωρεντία.

Το "Martirio di Santa Caterina d’Alessandria" 
απεικονίζει την Αγία Αικατερίνη, δεμένη ανάμεσα σε δύο τροχούς.Ωστόσο, το έργο καταγράφει το θαύμα: οι τροχοί έχουν σπάσει χωρίς να τραυματίσουν την Αγία, ενώ οι δήμιοι, θαμπωμένοι και έντρομοι από την παρουσία του Αγγέλου και το θεϊκό φως, δείχνουν φόβο και αδυναμία να συνεχίσουν το μαρτύριό της. Πίσω από τη σκηνή υπάρχει αρχιτεκτονικό υπόβαθρο με κιονοστοιχίες και μπαλκόνι, όπου παρακολουθούν θεατές, υποδηλώνοντας τη δημόσια διάσταση του γεγονότος. Στο πάνω μέρος του πίνακα, το ουράνιο φως ή η αγγελική μορφή υπογραμμίζει τη θεϊκή παρέμβαση, τονίζοντας την πνευματική διάσταση και την υπέρβαση του μαρτυρίου.Τα χρώματα και ο φωτισμός δημιουργούν δραματικότητα, ενώ οι σκιές προσδίδουν βάθος και ένταση. Η Αγία εμφανίζεται υπερήφανη αλλά ταπεινή, χωρίς πανικό, ενώ οι βασανιστές και οι θεατές συμβάλλουν στην αφήγηση του γεγονότος.

 Bugiardini: "Il Martirio di Santa Caterina", λεπτομέρεια

Οι τροχοί συμβολίζουν το μαρτύριο, το φως τη θεϊκή παρουσία και οι θεατές την εξουσία και την κοινωνική διάσταση. Το ύφος του Bugiardini, επηρεασμένο από τον Michelangelo, συνδυάζει ισορροπημένες φυσικές μορφές με δραματική αφήγηση, έντονη προοπτική και δύναμη στις φιγούρες.

Συνολικά, το έργο δεν προβάλλει την Αγία ως θύμα, αλλά ως ηρωική μορφή που υπερβαίνει τον ανθρώπινο πόνο, αναδεικνύοντας το πνευματικό μήνυμα της πίστης, της θυσίας και της ανάστασης, μέσα από το θαύμα που τη σώζει και εκφοβίζει τους διώκτες της.


Στη ΜΟΥΣΙΚΗ:


Έναν αιώνα αργότερα από τον ζωγράφο ο Marco Marazzoli, σημαντικός συνθέτης του πρώιμου μπαρόκ στη Ρώμη εμπνέεται από την Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας το ομώνυμο ορατόριό του: "Il Martirio di Santa Caterina".  Το έργο κατατάσσεται στα "martyr drama", δηλαδή δραματουργία που επικεντρώνεται στο μαρτύριο και την ακλόνητη πίστη της Αγίας, ιδιαίτερα στην άρνησή της να αποκηρύξει τον Χριστιανισμό και να ασπαστεί τον παγανισμό.

Bugiardini: "Il Martirio di Santa Caterina"
Η μουσική τονίζει την πνευματική δύναμη, τον πόνο, τον θάνατο, αλλά και την εσωτερική μεγαλοσύνη της Αγίας, παρουσιάζοντάς την ως μορφή αξιοθαύμαστη, ταλαιπωρημένη αλλά σταθερή στην πίστη της. Το λιμπρέτο, πιθανώς γραμμένο από τον Lelio Orsini, χρησιμοποιεί θεατρικές και λυρικές εικόνες, με αντιπαραθέσεις χαρακτήρων όπως ο Βασιλιάς Μαξιμιανός (σύμβολο εξουσίας), ένας αφηγητής/φιλόσοφος και μια βασίλισσα, προσδίδοντας δραματικότητα στην αφήγηση.

Το ορατόριο χωρίζεται σε δύο μέρη, με εισαγωγή που συνδυάζει σόλο φωνές, έγχορδα και basso continuo.
Η εισαγωγή λειτουργεί ως μουσική και θεατρική "σύνοψη". Θέτει τον τόνο του μαρτυρίου, εισάγει τα βασικά θέματα της πνευματικής πάλης και της πίστης, και προετοιμάζει τον ακροατή για την ψυχολογική ένταση που θα ακολουθήσει. Περιέχει μελαγχολικά, δραματικά μέρη που εκφράζουν τον πόνο και την εσωτερική πάλη της Αγίας- ενώ η χρήση του lirone, ενός πολύχορδου οργάνου σαν άρπα, προσδίδει ιδιαίτερη εκφραστικότητα.


Marco Marazzoli: "Il Martirio di Santa Caterina / Sinfonia"

Η δομή του έργου ενσωματώνει αλληγορίες: οι Αρετές όπως η Πίστη και η Ελπίδα εμφανίζονται ως χαρακτήρες, ενισχύοντας σε θεατρικότητα. 

Η μουσική του Marazzoli δείχνει πώς το πρώιμο ιταλικό μπαρόκ συνδυάζει τη δραματικότητα της όπερας με τη θρησκευτική διάσταση του ορατορίου. Περίφημη είναι η άρια της Αγίας "Mio Re, mio dolce sposo", όπου εκφράζει μια στιγμή εσωτερικής, τρυφερής εξομολόγησης, αναφερόμενη στον Χριστό ως "σύζυγο" της ψυχής της. Η αναφορά στον "γλυκό σύζυγο" είναι πνευματική, υπογραμμίζοντας την ουράνια ένωση και τη βαθιά πίστη της Αικατερίνης, ενισχύοντας το θέμα της θυσίας και της αγιοσύνης.

Marco Marazzoli: "Il Martirio di Santa Caterina / Mio Re, mio dolce sposo":


Η Αγία παρουσιάζεται ως ψυχή που ανυψώνεται αναζητώντας τον ουρανό και καθοδηγούμενη από την πίστη και το ουράνιο φως.
Στον επίλογο, το τελικό χορωδιακό "Vieni o forte, su vieni" αποτελεί έκκληση προς κάποια θεϊκή δύναμη συνδέοντας την ένταση του μαρτυρίου με την πνευματική ολοκλήρωση της Αγίας.

Συνολικά, το ορατόριο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της λυρικής και θρησκευτικής μουσικής του ύστερου μπαρόκ, με έμφαση στην εκφραστική αυθεντικότητα, την πνευματική ένταση και την έντονη δραματικότητα, ενώ ταυτόχρονα ενσωματώνει αλληγορίες και ηθικά-πνευματικά μηνύματα που αναδεικνύουν την υπεροχή της πίστης και της θυσίας.

Marco Marazzoli: "Il Martirio di Santa Caterina / Vieni o forte, su vieni":


Παλαιότερο κείμενο για την Αγία Αικατερίνη μπορείτε να διαβάσετε εδώ.




Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Ανρί ντε Τουλούζ-Λοτρέκ: Ο νάνος - γίγαντας της αφίσας ...


Toulouse Lautrec: "Moulin Rouge - La Goulue"



Γεννημένος σαν σήμερα, 24 Νοεμβρίου 1864, στο Αλμπί της νότιας Γαλλίας, ο Ανρί ντε Τουλούζ-Λοτρέκ έμελλε να χαράξει το όνομά του στο πάνθεον της τέχνης ως ένας από τους πιο τολμηρούς μετα-ιμπρεσιονιστές δημιουργούς και ο αδιαμφισβήτητος "πατέρας της αφίσας".
Το εύθραυστο σώμα του -σημάδι τόσο ενός σοβαρού ατυχήματος με άλογα όσο και της κληρονομικής επιβάρυνσης από την αιμομικτική ένωση των γονιών του, που ήταν πρωτοξάδελφοι- τον καταδίκασε σε νάνο και μόνιμη αναπηρία. Κι όμως, αυτός ο σωματικός περιορισμός λειτούργησε σαν πύλη προς έναν εσωτερικό κόσμο εκτυφλωτικού χρώματος και καλλιτεχνικής ελευθερίας.
Σπάνια ζωγράφιζε τον εαυτό του κι όταν το έκανε, ήταν με μια πικρή ειρωνεία, σαν καρικατούρα που αποτύπωνε την απόσταση ανάμεσα στο σώμα και στο πνεύμα του. Διότι το πνεύμα του Λοτρέκ ήταν αδάμαστο, αεικίνητο, παθιασμένο.

Η πραγματική του πατρίδα δεν ήταν το Αλμπί, αλλά η νυχτερινή καρδιά του Παρισιού. Εκεί, στα καμπαρέ της Μονμάρτης, στο εκρηκτικό Μουλέν Ρουζ και στα παρασκήνια της Όπερας, βρήκε τον κόσμο που θα τον υιοθετήσει...μουσικούς, χορευτές, ακροβάτες, γυναίκες του περιθωρίου και ερμηνευτές της εποχής που ζούσαν στο μεταίχμιο ανάμεσα στην τέχνη και την επιβίωση. Αυτοί έγιναν η "δεξαμενή" της έμπνευσής του, η βιωματική του παλέτα.

Ξεχωριστή θέση στο έργο του κατέχει η Louise Weber, η περίφημη "La Goulue", η "λαίμαργη" βασίλισσα της Μονμάρτης. Μια πλύστρα από την επαρχία που μεταμορφώθηκε σε θρύλο χορεύοντας καν-καν με ακόρεστη δίψα για ζωή. Τα διάφανα κοστούμια της, τα τολμηρά ντεκολτέ, τα δαντελωτά μεσοφόρια και η χαρακτηριστική μαύρη κορδέλα στον λαιμό της δεν ήταν απλές ενδυματολογικές επιλογές. Ήταν δήλωση ύπαρξης. Με το σπινθηροβόλο βλέμμα της και τις φλογερές πόζες μαγνήτισε τον Λοτρέκ, που την ακολούθησε στα παρασκήνια και την απέδωσε με ακρίβεια και τρυφερότητα παρατηρητή.

Οι ελαιογραφίες και οι διασημότερες αφίσες του, επηρεασμένες από τα μυστηριακά ιαπωνικά ουκίγιο-ε, έδωσαν νέα διάσταση στη σχέση τέχνης και δρόμου. Εικόνες που διαφήμιζαν το θέαμα, αλλά συγχρόνως αφηγούνταν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Με αυτές, ο Λοτρέκ μεταμόρφωσε το Παρίσι σε σκηνή και τους ανθρώπους της νύχτας σε ήρωες.
Κι έτσι, ο μικρόσωμος καλλιτέχνης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους αφηγητές της ανθρώπινης επιθυμίας, της αλήθειας της απόλαυσης και της μελαγχολίας που κρύβεται πίσω από το φως των προβολέων. Ένας νάνος στο σώμα, αλλά γίγαντας στην τέχνη.




Η εμβληματική λιθογραφία του 1891, "Moulin Rouge: La Goulue" είναι από τις πρώτες και σημαντικότερες αφίσες του Ανρί ντε Τουλούζ-Λοτρέκ. Ξεδιπλώνεται μπροστά μας σαν θεατρική αυλαία που μόλις άνοιξε, φανερώνοντας τον παλμό της Μονμάρτης και τη νέα, λαμπερή αίθουσα του καμπαρέ. Με περίπου 3.000 αντίτυπα να κυκλοφορούν στους δρόμους του Παρισιού, η αφίσα αυτή έγινε οπτικό κάλεσμα σε μια νύχτα αχόρταγης χαράς.

Στο προσκήνιο δεσπόζει η Goulue, η βασίλισσα του κανκάν, με τη φιγούρα της ν’ απογειώνεται μέσα από το φωτεινό, περιστρεφόμενο κύμα της φούστας της. Ο Λοτρέκ αποκαλύπτει, μεταφέρει την αδιόρατη ένταση της στιγμής όπου το χέρι υψώνεται, το πόδι στριφογυρίζει και η ενέργεια διαχέεται σαν ηλεκτρισμός στον αέρα. Δίπλα της, ο παρτενέρ της Valentin le Désossé, σκελετώδης και κομψός, προβάλλει ως λεπτή σκιά που σχηματίζει αρμονικό αντίβαρο στη δίνη της χορεύτριας.
Στο βάθος, το κοινό αποδίδεται σε μια σειρά από σκοτεινές, επίπεδες, άυλες σιλουέτες, σαν χάρτινες φιγούρες θεάτρου σκιών. Αυτή η επιλογή αποτελεί αισθητική δήλωση του καλλιτέχνη. Με τόλμη, το βλέμμα του μετατρέπει το πλήθος σε μοτίβο, σε διάκοσμο που αναδεικνύει τον πραγματικό πρωταγωνιστή, το ίδιο το θέαμα. Τα χρώματα -ώχρα, μαύρο, κόκκινο και το χαρακτηριστικό βαθύ πορτοκαλί- λειτουργούν με ακρίβεια και καθαρότητα, ενώ το επίπεδο, γραφιστικό ύφος φανερώνει την επίδραση των ιαπωνικών ουκίγιο-ε.

Κριτικά, η αφίσα αποτελεί επανάσταση. Δεν επιδιώκει ρεαλισμό, αλλά αίσθηση. Δεν διαφημίζει την παράσταση μόνο, αλλά συλλαμβάνει την αποθέωση της παρισινής νύχτας. Το έργο αυτό καθιέρωσε τον Λοτρέκ ως ζωγράφο της χαράς, του θεάματος, της στιγμής που γλιστρά αλλά μένει ανεξίτηλη στην ψυχή του θεατή.

Και είναι αυτή ακριβώς η αισθητική της έντασης, του ρυθμού και της στιγμιαίας λάμψης που ενέπνευσε τη μουσική δημιουργία…
Έτσι, εμπνέεται ο σύγχρονος-κλασικός συνθέτης Aldo Forte στο έργο του "Impressionist Prints", όπου συναντώνται κορυφαίοι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι σε δύο "Galleries". Γραμμένο για σύνολο πνευστών, το έργο αποτελείται από έξι μέρη -τρία σε κάθε "πινακοθήκη"-  με κάθε τμήμα να τιμά έναν ζωγράφο, μεταφράζοντας σε μουσική τις αισθητικές ποιότητες, τις υφές και τους παλμούς που η τέχνη τους γέννησε.


Η σύνθεση "Moulin Rouge" ολοκληρώνει την Gallery ΙΙ και μοιάζει να μεταφράζει σε ήχο όλη τη ζωντάνια, τη θεατρικότητα και τον παλμό της περίφημης αφίσας του Τουλούζ-Λοτρέκ.
Από τις πρώτες κιόλας νότες, η μουσική αρπάζει τον ακροατή με ένα γοργό, στροβιλιστικό ρυθμικό μοτίβο που θυμίζει τον ασταμάτητο βηματισμό των χορευτών του κανκάν. Τα ξύλινα πνευστά διατυπώνουν κοφτές, παιχνιδιάρικες φράσεις, ενώ τα χάλκινα παρεμβαίνουν με λαμπρές εκρήξεις, σαν επιφωνήματα του κοινού που παρακολουθεί με ενθουσιασμό τη σκηνή. Οι συνεχείς αρμονικές εναλλαγές αποκαλύπτουν τη διπλή φύση του καμπαρέ: τη λάμψη του θεάματος και την ανεπαίσθητη μελαγχολία που κρύβεται πίσω από τα φώτα. Τα φλάουτα σκορπούν σπίθες φωτός, τα κλαρινέτα δίνουν ζεστασιά, ενώ τα χάλκινα προσθέτουν τον επιβλητικό στόμφο μιας νύχτας στη Μονμάρτη.
Καθώς εξελίσσεται, η μουσική δημιουργεί την αίσθηση πως ο ακροατής μπαίνει κυριολεκτικά μέσα στην αφίσα. Σποραδικά, ακούγεται το μοτίβο από το περίφημο "Γκαλόπ της Κόλασης" σε ρυθμό καν-καν, από την οπερέτα του Ζακ Όφενμπαχ "Ο Ορφέας στον Άδη", άκουσμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τον χορό και τη Μονμάρτη. Ο ρυθμός συνεπαίρνει, κάνοντάς σε να νιώθεις το πάτωμα να πάλλεται από τα χτυπήματα των παπουτσιών και την ένταση της στιγμής. Είναι μια ηχητική αναβίωση της αισθητικής του Λοτρέκ, της ενέργειας που απλώνεται στο πλήθος, της έκστασης που ξεπηδά από τη σκηνή, της ομορφιάς και της εφήμερης λάμψης που χαρακτηρίζουν τη νυχτερινή ζωή της Μονμάρτης.

Στο κλείσιμο της σύνθεσης, η μουσική δεν σβήνει απότομα, αποσύρεται σταδιακά, σαν να αδειάζει αργά η αίθουσα του καμπαρέ. Η ένταση χαμηλώνει, οι ρυθμικές εξάρσεις κοπάζουν, και μια πιο ήπια, νοσταλγική χροιά παραμένει, σαν ανάμνηση που επιμένει να φωτίζει το σκοτάδι. Είναι τέλος που θυμίζει την τελευταία ματιά προς τη σκηνή πριν κλείσουν τα φώτα...ένα απαλό ίχνος μαγείας που συνεχίζει να αντηχεί μέσα σου ακόμη κι όταν η τελευταία νότα έχει σιωπήσει...

Aldo Forte: "Impressionist Prints, "Moulin Rouge: La Goulue":


Παλαιότερο κείμενο για τον Ανρί Τουλούζ Λοτρέκ μπορείτε να διαβάσετε εδώ.







Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Manuel de Falla: Στα "Μαύρα Μάτια" της Ανδαλουσίας...




Σήμερα, καθώς θυμόμαστε τη γέννηση ενός από τους σημαντικότερους Ισπανούς συνθέτες του 20ού αιώνα, του Manuel de Falla, που ήρθε στον κόσμο στις 23 Νοεμβρίου 1876 στο Κάντιθ, είναι εύκολο να στοχαστεί κανείς πάνω στο ταξίδι ενός ανθρώπου που αφιέρωσε τη ζωή του στην αποτύπωση της ψυχής της Ισπανίας μέσα από τη μουσική.
Από νεαρή ηλικία, ο Ντε Φάγια ασχολήθηκε με το πιάνο και τη σύνθεση, σπούδασε στη Μαδρίτη και άφησε τη μουσική του να εμπλουτιστεί από τον ιμπρεσιονισμό, το φλαμένκο και τις παραδοσιακές μελωδίες της Ανδαλουσίας, δημιουργώντας μια γλώσσα που θα γινόταν μοναδική και αναγνωρίσιμη. Τα χρόνια που πέρασε στο Παρίσι, ανάμεσα στους Debussy, Ravel και Dukas, σφυρηλάτησαν ακόμη περισσότερο το μουσικό του ύφος, γεμίζοντάς το με λεπτή ορχηστρική δεξιοτεχνία, λαϊκά χρώματα και ρυθμική ένταση, στοιχεία που αναδεικνύονται στα μεγάλα του έργα όπως το "El amor brujo - Ο Μάγος Έρωτας" και το "El sombrero de tres picos - Το Τρίκωχο Καπέλο".
Παρά τις αναταράξεις της εποχής, από τον Ισπανικό Εμφύλιο έως τη μετοίκηση του στην Αργεντινή, η μουσική του παραμένει ένας φάρος που φέρνει την ισπανική παράδοση στο διεθνές προσκήνιο.

Στην πρώιμη περίοδο της πορείας του, ο Ντε Φάγια στράφηκε στη σύνθεση μικρών φωνητικών έργων, μελοποιώντας ποιήματα που αντλούσαν από τη λαϊκή μουσική της Ανδαλουσίας και την ισπανική παράδοση. Ήδη γύρω στο 1900, ο συνθέτης φανέρωσε την ιδιαίτερη ευαισθησία του στην ένωση μουσικής και λόγου, αναζητώντας να αποδώσει με νότες την εικόνα και τα συναισθήματα που αναδύονταν από τον ποιητικό λόγο. Μέσα από την επιλογή παραδοσιακών και σύγχρονων ποιημάτων, πειραματίστηκε με τη φωνητική γραμμή, τον ρυθμό και τις χρωματικές αποχρώσεις της αρμονίας, δημιουργώντας μια γέφυρα ανάμεσα στην πλούσια λαϊκή αισθητική και τις σύγχρονες ευρωπαϊκές επιρροές.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της πρώιμης περιόδου είναι το τραγούδι "Tus ojillos negros - Τα μαύρα μάτια σου", σε ποίηση του Cristóbal de Castro, που συνέθεσε το 1902 βασισμένο σε παραδοσιακή ανδαλουσιανή μελωδία.
Το ποίημα μιλάει για τα μαύρα, παιχνιδιάρικα μάτια που γοητεύουν και παραπλανούν ταυτόχρονα:

"Δεν ξέρω τι έχουν τα μαύρα σου μάτια
και με προβληματίζουν, με συγκινούν όταν τα βλέπω,
Είναι παιχνιδιάρικα και τόσο εκφραστικά,
Το κοφτερό τους βλέμμα φτάνει βαθιά μέσα μου.

Κάποιοι ορκίζονται ότι τα έφτιαξε ο Θεός
για να δείξει τι θα πει καλοσύνη,
να δηλώσει τη δόξα Του και πώς είναι ο Παράδεισος...
Αλλά, από την άλλη, είναι και τόσο πλάνα!

Λέγοντας τόσα, που αργότερα αθετούν
Κάποιοι ορκίζονται ότι τα έφτιαξε ο Θεός
για να δηλώσει πως είναι το μαρτύριο
να δείξει τι θα πει θλίψη και πώς είναι η Κόλαση.

Και μέσα στα μάτια σου, όπως μέσα στους ουρανούς,
Υπάρχουν νύχτες σκοτεινές, και ήσυχες μέρες.
Μέσα στο βλέμμα τους βρίσκεις το αιώνιο ζευγάρωμα
της άγριας ηδονής και της νηφάλιας περιφρόνησης..."

Ο ποιητής περιγράφει τα μάτια αυτά σαν ένα μέσο που περιλαμβάνει παράδεισο και κόλαση, ικανό να προκαλέσει βαθιά χαρά και πόνο ταυτόχρονα. Η διπλή τους φύση, παιχνιδιάρικη αλλά και επικίνδυνη, γίνεται το κεντρικό μοτίβο του τραγουδιού. Ο Ντε Φάγια αντιμετωπίζει το ποίημα με απόλυτη τρυφερότητα και σεβασμό στη ροή της γλώσσας. Η φωνητική γραμμή λυρική και εκφραστική, ενώ η συνοδεία, πιανιστική ή κιθαριστική, είναι ευρηματική και με ισπανικό χρώμα, αναδεικνύοντας τα μικρά διακριτικά σκαμπανεβάσματα της μελωδίας που ανταποκρίνονται στην αντίθεση μεταξύ παιχνιδιού και σοβαρότητας που περιγράφει το ποίημα.
Το αποτέλεσμα είναι ένα μικρό αλλά πολύ υποσχόμενο έργο, που ήδη στην πρώιμη αυτή φάση δείχνει την ικανότητα του συνθέτη να συνδυάζει τη λαϊκή μουσική παράδοση με την προσωπική του εκφραστική ταυτότητα. Το τραγούδι σαγηνεύει το αυτί, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει το βάθος της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα από την απλότητα μιας τρυφερής μελοποίησης.

Ακούγοντας το τραγούδι, στοχαζόμαστε πόσο ο ήχος, η μελωδία και η τρυφερότητα που πηγάζει από τη μουσική του Ντε Φάγια συνεχίζουν να αγγίζουν την ψυχή μας, θυμίζοντάς μας την αιώνια ομορφιά που γεννιέται όταν η μουσική συναντά τον λόγο και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Κάθε νότα του φαίνεται να φέρει μαζί της τη ζωντάνια των ανδαλουσιανών δρόμων, τη σιωπή των νυχτερινών ουρανών και την ένταση της καρδιάς που αγαπά και υποφέρει. Αισθανόμαστε ότι η μουσική του δεν είναι μόνο ένα ιστορικό ή πολιτισμικό απόθεμα, αλλά μια ζωντανή παρουσία, μια ανάμνηση και μια υπόσχεση ότι η τέχνη μπορεί πάντα να μας συνδέσει με το βαθύτερο νόημα της ζωής και την αδιάκοπη μαγεία των αισθήσεων...

Manuel de Falla: "Tus ojillos negros - Τα μαύρα μάτια σου":



Παλαιότερα κείμενα για τον Ντε Φάγια μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ.