Σκέφτομαι πως μετά την υγεία, τίποτα δεν είναι τόσο απαραίτητο στη ζωή μας όσο η αγάπη. Είναι εκείνη που χρωματίζει τον καμβά της ψυχής μας, που δίνει νόημα και βάθος στην ύπαρξή μας. Κι όμως, η αγάπη δεν είναι μόνο συναίσθημα, είναι ενέργεια. Είναι δύναμη που ρέει, που μεταμορφώνει, που ζωογονεί. Μπορούμε άραγε να ζήσουμε χωρίς αυτήν; Η απουσία της δεν μας κάνει φτωχότερους εσωτερικά, πιο σκληρούς, πιο μίζερους; Αντίθετα, η παρουσία της φέρνει ομορφιά, χαρά και έναν πλούτο που δεν μετριέται με υλικά μέτρα.
Με αφορμή τη σημερινή μέρα, και παρέα με αυτές τις σκέψεις, θέλω να μοιραστώ έναν παλιό θρύλο:
Λένε πως κάποτε, στην αρχή του κόσμου, τα ανθρώπινα συναισθήματα συναντήθηκαν για να αποφασίσουν ποιο είναι το πιο σημαντικό. Η Χαρά, η Λύπη, ο Φόβος, η Σοφία, η Περηφάνια, όλα διεκδικούσαν την πρωτιά. Η Αγάπη στεκόταν σιωπηλή. Ξαφνικά, μια μεγάλη καταστροφή απείλησε να τα εξαφανίσει όλα και κάθε συναίσθημα έσπευσε να σωθεί μόνο του. Μόνο η Αγάπη έμεινε πίσω για να βοηθήσει τους άλλους. Όταν τελικά σώθηκε και η ίδια, ήταν πληγωμένη και κουρασμένη, αλλά εξέπεμπε άπλετο φως. Τότε κατάλαβαν όλοι πως χωρίς την Αγάπη κανένα συναίσθημα δεν μπορεί να υπάρξει αληθινά. Ίσως γι’ αυτό η αγάπη δεν φωνάζει, ενεργεί. Δεν ζητά, προσφέρει. Και όσο υπάρχει Αγάπη, ο κόσμος -όσο δύσκολος κι αν είναι- παραμένει ανθρώπινος...
Θα σας καλημερίσω με μια σύνθεση που συμπυκνώνει ιδανικά τον θρύλο της Αγάπης ως σιωπηλή δύναμη, θυσία και εσωτερική ενέργεια, με μελωδία και στίχο που αποδίδει την αγάπη ως υπέρβαση και αυτοθυσία. Πρόκειται για την άρια "Liebe, die du mich zum Bilde - Αγάπη, συ που με έπλασες" του Γιόχαν Κριστόφ Μπαχ, θείου του σπουδαίου κάντορα.
Στους στίχους η Αγάπη κατονομάζεται ρητά. Είναι η δύναμη που δημιουργεί, που υπομένει, που θυσιάζεται χωρίς ανταλλάγματα, με τη μουσική να λειτουργεί ως ηχητική ενσάρκωση της Αγάπης, μιας αγάπης που υπερβαίνει το συναίσθημα και γίνεται πράξη, προσφορά και σιωπηλή παρουσία...Στη μουσική της άριας, η αγάπη μεταφράζεται σε πνευματικότητα, τάξη και βαθύ ανθρωπισμό. Δεν είναι συναίσθημα στιγμής, αλλά στάση ζωής.
Αγάπη, συ που με έπλασες
κατ’ εικόνα της θεότητός Σου
Αγάπη, συ που με πραότητα
με ανέστησες μετά την πτώση μου.
Αγάπη, σε Σένα παραδίδομαι,
δικός Σου να μένω στους αιώνες.
[...]
Αγάπη, συ που είσαι δύναμη και ζωή,
φως και αλήθεια, πνεύμα και λόγος
Αγάπη, συ που προσφέρεσαι ολοκληρωτικά
για τη σωτηρία μου και καταφύγιο της ψυχής μου.
Αγάπη, σε Σένα παραδίδομαι,
δικός Σου να μένω εις τους αιώνες.
Η επαναλαμβανόμενη φράση "Αγάπη, σε Σένα παραδίδομαι" υπογραμμίζει την απόλυτη αφοσίωση και την εμπιστοσύνη στον χαρακτήρα της Αγάπης ως αιώνιας και μεταμορφωτικής δύναμης, που συνδέει τον άνθρωπο με το θείο και με τους γύρω του. Μουσικολογικά, η αίσθηση αυτή ενισχύεται από την προσευχητική μελωδία της άριας, όπου η φωνή του βαρύτονου κινείται με λυρικές γραμμές, αιωρούμενη πάνω από το όργανο. Η επαναληπτική δομή της μελωδίας, σε συνδυασμό με τις διακριτικές αρμονικές ανατροπές, δημιουργεί έναν χώρο στοχασμού, ενισχύοντας την ένταση της αφοσίωσης και της πνευματικής συγκίνησης. Το συνοδευτικό όργανο λειτουργεί ως συνεχές ψαλμικό υπόβαθρο, υπενθυμίζοντας διαρκώς την σταθερή παρουσία και τη στοργική, προστατευτική φύση της Αγάπης. Η μουσική και ο λόγος συνεργάζονται έτσι ώστε η Αγάπη να βιώνεται εννοιολογικά αλλά και ηχητικά, ως δύναμη που ενώνει, προστατεύει και μεταμορφώνει.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Άντον Μπρούκνερ υπήρξε ένας βαθιά ευσεβής και εσωστρεφής άνθρωπος, του οποίου η καθημερινότητα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θρησκευτική πίστη. Διατηρούσε ημερολόγιο στο οποίο κατέγραφε τις καθημερινές του αφιερώσεις, ενώ συνήθιζε να προσεύχεται πριν από κάθε δημόσια εμφάνιση ή εκτέλεση έργου του. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, φαίνεται πως είχε βιώσει έντονες μυστικιστικές εμπειρίες και θρησκευτικά οράματα, τα οποία ενίσχυαν την πνευματική του ευαισθησία. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει ειπωθεί πως «δεν υπάρχει συνθέτης του 19ου αιώνα με τόσο βαθιά ριζωμένη σχέση με μια βιωμένη και αυθεντική ευσέβεια, για τον οποίο η προσευχή, η εξομολόγηση, το μυστήριο και η αίσθηση του ιερού να αποτελούν τόσο ζωτικά στοιχεία της ύπαρξής του». Η ακλόνητη πίστη του στο πνευματικό ταξίδι της ψυχής προς τη μετά θάνατον ζωή μετατράπηκε σε μια εσωτερική διεργασία που διαμόρφωσε καθοριστικά τη συνθετική του σκέψη. Μέσα από τη μουσική του, ο Μπρούκνερ διοχέτευε βαθιά πνευματικά και υπαρξιακά μηνύματα, ανυψώνοντας τον ήχο σε ένα πεδίο καθαρής κατάνυξης, όπου η συμφωνία μεταμορφώνεται σε απερίσπαστη, μεγαλοπρεπή προσευχή. Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του μεγάλου μαέστρου Βίλχελμ Φουρτβαίνγκλερ, ο οποίος συνόψισε με εντυπωσιακή ακρίβεια τον πυρήνα της καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας του Μπρούκνερ, δηλώνοντας:
«Ο Μπρούκνερ δεν εργάστηκε για το παρόν. Στην τέχνη του σκεφτόταν μόνο την αιωνιότητα, και γι’ αυτήν ακριβώς δημιούργησε». Η φράση αυτή αποτυπώνει εύγλωττα τον τρόπο με τον οποίο ο συνθέτης δεν αντιλαμβανόταν τη μουσική ως προϊόν της στιγμής ή ως μέσο κοσμικής αναγνώρισης, αλλά ως πράξη πίστης και προσφοράς προς το αιώνιο.
Ο Μπρούκνερ συγκαταλέγεται ανάμεσα σε κείνες τις σπάνιες μουσικές ιδιοφυΐες που η μοίρα προόρισε να εκφράσουν το υπερβατικό και να καταστήσουν προσιτό στον άνθρωπο το στοιχείο του θείου. Η βαθιά και ακλόνητη πίστη του, άλλωστε, του χάρισε δικαίως το προσωνύμιο «ο συνθέτης του Θεού».
Μπορεί ο Άντον Μπρούκνερ να είναι περισσότερο γνωστός για τα συμφωνικά του έργα, όμως αξιοσημείωτο είναι και το χορωδιακό του έργο. Ανάμεσα στις συνθέσεις του για χορωδία υπάρχουν 60 έργα θρησκευτικής μουσικής, ρέκβιεμ, καντάτες, ψαλμοί, το περίφημο Te Deum κλπ.
Σήμερα προτείνω να ακούσουμε μια καντάτα του Μπρούκνερ, την οποία συνέθεσε το 1855 και προόριζε να εκτελεστεί στις 13 Δεκεμβρίου, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Ιοδόκου.
Άγιος Ιοδόκος(16ος αι.)
Φέρει τον τίτλο «Festgesang, WAB 15 – Εορταστικό τραγούδι», και είναι περισσότερο γνωστή ως Καντάτα Jodok (Ιοδόκου), καθώς γράφτηκε για την ονομαστική γιορτή του Jodok Stülz, του κοσμήτορα του Αβαείου του St. Florian.
Η σύνθεση αυτή αποτελεί τον αποχαιρετισμό του Μπρούκνερ προς τον μέντορά του, φίλο και πνευματικό καθοδηγητή που σεβόταν και θαύμαζε, αφού σε λίγες εβδομάδες θα εγκατέλειπε την πόλη για να μεταβεί στο Λιντς, όπου είχε διοριστεί οργανίστας στον καθεδρικό ναό.
Η σύνθεση ανήκει στα πρώιμα έργα του Μπρούκνερ και το αγνώστου συγγραφέα λιμπρέτο υμνεί φυσικά τον Άγιο Ιοδόκο. Ο Ιοδόκος ήταν γιος του βασιλιά της Βρετάνης και έζησε γύρω στο 600 μ.Χ. Απαρνήθηκε τα πλούτη και την περιουσία του για να ταξιδέψει στη Ρώμη, όπου χειροτονήθηκε ιερέας και αφιερώθηκε στη διδασκαλία του Χριστού. Λίγο αργότερα αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και ασκήτεψε, ζώντας ερημίτης μακριά από τα εγκόσμια. Μέχρι τον θάνατό του συμβούλευε και δίδασκε την αγάπη του Θεού σε όσους ζητούσαν τη βοήθειά του. Ο Ιοδόκος ήταν φορτωμένος με άπειρες θεϊκές ευλογίες, σοφός, συμπονετικός, γενναιόδωρος και με ισχυρές πνευματικές και ηθικές αξίες. Γι’ αυτό και του δόθηκε το όνομα «Ιοδόκος», που σημαίνει«δώρο του Θεού».
Η καντάτα του Μπρούκνερ συνετέθη για μικτή χορωδία και τρεις σολίστες (τενόρο, μπάσο και υψίφωνο), συνοδευόμενους από πιάνο.
Από τις αδίκως παραμελημένες συνθέσεις του, η συγκεκριμένη καντάτα αποτελείται από έξι μέρη. Με τα δύο ρετσιτατίβι, τις άριες και τα χορωδιακά της τμήματα χαρακτηρίζεται «αρχαϊκή», καθώς παραπέμπει σε μπαρόκ πρότυπα, όπου το μπάσο κοντίνουο συνόδευε τον σολίστα. Τα χορωδιακά μέρη φέρουν αντιστικτικές φόρμες με μιμητικές φράσεις, θυμίζοντας τη γραφή του Χάυντν.
Τα μέρη παίρνουν τον τίτλο τους από το θρησκευτικό κείμενο:
Ρετσιτατίβο: "Ο Άγιος Ιοδόκος καταγόταν από οικογένεια ευγενών"
Άρια Βαθύφωνου: "Αποσυρμένος στην ερημιά έζησες την Άγια σου ζωή εκεί"
Χορωδία: "Είσαι ο Πατέρας του ποιμνίου σου κι η σωτηρία του είναι όλη σου η χαρά"
Άρια σοπράνο: "Θρέφεις τις παιδικές καρδιές και τις κατευθύνεις στο Θεό"
Άρια τενόρου: "Προικισμένος είσαι με γνώση ακαδημαϊκή"
Χορωδία: "Είναι ο Θεός στο δρόμο σου, Αυτός θα σε παρηγορεί, αν φοβηθείς!"
Γεννημένος στις 12 Δεκεμβρίου 1863 στο Loten της Νορβηγίας ο Edvard Munch υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του συμβολισμού και πρωτοπόρος του εξπρεσιονισμού, διερευνώντας διαρκώς τα πιο βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα, μοναξιά, φόβο, αγωνία και αποξένωση, μέσα από την τέχνη του. Η δουλειά του συνδυάζει έντονη ψυχολογική ένταση με μια λεπτή αίσθηση χρώματος και φωτός, δημιουργώντας εικόνες που αιχμαλωτίζουν την ψυχή του θεατή και προκαλούν βαθιά συναισθηματική εμπλοκή.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της προσέγγισης είναι ο πίνακας "Evening on Karl Johan Street", που φιλοτέχνησε το 1892, όπου ο Μουνκ αποτυπώνει μια νυχτερινή σκηνή με πλήθος από μαυροντυμένες φιγούρες με κατάλευκα πρόσωπα να περπατούν στον κεντρικό δρόμο του Όσλο. Το έργο αναδεικνύει την αποξένωση των ανθρώπων μέσα στο πλήθος και την εσωτερική μοναξιά που νιώθει κανείς ακόμα και όταν βρίσκεται ανάμεσα σε άλλους. Οι φιγούρες των αστών περιπατητών φαίνονται αδιάφορες, με άδεια, αδίστακτα βλέμματα που πέφτουν πάνω στον θεατή, δημιουργώντας έντονη αίσθηση απειλής και ψυχολογικής ανησυχίας.
Αρκετοί υποστηρίζουν πως η ατμόσφαιρα της νύχτας εμπνέεται από προσωπική εμπειρία του καλλιτέχνη, όταν περίμενε μια ερωμένη να τον συναντήσει: "Με χαιρέτησε με ένα απαλό χαμόγελο και συνέχισε να περπατάει… Όλα έγιναν τόσο άδεια και ένιωθα τόσο μόνος… Οι άνθρωποι που περνούσαν φαινόντουσαν τόσο παράξενοι και αμήχανοι και ένιωθα σα να με κοιτούσαν επίμονα, όλα αυτά τα πρόσωπα χλωμά στο βραδινό φως".
Ε.Munch, αυτοπροσωπογραφία ίδιας εποχής με τον πίνακα "Evening on Karl Johan Street"
Ο Έντβαρντ Mουνκ χρησιμοποιεί στον πίνακα τεχνικές εμπνευσμένες από τις "περικοπές" του Ντεγκά και τη φωτογραφία, υπαινισσόμενος ψυχολογική ένταση, απειλή και μοναξιά. Σε σύγκριση με την "Κραυγή", το έργο είναι περισσότερο συμβολιστικό παρά εξπρεσιονιστικό: η ακατέργαστη δύναμη της Κραυγής κρύβεται κάτω από τη μεγάλη ομορφιά του γαλάζιου νυχτερινού ουρανού και των λαμπερών φώτων, μια "βελούδινη" επιφάνεια που συγκαλύπτει τον τρόμο και την αγωνία του πλήθους. Η μοναδική φιγούρα που κινείται κόντρα στο ρεύμα και περπατάει στη μέση του δρόμου αντικατοπτρίζει τον ίδιο τον Mουνκ ως μποέμ και ριζοσπαστικό καλλιτέχνη, που συχνά κυνηγιόταν από τον ασφυκτικό τοπικισμό της πόλης, σε αντίθεση με τον ευρύτερο κόσμο του Βερολίνου, του Παρισιού και άλλων πολιτιστικών κέντρων, που ο ίδιος λαχταρούσε.
Πάντως, ακόμα κι αν ο Mουνκ εμπνέεται από τις προσωπικές του εμπειρίες, η τέχνη του δείχνει ότι αυτά τα συναισθήματα δεν περιορίζουν το γενικότερο μήνυμα του πίνακα: την αγωνία και τον φόβο που μπορεί να νιώσει ο καθένας απέναντι στο αδιάφορο και αβοήθητο πλήθος.
H Moυσική Έμπνευση:
Ο Bruce Wolosoff, στην πιανιστική του σύνθεση "Night Paintings", "μεταφράζει" σε ήχο πίνακες που αναφέρονται στη νύχτα. Ο Wolosoff επέλεξε τέσσερα έργα από διαφορετικούς ζωγράφους που τον ενέπνευσαν, David Salle, Vincent van Gogh, Margaret Garrett και Edvard Munch. Σύμφωνα με τον ίδιο, κάθε πίνακας "μιλούσε" με διαφορετικό τρόπο: η νυχτερινή ατμόσφαιρα, οι σκιές και τα συναισθήματα που προκαλούσαν ενεργοποίησαν διαφορετικές μουσικές αντιδράσεις του.
Ο πολυβραβευμένος αμερικανός συνθέτης Wolosoff έχει δηλώσει ότι συχνά βλέπει ζωγραφιές και ακούει μουσική στο μυαλό του. Δεν πρόκειται ακριβώς για συναισθησία, αλλά για μια πολύ προσωπική αντιληπτική διαδικασία, όπου οι εικόνες ξυπνούν μουσικές ιδέες και συναισθήματα. Ο Wolosoff είναι συνθέτης με βαθιές ρίζες στην κλασική μουσική, αλλά και εμπειρίες από τζαζ, ροκ και μπλουζ. Αυτό σημαίνει ότι το "Night Paintings" ενσωματώνει μια λιτή αλλά πλούσια μουσική γλώσσα, που μπορεί να εναλλάσσει ρομαντισμό, ατμόσφαιρα, μελαγχολία και εκφραστική ελευθερία. Η χρήση του πιάνου δίνει στον δημιουργό τη δυνατότητα να χειριστεί τη σιωπή, κάτι που θεωρεί βασικό εργαλείο για να "αναπνέει" η σύνθεση και να αφήνει χώρο να εκφραστούν τα συναισθήματα.
Καθώς ο Mουνκ απεικονίζει μια νυχτερινή σκηνή στη λεωφόρο του Όσλο με έντονα συναισθήματα μοναξιάς, αποξένωσης και ψυχικής έντασης, ο Wolosoff μεταφέρει αυτή την ατμόσφαιρα με μια μινιμαλιστική προσέγγιση, χρησιμοποιώντας επαναλαμβανόμενα μοτίβα που δημιουργούν αίσθηση ατέρμονης περιπλάνησης και υποβόσκουσας ανησυχίας. Ο ρυθμός είναι έντονα βηματικός, όπως τα βήματα των ανθρώπων στον δρόμο του εικαστικού έργου. Οι μικρές ρυθμικές μετατοπίσεις προσδίδουν αίσθηση κίνησης και ζωτικότητας. Οι αρμονίες είναι σκοτεινές, με χρωματισμούς που περιλαμβάνουν υποτονικά διαστήματα και διακριτικές δυσαρμονίες, ενισχύοντας την ψυχολογική ένταση χωρίς υπερβολική δραματικότητα. Η μοναξιά και η ένταση που αποτυπώνει ο Mουνκ περνούν στο πιάνο μέσω βαρύτονων φράσεων και αντιθετικών μουσικών μοτίβων. Οι εναλλαγές δυναμικής και οι παύσεις δημιουργούν την αίσθηση ότι η μουσική "περπατά" μαζί με τους περιπατητές του πίνακα, ενώ μια διακριτική μελαγχολία υπογραμμίζει την ψυχολογική ένταση της σκηνής.
Bruce Wolosoff: "Night Paintings, II: Evening on Karl Johan Street (after a painting by Edvard Munch)":
Σχέδιο του Charles Martin για τη σύνθεση του Ερίκ Σατί: "Le Tango"
Το τάνγκο δεν είναι απλώς χορός. Είναι μια γλώσσα σιωπηλής έντασης, ένας ψίθυρος αισθησιασμού που ξεχειλίζει από κάθε βήμα. Δεν μοιάζει με τους χαρούμενους και εξωστρεφείς χορούς· ζητάει λεπτές κινήσεις, τέχνη, αμοιβαία εμπιστοσύνη, ώστε τα σώματα των χορευτών να μπλέκονται σε ένα μαγικό, αδιόρατο αραβούργημα. Κάθε βήμα, κάθε στροφή, κάθε αγκαλιά είναι και μια μικρή εξομολόγηση, ένας διάλογος πάθους και έκφρασης που υπερβαίνει τα λόγια.
Σήμερα, 11 Δεκεμβρίου, γιορτάζουμε τη Διεθνή Ημέρα Τάνγκο, που τιμά την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά του χορού και τη διαρκή επιρροή του σε όλο τον κόσμο. Η ημερομηνία σηματοδοτεί τα γενέθλια δύο κορυφαίων προσωπικοτήτων του είδους: του Κάρλος Γκαρντέλ, του οποίου η αδιαμφισβήτητη φωνή καθόρισε την τραγουδιστική μορφή του τάνγκο, και του Χούλιο ντε Κάρο, πρωτοπόρου βιολονίστα και διευθυντή ορχήστρας που διαμόρφωσε το οργανικό στυλ του χορού. Μαζί, οι συνεισφορές τους αντιπροσωπεύουν την εκφραστική καρδιά του τάνγκο, την ποίησή του, τη δεξιοτεχνία και τη βαθιά συναισθηματική του απήχηση.
"Τango", Eglė Colucci
Για όσους αγαπούν τον αργεντίνικο χορό, το τάνγκο είναι η επιτομή του αισθησιασμού· φλόγα άσβεστη, πάθος που χτυπάει σαν καρδιά μέσα στη σιωπή της νύχτας. Είναι η αύρα της ιταλικής καντσονέτας, η ερωτική μαγεία της ισπανικής θαρθουέλας, η γοητεία της χαμπανέρας, το πολυρρυθμικό candombe της Αφρικής και οι λαϊκές μελωδίες των γκάουτσος· ένα κράμα που ξεσηκώνει, φλογίζει και αναστατώνει την ψυχή.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ο παθιασμένος αυτός χορός ξεκίνησε να χορεύεται από άνδρες μόνο, λόγω του συντηρητισμού που απαγόρευε στις γυναίκες να βρεθούν στην αγκαλιά τους. Μέσα από αυτήν την ιστορία γεννήθηκε, όπως έλεγε ο Αστόρ Πιατσόλα, ο πιο αποκαλυπτικός χορός που δημιούργησαν οι άνθρωποι για να εκφράσουν την ουσία του ερωτικού πάθους.
Το τάνγκο έφτασε στη Γαλλία στις αρχές του 20ού αιώνα, περίπου γύρω στο 1910, κυρίως μέσω Παριζιάνων που ταξίδευαν στην Αργεντινή και μέσω αργεντίνικων ορχηστρών που έπαιζαν σε καφέ και νυχτερινά κέντρα. Στην αρχή θεωρήθηκε προκλητικό και καινοφανές, καθώς οι στενές αγκαλιές και οι αισθησιακές κινήσεις του ξένιζαν το συντηρητικό κοινό. Ωστόσο, σύντομα κέρδισε την καρδιά των Παριζιάνων, που το προσέγγισαν με θαυμασμό για τη δραματική ένταση και τη γοητευτική του εκφραστικότητα. Το τάνγκο στη Γαλλία έγινε σύμβολο κοσμοπολιτισμού, πάθους και μοντέρνας κουλτούρας, επηρεάζοντας τη μουσική, τον χορό και την αισθητική της εποχής, και ενέπνευσε πολλούς Γάλλους συνθέτες.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Έρικ Σατί, ο οποίος το 1914 ενσωμάτωσε μια μινιατούρα με θέμα το τάνγκο στις πιανιστικές σκηνές του Sports et Divertissements, έναν κύκλο μικρών μουσικών εικόνων γεμάτων χιούμορ, ειρωνεία και παιχνιδιάρικες παρατηρήσεις. Το σύνολο αποτελείται από ένα εισαγωγικό χορικό και είκοσι μουσικές βινιέτες, που απεικονίζουν διάφορες αθλητικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Μουσικά, το έργο αντιπροσωπεύει την κορύφωση των χιουμοριστικών σουιτών για πιάνο του Σατί.
Κάθε παρτιτούρα συνοδεύεται από ένα ποίημα ή πεζό, ώστε να μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με το μουσικό μέρος. Για τη μινιατούρα 17 με τον τίτλο: "Le tango perpétuel-Tο αέναο Τάνγκο", ο Σατί έδωσε την ένδειξη Modéré & très ennuyé, δηλαδή μέτρια και με μεγάλη πλήξη, αποτυπώνοντας τη σατιρική ματιά του στη μανία του τάνγκο που σάρωσε τη Δυτική Ευρώπη πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το ενδιαφέρον ιστορικό πλαίσιο ενισχύει τη χιουμοριστική διάσταση. Ηταν αρχές του 1914, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Παρισίων κατήγγειλε τον χορό ως ανήθικο και τον απαγόρευσε στους Καθολικούς. Στο κείμενό του, ο Σατί φαίνεται να συμφωνεί με την απόφαση, αποκαλώντας το τάνγκο "Χορό του Διαβόλου", αλλά αμέσως προσθέτει μια παιχνιδιάρικη, σατιρική ματιά στη ζωή του Σατανά:
"Le tango est la danse du Diable.
C’est celle qu’il préfère.
Il la danse pour se refroidir.
Sa femme, ses filles & ses domestiques
se refroidissent ainsi."
ή σε ελεύθερη μετάφραση:
"Το τάνγκο είναι ο χορός του Διαβόλου.
Αυτός που προτιμά περισσότερο.
Το χορεύει για να δροσιστεί,
και μαζί του δροσίζονται η γυναίκα του,
οι κόρες του και οι υπηρέτες του."
Αυτή η φράση, παιχνιδιάρικη, ειρωνική και σουρεαλιστική, αποκαλύπτει την ιδιαίτερη ματιά του Σατί, που αγαπούσε να συνδυάζει μουσική, χιούμορ και λογοπαίγνια. Μουσικά, η σύνθεση "Le Tango" βασίζεται σε ισπανικής χροιάς μελωδία που περιπλανιέται άσκοπα σε διάφορα πλήκτρα πάνω σε έναν επίμονο ρυθμό τάνγκο, αλλά από μια αιρετική, ιδιοσυγκρασιακή σκοπιά. Τελευταία χιουμοριστική νύξη αποτελούν τα σημάδια επανάληψης στην αρχή και στο τέλος της παρτιτούρας(διπλανή εικόνα), που υποδεικνύουν ότι το κομμάτι πρέπει να παιχτεί επ’ άπειρον, δημιουργώντας την αίσθηση μιας "κολασμένης" αιωνιότητας μουσικής μονοτονίας. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο Σατί αξιοποιεί μια ιδέα που είχε δοκιμάσει νωρίτερα στο έργο του Vexations όπου πρότεινε 840 επαναλήψεις ενός σύντομου μουσικού μοτίβου. Στο Le Tango, όμως, η ίδια ιδέα οδηγείται σε ένα πιο σύντομο αλλά εξίσου υπερβολικό και σουρεαλιστικό αποτέλεσμα. Η μινιατούρα γίνεται μια παιχνιδιάρικη, επαναλαμβανόμενη "αέναη" μουσική εικόνα, που σατιρίζει τόσο το χορό όσο και την εμμονή της εποχής με το τάνγκο.
Ας απολαύσουμε αυτή τη μινιατούρα κι ας προσπαθήσουμε να αφουγκραστούμε το πνεύμα του Ερίκ Σατί, ο οποίος δεν προσπάθησε να μιμηθεί το αυθεντικό αργεντίνικο τάνγκο. Το προσέγγισε μέσα από το δικό του σουρεαλιστικό, ευφυές πρίσμα. Το αποτέλεσμα είναι μια μουσική που παίζει με το ρυθμό και την ιστορία του χορού, και τα σχόλια που τον συνοδεύουν προσθέτουν μια δόση καφκικής ειρωνείας και αντισυμβατικών εικόνων, θυμίζοντας ότι το τάνγκο μπορεί να είναι ταυτόχρονα αισθησιακό, ποιητικό και παιχνιδιάρικο...
Erik Satie: "Sports et Divertissements, 17:Le tango perpétuel":
Κείμενα για το τάνγκο υπάρχουν και άλλα στο μπλογκ. Περιηγηθείτε!
Η 11η Δεκεμβρίου έχει καθιερωθεί ως "Διεθνής Ημέρα Βουνού", μια ημέρα αφιερωμένη στην ανάδειξη του ζωτικού ρόλου που παίζουν τα βουνά στη ζωή των ανθρώπων ως πηγές νερού, πολιτισμού, μνήμης και πνευματικότητας, αλλά και ως τόποι που διαμορφώνουν ταυτότητες και τρόπους ζωής. Τα βουνά αποτελούν για πολλούς λαούς κάτι περισσότερο από γεωγραφικούς σχηματισμούς. Γίνονται σύμβολα σταθερότητας, αντοχής και συλλογικής ιστορίας.
Ιβάν Αϊβαζόφσκι: "Caucasus Mountains"
Τα βουνά της Γεωργίας αποτελούν εδώ και αιώνες τον πυρήνα της ταυτότητας της χώρας. Ο Καύκασος δεν είναι μόνο φυσικό όριο, αλλά και ζωντανό σύμβολο ιστορίας, αντοχής και μνήμης. Στις πλαγιές του γεννήθηκαν οι αρχαίοι γεωργιανοί μύθοι, από τις αφηγήσεις για τους ηρωικούς κύκλους των ορεινών φυλών έως τις παραδόσεις που συνδέουν κάθε κορυφή με μια ιστορική μορφή ή ένα θαυματουργό γεγονός. Τα βουνά λειτουργούν ως προστατευτικά τείχη, ως τόποι καταφυγής, αλλά και ως χώροι όπου η ανθρώπινη ζωή αποκτά τελετουργικό χαρακτήρα. Η μουσική, η ποίηση και η προφορική παράδοση της Γεωργίας αντλούν διαρκώς απ' αυτά. Οι πολυφωνικές μελωδίες μιμούνται τις φωνές που αντηχούν στις χαράδρες, οι ρυθμοί θυμίζουν τις διαδρομές των ορεινών περασμάτων και οι ιστορικές μπαλάντες συχνά παρουσιάζουν τους ήρωες να δοκιμάζονται στη σιωπή και στη μεγαλοπρέπεια των κορυφών. Σ' αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο, το βουνό δεν είναι ένα απλό φυσικό τοπίο, είναι φορέας μύθου, συμβόλου, αντοχής και εθνικής μνήμης.
Ο συνθέτης, Otar Taktakishvili
Μέσα σε αυτήν την παράδοση μεγάλωσε και ο Otar Taktakishvili, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της σοβιετικής Γεωργίας. Το πολιτιστικό περιβάλλον της εποχής του ήταν εμποτισμένο από τη βαθιά σχέση των Γεωργιανών με το βουνό και τη φύση ως αισθητικό στοιχείο αλλά και ως θεμέλιο της συλλογικής τους ταυτότητας. Για έναν καλλιτέχνη που εκπαιδεύτηκε και δημιουργούσε εντός αυτού του κόσμου, η φύση και ιδίως το ορεινό τοπίο δεν ήταν εξωτερική έμπνευση αλλά εγγενές πολιτισμικό υλικό. Οι σύγχρονοί του αναφέρουν συχνά ότι ο Taktakishvili αγαπούσε βαθιά τα τοπία της πατρίδας του και τα άφηνε να διαπλάσουν τον ήχο του με έναν τρόπο που δεν είναι απλώς περιγραφικός, αλλά πηγάζει από τη δομή, τις μελωδικές γραμμές και τις ηχοχρωματικές επιλογές του. Έτσι, η μουσική του φέρει τη σιωπηλή αλλά πανίσχυρη παρουσία των γεωργιανών βουνών. Λειτουργεί ως θεμελιώδης αρχή που καθορίζει τον χαρακτήρα, το ύφος και το βάθος της δημιουργίας του. Η φύση, για τον Taktakishvili, δεν αποτελεί αντικείμενο μίμησης, αλλά τρόπο σκέψης.
Από τα επιβλητικά Γεωργιανά βουνά είναι εμπνευσμένο το 2ο Κονσέρτο του για πιάνο, που φέρει τον υπότιτλο: "Mountain Tunes". Συνετέθη το 1973 κι αποτελεί ένα από τα πιο ιδιότυπα έργα του συνθέτη, καθώς η έμπνευση πηγάζει από την αυστηρή παρουσία του Καυκάσιου ορεινού τοπίου.
Ιβάν Αϊβαζόφσκι: "Caucasus Mountains"
Με λιτή, αυστηρή ως προς το ηχόχρωμα αισθητική, ήδη από την εισαγωγή, το έργο δηλώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του με ένα ασυνήθιστο και ατμοσφαιρικό σόλο μπάσου κλαρινέτου, που προετοιμάζει το έδαφος για μια μουσική γλώσσα υπόγειας έντασης και μυστηρίου. Τα βασικά μουσικά θέματα του κοντσέρτου είναι εξαιρετικά πρωτότυπα, ενσωματώνοντας διακριτικά το εθνικό χρώμα της Γεωργίας χωρίς να καταφεύγουν σε γραφικές ή επιφανειακές αναφορές. Αντίθετα, ο Taktakishvili μετατρέπει τα παραδοσιακά μελωδικά χαρακτηριστικά σε υλικό που αναπτύσσεται με πλήρως συμφωνικό τρόπο. Οι λαϊκές ορεινές μελωδίες αποκτούν μια τραχιά υφή, ενώ η σταδιακά αυξανόμενη έντασή τους δημιουργεί την αίσθηση μιας χιονοστιβάδας που κατεβαίνει το βουνό συγκρατημένα αλλά αδυσώπητα. Σε αντίθεση με το πρώτο κοντσέρτο, που χαρακτηριζόταν από πλούσια ηχοχρωματική ποικιλία, το "Mountain Tunes" κινείται σε μια πιο μονοχρωματική παλέτα, όπου κυριαρχούν οι αντιθέσεις λευκού και γκρι, θυμίζοντας την ομίχλη, το χιόνι και τους πέτρινους όγκους των Καυκασιανών βουνών. Η ανάπτυξη βασίζεται κυρίως στη δυναμική ένταση και λιγότερο στην αρμονική ποικιλία, με κορυφώσεις που χτίζονται αργά, σταθερά και επιβλητικά. Και οι δύο κινήσεις έχουν παρόμοια δομή, δημιουργώντας μια ενότητα που αναδεικνύει την αγριότητα, τη μεγαλοσύνη, την αγέρωχη παρουσία και την επιβλητική ομορφιά του ορεινού τοπίου. Στο έργο αυτό, ο Taktakishvili δεν στοχεύει σε ρομαντική εξιδανίκευση της φύσης, αλλά στην πιστή αποτύπωση της πραγματικής της δύναμης, της αυστηρής, εντυπωσιακής και άγριας ομορφιάς των Γεωργιανών βουνών.
[Το κείμενο πλαισιώνεται με εικαστικά έργα του σοβιετικού ζωγράφου Ιβάν Αϊβαζόφσκι, τα οποία φιλοτέχνησε μετά το ταξίδι του στα βουνά του Καυκάσου.].
Oικογενειακή φωτογραφία με την Άλμα ως παιδί στ' αριστερά δίπλα στον Καρλο Μολ και δεξιά οι γονείς της (πηγή: mahlerfoundation.org)
Η Άλμα Σίντλερ-Μάλερ υπήρξε φινετσάτη, καλλιτεχνική φύση. Ο πατέρας της, Emil Jakob Schindler, ήταν φημισμένος τοπιογράφος και συχνά του κρατούσε συντροφιά στο στούντιό του. Τον θαύμαζε απεριόριστα, σχεδόν τον είχε ειδωλοποιήσει, ενώ εκείνος προώθησε το ενδιαφέρον της για τη λογοτεχνία και το ταλέντο της για τη μουσική...
Ο Σίντλερ ως ζωγράφος έλαβε εντολή από τον διάδοχο του θρόνου της Αυστρίας, Ροδόλφο να απεικονίσει το παράκτιο τοπίο στη Δαλματία ως την Ελλάδα, ένα ταξίδι πολλών μηνών στο οποίο τον συνόδευσε η οικογένειά του. Ετσι, η μικρή Άλμα βρέθηκε να απολαμβάνει τις ομορφιές της Κέρκυρας. Ενώ η οικογένεια διέμενε στο ελληνικό νησί, η Άλμα εξασκείτο στη μουσική παίζοντας στο πιάνο που ο πατέρας είχε φροντίσει να φέρει στο σπίτι. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της Άλμα, στην Κέρκυρα το εννιάχρονο κορίτσι έκανε τις πρώτες της απόπειρες στη σύνθεση.
Μαθητής και βοηθός του πατέρα της Άλμα ήταν ο Καρλ Μολ, με τον οποίο η μητέρα της σύναψε σχέση και παντρεύτηκε μετά το θάνατο του συζύγου της. Η Άλμα τότε ήταν 13 ετών.
To 1897 o Kαρλ Μολ εξελέγη αντιπρόεδρος του Κινήματος της Απόσχισης στη Βιέννη, με πρόεδρο τον Γκούσταβ Κλιμτ και συχνά μαζί με άλλα μέλη του κινήματος συγκεντρώνονταν σε "βραδινά τέχνης" στο σπίτι του Μολ. Η Άλμα ήταν τότε μια δεκαεφτάχρονη καλλονή κι απολάμβανε για πρώτη φορά την προσοχή διάσημων ανδρών.
Σε αυτές τις συγκεντρώσεις τράβηξε την προσοχή του Kλιμτ.Όμως και η Άλμα δεν έμεινε ασυγκίνητη. Την έλκυε η φήμη του σπουδαίου, πρωτοποριακού δημιουργού, αυτός ο υπέρλαμπρος αστέρας του καλλιτεχνικού στερεώματος, γνωστού καρδιοκατακτητή... Στο ημερολόγιό της καταγράφει:
"Ο Γκούσταβ Κλιμτ μπήκε στη ζωή μου ως η πρώτη μου μεγάλη αγάπη, αλλά ήμουν ένα αθώο παιδί, απόλυτα απορροφημένο από τη μουσική μου και μακριά από τη ζωή στον πραγματικό κόσμο. Όσο περισσότερο υπέφερα απ’ αυτή την αγάπη, τόσο περισσότερο βυθιζόμουν στη μουσική μου και έτσι η δυστυχία μου έγινε πηγή της μεγαλύτερής μου ευτυχίας."
Ο Κλιμτ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από την πανέμορφη δεσποσύνη. Την ακολούθησε σε ένα ταξίδι της οικογένειας στην Ιταλία . Εκεί οι δυο τους συναντήθηκαν κρυφά και η Άλμα ήταν πρόθυμη να του ορκιστεί αιώνια πίστη και αφοσίωση. Σε αυτό το ταξίδι ο Κλιμτ έδωσε το πρώτο φιλί στην Άλμα, το πρώτο ερωτικό φιλί της κοπέλας, κάτι που όταν ανακάλυψε ο Καρλ Μολ τον εξόργισε τόσο που οδήγησε σε βαθειά ρήξη ανάμεσα στους δυο ζωγράφους και συνεργάτες. Ο Μολ ανάγκασε τον Κλιμτ να απομακρυνθεί από την Άλμα και να μην έχει πια καμμία επαφή μαζί της.
Το σκίτσο είναι του Γκούσταβ Κλιμτ και περίπου της ίδιας εποχής με κείνη που η Άλμα συνέθεσε το παραπάνω ληντ. Απεικονίζει δύο γυναικεία γυμνά και σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο Guggenheim στη Νέα Υόρκη.
“Μαζί σου είμαι καλά
Τα δειλά ρολόγια
Χτυπούν όπως παλιά
Έλα κι εκμυστηρρεύσου μου την αγάπη σου,
όχι όμως δυνατά, μα σιωπηλά.
Κάπου μια πόρτα ανοίγει
σε αγρούς με μπουμπουκιασμένα άνθη
Το σούρουπο αγγίζει τα τζάμια του παραθύρου
Ας μείνουμε σιωπηλοί,
Έτσι, κανείς δεν θα ξέρει για μας!”
(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)
Η Άλμα μελοποίησε το ποίημα του Ρίλκε λίγο μετά την απομακρυνσή της από τον Κλιμτ...H μελωδία με λεπτές αποχρώσεις ηχεί σαν γλυκιά ανάμνηση της νιότης...
Η Aλμα Μάλερ συνέθεσε αρκετά λήντερ, ορχηστρικά κομμάτια και ένα ανολοκλήρωτο μέρος όπερας. Από τα έργα της σώζονται 17 λήντερ, ανάμεσά τους και κείνο σε ποίηση Ρίλκε που αναδύει θολές εικόνες από την πρώτη της αγάπη... Η Άλμα προσεγγίζει το θέμα του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος με αμόλυντο, αγνό τρόπο, αντίθετα με τις αρμονίες που χρησιμοποιεί που είναι αρκετά τολμηρές χωρίς ωστόσο να καλύπτεται η ευαισθησία της δημιουργού. Μια σύντομη σύνθεση για πιάνο και φωνή, δείγμα της ύστερης ρομαντικής περιόδου.
Ακούμε το ληντ στην εκδοχή του για φωνή και ορχήστρα. Την Royal Concertgebouw Orchestra διευθύνει ο Riccardo Chailly.
Alma Schindler -Mahler: “Bei dir ist es traut”:
Η ζωή της Άλμα Σίντλερ-Μάλερ και η σχέσης της με επιφανείς άνδρες της εποχής της είναι γνωστά. Έζησε στο έπακρο, γοητεύοντας πλήθος ανδρών. Συχνά υπερηφανευόταν, όπως διαβάζουμε στα απομνημονεύματά της: "...με τους άνδρες υπήρξα απρόσιτη και περήφανη. Δεν τους έλεγα παρά ελάχιστες ψυχρές λέξεις στον καθένα...Εκείνοι συνωστίζονταν γύρω μου σαν τα κουνούπια γύρω από τη λάμπα κι εγώ αισθανόμουν βασίλισσα..."
Σκέψεις που απέχουν από κείνες του 17χρονου κοριτσιού στη Βιέννη, άβγαλτου και συνεσταλμένου έτοιμου να παραδοθεί στα δίχτυα του πρώτου έρωτα με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της, Κλιμτ. Η απειρία της -τότε- στα ερωτικά θέματα ήταν εμφανής. Είχε -αδιαμφισβήτητα- κολακευτεί από την προσέγγιση του ερωτύλου ζωγράφου, όμως οι άμυνές της ήταν γερές. Εκτός από κείνο το παθιασμένο φιλί στην Ιταλία, η Άλμα δεν ενέδωσε. Αντέκρουε τις ερωτικές του πιέσεις μ' έναν στίχο από τον "Φάουστ" του Γκαίτε με φανερό τον υπαινιγμό: "Μην κάνεις χάρες χωρίς δαχτυλίδι στο δάχτυλό σου"...
[Η Άλμα Μάλερ πέθανε στις 11 Δεκεμβρίου 1964 στη Νέα Υόρκη. Λίγους μήνες πριν είχε υποστεί σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο από το οποίο δεν ανάρρωσε ποτέ πλήρως και τελικά πέθανε από επιπλοκές που σχετίζονταν με αυτό].
Στις 9 Δεκεμβρίου 1882, στη Σεβίλλη, μια πόλη λουσμένη στο φως, με πλατείες και σοκάκια γεμάτα αρώματα, χρώματα και ζωντάνια, όπου οι ταυρομαχίες αποτελούσαν αναπόσπαστη τοπική παράδοση, καθρεφτίζοντας το πνεύμα και την ψυχή της Ανδαλουσίας, γεννήθηκε ένας σπουδαίος συνθέτης. Σ' αυτό το περιβάλλον, που σφυρηλατούσε το θάρρος αλλά και μια βαθιά λαϊκή ευαισθησία, ο νεαρός Χοακίν Τουρίνα αποκάλυψε από πολύ νωρίς το εξαιρετικό του χάρισμα στο πιάνο και παρουσίασε τις πρώτες του συνθέσεις, ήδη εμποτισμένες από τη μουσική ατμόσφαιρα της γενέτειράς του.
Η πορεία του τον οδήγησε στη Μαδρίτη και στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου μαθητεύοντας δίπλα στον Vincent d’Indy διαμόρφωσε τη δική του μοναδική μουσική γλώσσα, ένα κράμα ισπανικής λαϊκής παράδοσης και γαλλικού ιμπρεσιονισμού, πλούσιο σε χρώματα, ευαισθησία και ποιητική έκφραση. Η συνάντησή του με τον Aλμπένιθ και η βαθιά νοσταλγία για την πατρίδα τον ώθησαν να εξερευνήσει ακόμη πιο βαθιά τις ρίζες της ανδαλουσιανής μουσικής. Επιστρέφοντας στη Μαδρίτη το 1914, ανέπτυξε μια πολυδιάστατη καριέρα ως συνθέτης, πιανίστας, μαέστρος και μουσικοκριτικός, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην προώθηση της μουσικής παιδείας και στον πλουτισμό του ισπανικού πολιτισμού.
Στο αξιοσημείωτο συνθετικό του έργο, η "Oración del Torero - Προσευχή του Ταυρομάχου", γραμμένη το 1925, κατέχει ξεχωριστή θέση.
Ο Τουρίνα εμπνέεται από την ατμόσφαιρα της αρένας, τον παλμό της γιορτής, την αγωνία της αναμέτρησης, τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη ζωή και τη μοίρα. Παρά την ένταση των συναισθημάτων, η μουσική αποτυπώνει αυτές τις στιγμές με διακριτικότητα, μέσα από λεπτές, εναλλασσόμενες διαβαθμίσεις συναισθήματος. Στον πυρήνα του έργου βρίσκεται μια ήρεμη, εσωστρεφής μελωδία, η προσευχή του ταυρομάχου, γεμάτη καρτερικότητα και ταπεινότητα, που αναδύεται απαλά, για να διακοπεί από ήχους που θυμίζουν γεγονότα στην αρένα, στιγμιαίες εκρήξεις φόβου, θριαμβικές ιαχές, ανάσες προσμονής.
"H προσευχή του ταυρομάχου", Teodoro Delgado mutualart
Το έργο γράφτηκε αρχικά για κουαρτέτο από laúdes της Ανδαλουσίας. Σύντομα ο Tουρίνα το επεξεργάστηκε για κουαρτέτο εγχόρδων και στη συνέχεια δημιούργησε διάφορες εκδοχές, με πιο διαδεδομένη εκείνη από ορχήστρα εγχόρδων.
Ο ίδιος ο συνθέτης περιγράφει την έμπνευση πίσω από το έργο του:
"Η ατμόσφαιρα ενός απογεύματος ταυρομαχιών με συνεπήρε...το φως που έπεφτε πάνω στην πλατεία, η μουσική των pasodobles, οι κραυγές του πλήθους. Πολλές φορές είχα νιώσει την ανάγκη να μεταφράσω σε μουσική όλη αυτήν την πολυφωνία της γιορτής. Με συγκινούσε το μυστήριο του ανδαλουσιανού θρησκευτικού συναισθήματος. Εκείνη τη μέρα, στην παλιά, γοητευτική αρένα της Μαδρίτης, ενώ βρισκόμουν στην αυλή με τα άλογα, είδα καθαρά το έργο μου να παίρνει μορφή. Πίσω από μια μικρή πόρτα υπήρχε το παρεκκλήσι, όπου οι ταυρομάχοι προσεύχονταν για λίγα λεπτά πριν αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο και τον θάνατο. Εκεί αποκαλύφθηκε σε όλη του την πληρότητα το παιχνίδι αντίθεσης που ήθελα να αποδώσω μουσικά, από τον παλμό και τη φασαρία της πλατείας, ως τη σιωπηλή προσευχή αυτών που ζητούσαν προστασία για τη ζωή τους, την ψυχή τους, για την ελπίδα και το φόβο τους..."
Η σύνθεση αναπτύσσεται σε τέσσερα διακριτά μέρη, χαρίζοντας στον ακροατή μια πλούσια παλέτα εξαίσιων ηχοχρωμάτων. Ο Τουρίνα μεταβάλλει κατά τόπους το μέτρο από δυαδικό σε τριαδικό και αντίστροφα, δημιουργώντας μια αίσθηση συνεχούς ρευστότητας και εσωτερικής κίνησης. Η σύντομη εισαγωγή σε 6/8 θέτει από την αρχή το δραματικό πλαίσιο του έργου, σαν μια αμυδρή απεικόνιση όσων θα ακολουθήσουν. Απ' αυτή την ατμόσφαιρα αναδύεται το πασοντόμπλε, ένα allegro moderato σε ρυθμό 2/4, το οποίο σταδιακά υποχωρεί μέσα σ’ ένα λυρικό Andante βαθιάς συγκίνησης.
Η μουσική στη συνέχεια ταράζεται από μια ορμητική, δυναμική κορύφωση που θυμίζει την ένταση και τον κίνδυνο της αρένας, ένα αιφνίδιο ξέσπασμα, σαν να αναπαριστά τη δραματική στιγμή της αντιπαράθεσης. Ακολουθεί ένα ακόμη λυρικό επεισόδιο εξαιρετικής εκφραστικότητας όπου η σύνθεση φτάνει στην εσωτερική της κορύφωση. Το πασοντόμπλε επιστρέφει στο τέλος, αυτή τη φορά ελαφρά μεταμορφωμένο, σαν ανάμνηση που ξεθωριάζει. Έτσι το έργο κλείνει μέσα σε μια ατμόσφαιρα στοχασμού και γλυκιάς νοσταλγίας, αφήνοντας την εντύπωση μιας προσευχής που εισακούστηκε.
Οι κριτικές έως σήμερα υπογραμμίζουν τη μοναδικότητα της "Προσευχής του Ταυρομάχου", που παραμένει ένα από τα πιο τρυφερά και ποιητικά έργα του Χοακίν Τουρίνα. Πολλοί υποστηρίζουν πως στο σύντομο αυτό αριστούργημα συνυπάρχουν η ζωντάνια και ο παλμός της ανδαλουσιανής αρένας με την ανθρώπινη ευαισθησία και τη βαθιά πνευματικότητα, μια μουσική παλέτα όπου ταπεινότητα, φόβος και ελπίδα μπλέκονται σε μια συγκινητική ενότητα. Οι κριτικοί τονίζουν πως η φρενίτιδα και ο ενθουσιασμός του πλήθους, που τόσο συχνά αποθέωνε το είδωλο των ταυρομαχιών, μεταμορφώνονται εδώ σε μια γνήσια στιγμή ευσεβούς περισυλλογής: ο ταυρομάχος αποσύρεται για λίγα λεπτά στο λιτό παρεκκλήσι, συγκεντρώνει ξανά την ψυχή του και ψιθυρίζει τις πιο ειλικρινείς προσευχές του, ζητώντας προστασία για το επικίνδυνο μονοπάτι που πρόκειται να βαδίσει.
Joaquin Turina: "Oración del Torero - Προσευχή του Ταυρομάχου":
Παλαιότερο κείμενο για τον Χοακίν Τουρίνα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Σήμερα στρέφουμε το βλέμμα στην Αγία Άννα, μια μορφή που ευλογεί τις γενιές, εμπνέει την πίστη και στηρίζει τις οικογένειες. Με αφορμή τη Γιορτή της, ακολουθεί ένα μικρό αφιέρωμα στη βαθιά τιμή που της αποδίδει η Βρετάνη, γη όπου η Αγία Άννα θεωρείται μητέρα, προστάτιδα και πνευματικός οδηγός.
Sainte Anne Trinitaire, αγνώστου καλλιτέχνη
Η Αγία Άννα αποτελεί μία από τις πλέον τιμώμενες μορφές στη Βρετάνη, όπου θεωρείται προστάτιδα ολόκληρης της περιοχής και πνευματική μητέρα του βρετονικού λαού. Η ιδιαίτερη ευλάβεια με την οποία περιβάλλεται, κορυφώνεται στο Sainte-Anne-d’Auray, ένα από τα μεγαλύτερα και πιο ζωντανά προσκυνήματα της Γαλλίας. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, το 1624 η Αγία εμφανίστηκε σ' έναν ταπεινό αγρότη αποκαλύπτοντάς του την επιθυμία της να ξαναχτιστεί ο παλαιός ναός που ήταν αφιερωμένος στο όνομά της. Από κείνη τη στιγμή, ο τόπος αυτός έγινε κέντρο βαθιάς πνευματικότητας, θαυμάτων και λαϊκής πίστης.Θυμίζουμε πως ο οικισμός αρχικά ονομαζόταν "Keranna", δηλαδή "Χωριό της Άννας", γεγονός που μαρτυρά τη μακραίωνη σχέση της περιοχής με την τιμή προς την Αγία.
Κάθε χρόνο, χιλιάδες πιστοί από τη Βρετάνη αλλά και ολόκληρη τη Γαλλία κατακλύζουν την περιοχή για την Pardon de Sainte Anne, μία από τις πιο παλιές και σημαντικές βρετονικές πανηγύρεις. Η ημέρα αυτή συνδυάζει λιτανείες, μουσική, παραδοσιακές φορεσιές και βαθιά κατάνυξη, ένα ζωντανό μωσαϊκό όπου η πίστη συναντά τον πολιτισμό και την τοπική ταυτότητα.
Η παρουσία της Αγίας Άννας είναι εξίσου έντονη στη βρετονική τέχνη. Η εικονογραφία της, συχνά στη μορφή της Sainte Anne Trinitaire, παρουσιάζει την Αγία Άννα μαζί με την Παναγία και το Θείο Βρέφος. Το θέμα αυτό αποτελεί κεντρικό μοτίβο στη θρησκευτική και λαϊκή τέχνη της περιοχής. Από ξυλόγλυπτα και πολύχρωμες λαϊκές εικόνες έως υφαντά, μικρά οικιακά εικονίσματα και περίφημα ξύλινα γλυπτά προσευχής (poupées de prière).
Το εικονογραφικό αυτό θέμα αναπτύχθηκε μέσα στο πλαίσιο της αυξανόμενης λατρείας της Αγίας Άννας στη Δύση. Η μορφή της "Τριάδας" εξυπηρετεί πολλούς πνευματικούς σκοπούς: Ως γιαγιά του Ιησού, η Αγία Άννα γίνεται σύμβολο οικογενειακής ευλογίας και θεμέλιο της Αγίας Συγγένειας. Τιμάται ιδιαιτέρως από στείρες ή έγκυες γυναίκες, που την επικαλούνται για γονιμότητα, ομαλή κύηση και προστασία της οικογένειας. Η μεσιτεία της συνδέεται με θαλπωρή, ίαση και ενίσχυση στις δοκιμασίες. Στη Βρετάνη, η λατρεία της έχει επίσης βαθιά κοινοτική διάσταση, η Αγία Άννα είναι η προστάτιδα των ανθρώπων της θάλασσας, των εργαζομένων, των οικογενειών, αλλά και του ίδιου του βρετονικού πολιτισμού.
Βασιλική Sainte-Anne-d’Auray
Η Βρετάνη, με τη βαθιά κελτική της ψυχή, αναγνώρισε στην Αγία Άννα μια Μητέρα και συνοδοιπόρο, μια μορφή που συνδέει το θείο με το καθημερινό, το παρελθόν με το παρόν. Έτσι, η απεικόνισή της με την Παναγία και το Θείο Βρέφος δεν αποτελεί απλώς μια οικογενειακή σκηνή, αλλά μια εικονογραφική έκφραση πίστης, ελπίδας και προστασίας, που διαπερνά αιώνες και συνεχίζει να εμπνέει έως σήμερα.
Στη Βρετονική Μουσική:
Από αυτή τη γη της πίστης και της παράδοσης μας έρχεται και ένας Ύμνος προς την Αγία Άννα, που αξίζει να απολαύσουμε σήμερα, ημέρα της Γιορτής της. Πρόκειται για το "Sainte Anne, Ô bonne Mère", ένα παραδοσιακό θρησκευτικό cantique της Βρετάνης, ένα εγκώμιο βαθιάς κατάνυξης και πνευματικότητας, που υμνεί την Αγία Άννα ως καλή Μητέρα, προστάτιδα και συνοδοιπόρο. Είναι ευρύτατα διαδεδομένος σε όλη τη Βρετάνη, ψάλλεται σε λιτανείες, λειτουργίες και λαϊκές τελετές, συνοδεύοντας τη λατρεία της από γενιά σε γενιά.
Οι στίχοι του ύμνου εκφράζουν θερμή προσευχή, ζητώντας την ευλογία, την προστασία και την καθοδήγηση της Αγίας. Η απλότητά του τον καθιστά εύκολα τραγουδήσιμο από την κοινότητα, μετατρέποντάς τον σε κοινή εξομολόγηση πίστης και σε στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας. Στη Βρετάνη, το "Sainte Anne, Ô bonne Mère" έχει γίνει συνώνυμο της ίδιας της λατρείας της Αγίας Άννας, ένας ύμνος που εξακολουθεί να ακούγεται μέχρι σήμερα στη Γιορτή της, κρατώντας ενωμένες την παράδοση, τη μουσική και τη μνήμη του λαού.
Sainte Anne Trinitaire, αγνώστου καλλιτέχνη
"Αγία Άννα, Ω καλή Μητέρα,
προς Εσένα υψώνεται ο ύμνος μας
άκου την προσευχή μας
και ευλόγησε τα τέκνα Σου.
Αυτός ο τόπος, όπου η παρουσία Σου
στρέφει τις καρδιές μας προς τον Θεό,
μας γεμίζει ελπίδα
δείχνοντάς μας τους ουρανούς.
Επιλεγμένη από τον Παντοκράτορα
για να μας χαρίσεις την Παναγία,
ας φωτίζει το παράδειγμά Σου
τις καρδιές που Σου απευθύνουν ικεσίες.
Πιστή στην υπόσχεσή Του,
ο Θεός Σου, ο Δημιουργός Σου,
με όλη Του τη σοφία
είδε την καρδιά Σου.
Η πίστη Σου, Ω καλή Μητέρα,
φώτιζε τη ζωή Σου
και προετοίμαζε τη γη
για την υποδοχή του Μεσσία"
Cantique à Sainte Anne - "Sainte Anne, Ô bonne Mère"
Παλαιότερα κείμενα για την Αγία Άννα υπάρχουν πολλά στο μπλογκ. Περιηγηθείτε!
Diego Rivera: "Detroit Industry Murals", Βόρειος τοίχος
"Ως καλλιτέχνης προσπαθούσα πάντα να είμαι πιστός στο όραμά μου για τη ζωή·
και συχνά ήρθα σε σύγκρουση με εκείνους που ήθελαν να ζωγραφίσω όχι αυτό που έβλεπα, αλλά αυτό που ήθελαν εκείνοι να δω."
Ντιέγκο Ριβέρα
Ο σπουδαίος Μεξικανός τοιχογράφος Ντιέγκο Ριβέρα γεννήθηκε σαν σήμερα, 8 Δεκεμβρίου 1886 στο πολύχρωμο Γκουαναχουάτο και από πολύ νωρίς διαμόρφωσε μια έντονη ανάγκη να αφηγείται τον κόσμο μέσα από την τέχνη του. Οι μνημειακές τοιχογραφίες του, που κοσμούν δημόσια κτίρια, αποτελούν οπτικές αφηγήσεις της ιστορίας, της πολιτικής και των κοινωνικών αγώνων του Μεξικού. Δεν ήταν απλώς ένας καλλιτέχνης της εικόνας, αλλά ένας ποιητής του τοίχου, που χρησιμοποιούσε την τέχνη ως μέσο παιδείας και κοινωνικού σχολιασμού.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του: "Ζωγραφίζω τόσο φυσικά όπως μιλώ, αναπνέω ή ιδρώνω…", αποκαλύπτοντας πόσο ενστικτωδώς και αβίαστα ένιωθε τη δημιουργία.
Η προσωπική του ζωή υπήρξε εξίσου παθιασμένη με το έργο του. Ο διπλός γάμος του με τη Φρίντα Κάλο, μια σχέση θυελλώδης, γεμάτη συγκρούσεις αλλά και βαθιά αλληλεπίδραση, διαμόρφωσε καθοριστικά την καλλιτεχνική πορεία και των δύο.
Ανάμεσα στα σπουδαιότερα έργα του ξεχωρίζουν οι "Detroit Industry Murals", μια μνημειώδης ενότητα 27 τοιχογραφιών που καλύπτουν ολόκληρη την αίθουσα του Rivera Court στο Detroit Institute of Arts.
Πρόκειται για μία από τις κορυφαίες στιγμές του παγκόσμιου τοιχογραφικού κινήματος. Σε αυτές τις τοιχογραφίες, ο Ριβέρα αποτυπώνει τη βιομηχανική παραγωγή του Ντιτρόιτ, τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής, την εργασία στα εργοστάσια της Ford Motor Company και τη σύνθετη σχέση ανθρώπου και μηχανής. Η βιομηχανία παρουσιάζεται σαν ένας οργανισμός που ζει, κινείται, αναπνέει και τρέφεται από την ανθρώπινη εργασία.
Η αισθητική τους ενώνει ρεαλισμό και συμβολισμό. Ο Ριβέρα επισκέφθηκε κατ’ επανάληψη το εργοστάσιο της Ford, παρατηρώντας προσεκτικά κάθε στάδιο παραγωγής, και μετέφερε αυτή τη γνώση σε τοιχογραφίες όπου σώμα και μηχανή γίνονται ένα.
Ο Ριβέρα δεν εξυμνεί απλώς την τεχνολογική πρόοδο, την εξετάζει με κριτική ματιά, αποκαλύπτοντας την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, τη διττή φύση της τεχνολογίας -ωφέλιμη αλλά και απειλητική- και τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες της καπιταλιστικής Αμερικής. Για τον Ριβέρα, οι πραγματικοί δημιουργοί της προόδου δεν είναι οι βιομήχανοι, αλλά οι εργάτες και αυτό το μήνυμα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Οι τοιχογραφίες χαρακτηρίστηκαν από συντηρητικούς κύκλους "προπαγάνδα", ενώ ορισμένες σκηνές θεωρήθηκαν "βλάσφημες" λόγω της χρήσης θρησκευτικών συμβολισμών. Ακούστηκαν ακόμη και φωνές που ζητούσαν την καταστροφή τους. Ωστόσο, το Μουσείο υπερασπίστηκε το έργο και το διατήρησε.
Σήμερα, οι Detroit Industry Murals θεωρούνται εθνικός θησαυρός των ΗΠΑ, αλλά και μία από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικές καταγραφές της βιομηχανικής εποχής και της ανθρώπινης εργασίας στον 20ό αιώνα, αποδεικνύοντας την αξεπέραστη δύναμη της τέχνης του Ντιέγκο Ριβέρα.
Diego Rivera: "Detroit Industry Murals", Νότιος τοίχος
Η Μουσική Έμπνευση: Η σύνθεση "Fire and Blood" είναι ένα κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα και ανήκει στα πιο αναγνωρισμένα έργα του Michael Daugherty, ενός Αμερικανού συνθέτη που αντλεί την έμπνευσή του από την καθημερινή ζωή, την πολιτισμική κληρονομιά και τις εικαστικές τέχνες. Ο ίδιος ο Daugherty έχει δηλώσει ότι η αφετηρία αυτού του έργου υπήρξαν οι 27 μνημειακές Detroit Industry Murals του Ντιέγκο Ριβέρα. Ο συνθέτης περιγράφει πως μετά την επίσκεψή του στο εργοστάσιο της Ford, "άκουσε στο μυαλό του μια υπέροχη συμφωνία που περίμενε να πάρει μουσική μορφή".
Οι τοιχογραφίες απεικονίζουν με εντυπωσιακή δύναμη τα βιομηχανικά τοπία του Ντιτρόιτ, φούρνους που λιώνουν το μέταλλο, γραμμές συναρμολόγησης, εργάτες που κινούνται αρμονικά με τις μηχανές, αλλά και τη σκληρή πραγματικότητα της μεταλλουργίας. Μέσα από την πυκνή συνύπαρξη ανθρώπου και μηχανής, ο Ριβέρα -οπως αναφέραμε- σχολιάζει την πρόοδο, την τεχνολογία, αλλά και την κοινωνική ανισότητα, δημιουργώντας μια σύνθεση όπου η εργασία παρουσιάζεται ως ένας ζωντανός, σύνθετος οργανισμός.
Το Fire and Blood επιχειρεί να αποδώσει μουσικά αυτή την ένταση και την πολυπλοκότητα.
Η πρώτη κίνηση με τίτλο "Volcano", αναφέρεται στους φούρνους και στις εκρήξεις του λιωμένου μετάλλου, σαν σύγχρονα ηφαίστεια παραγωγής, που απεικονίζονται στον Βόρειο τοίχο του Detroit Institute of Arts.
Αντίστοιχα, η τελευταία κίνηση, "Assembly Line", μεταφράζει σε ήχο τη διαδικασία της συναρμολόγησης. Το βιολί λειτουργεί σαν εργάτης που κινείται με ευκινησία και επιμονή, εκφράζει τη μελαγχολική ψυχή του, αυτού που δημιουργεί, αλλά ταυτόχρονα φθείρεται μέσα στον ίδιο τον μηχανισμό που υπηρετεί, ενώ η ορχήστρα μιμείται τις μηχανές μέσα από επαναλαμβανόμενους, παλμικούς ρυθμούς, μεταλλικές υφές και αδιάκοπη κίνηση.Η έμπνευση προήλθε από το Νότιο τοίχο του Detroit Institute of Arts.
Ο Daugherty χαρακτηρίζει το έργο του ως "τοιχογραφία με ήχο". Έργο που αποδεικνύει με εντυπωσιακό τρόπο πώς μια εικαστική σύνθεση μπορεί να μεταφερθεί στη μουσική με ισχυρό κοινωνικό και αισθητικό αντίκτυπο. Ένα, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα σύγχρονης κλασικής μουσικής που συνδυάζει δύναμη, ατμόσφαιρα και κοινωνικό προβληματισμό...
Michael Daugherty: "Fire and Blood Mov. I Volcano":
Michael Daugherty: "Fire and Blood Mov. III "Assembly Line":
Σημείωση: Το μεσαίο μέρος του κονσέρτου είναι εμπνευσμένο από το έργο της Φρίντα Κάλο: "Henry Ford Hospital"
Στο μπλογκ υπάρχουν και άλλα κείμενα για τον Ριβέρα. Περιηγηθείτε!
Ο Τζιαν Λορέντσο Μπερνίνι, γεννημένος στη Νάπολη στις 7 Δεκεμβρίου 1598, υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της μπαρόκ γλυπτικής και ένας από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες της ευρωπαϊκής τέχνης. Γλύπτης, αρχιτέκτονας και ζωγράφος, συνδύασε με μοναδική δεξιοτεχνία το δράμα, την κίνηση και τη θεατρικότητα, μεταμορφώνοντας τη γλυπτική του 17ου αιώνα σε μια τέχνη έντονου συναισθήματος και ζωντανής αφήγησης. Στα έργα του, η πέτρα, το μάρμαρο και ο μπρούτζος "αναπνέουν": οι μορφές κινούνται, τα ενδύματα κυματίζουν και οι εκφράσεις αποδίδουν με οξύτητα το πνευματικό και ανθρώπινο βάθος του θέματος. Η συμβολή του στην τέχνη είναι καθοριστική, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που εξακολουθεί να εμπνέει και να συγκινεί μέχρι σήμερα.
Bernini, Selfportrait
Κατά την περίοδο του Πάπα Κλήμη Θ’, ο Μπερνίνι δημιούργησε για την Γέφυρα Sant’Angelo της Ρώμης ένα ενιαίο καλλιτεχνικό σύνολο αφιερωμένο στα Πάθη του Χριστού, όπου οι Άγγελοι εμφανίζονται να κρατούν τα όργανα του Πάθους. Τα αγάλματα φιλοτεχνήθηκαν είτε από τον ίδιο είτε από μαθητές του, οι οποίοι ακολούθησαν τα σχέδιά του, όλα φέρουν τη χαρακτηριστική σφραγίδα της δυναμικής μπαρόκ αισθητικής του.
1. Ο Άγγελος που κρατά τη Μάστιγα αποδίδει με εντυπωσιακή ένταση τη στιγμή που προαναγγέλλει το μαστίγωμα του Χριστού. Το σώμα βρίσκεται σε κίνηση και οι πτυχώσεις του ενδύματος αποτυπώνουν τη ρευστή ενέργεια που χαρακτηρίζει το ύφος του Μπερνίνι.
2. Αντίστοιχα, ο Άγγελος που κρατά το Ακάνθινο Στεφάνι εκφράζει μια μελαγχολική ευλάβεια, σαν να στοχάζεται το βάθος του πόνου που συμβολίζει το στεφάνι. Το μπαρόκ στοιχείο αποτυπώνεται στη λεπτομέρεια των εκφράσεων και στη δραματική πτύχωση του μανδύα, που μεταδίδει έντονη εσωτερική συγκίνηση.
3. Στο ίδιο πνεύμα, ο Άγγελος που κρατά την Επιγραφή "INΒI" παρουσιάζεται με έντονη κίνηση και θεατρικότητα, καθώς υψώνει την επιγραφή που τοποθετήθηκε επάνω στον Σταυρό του Χριστού. Η στάση του σώματος και το κυματιστό ένδυμα ενισχύουν το πνευματικό δράμα της σκηνής.
Συνολικά, οι Άγγελοι της γέφυρας συνθέτουν ένα ενιαίο θεολογικό και καλλιτεχνικό αφήγημα, οδηγώντας τον προσκυνητή μέσα από τις εικόνες του Πάθους προς το Castel Sant’Angelo και δημιουργώντας μια πορεία βαθιάς συναισθηματικής και πνευματικής ανύψωσης.
Ο Μπερνίνι συνήθιζε να δημιουργεί μικρά προπαρασκευαστικά μοντέλα από τερακότα, τα οποία λειτουργούσαν ως σπουδές και δοκιμές πριν φτάσει στο τελικό, μνημειακό έργο. Αυτά τα πήλινα πρόπλασματα δεν ήταν πρόχειρα σχέδια, αλλά ουσιαστικά εργαλεία δημιουργίας. Πάνω σ' αυτά ο Μπερνίνι επεξεργαζόταν τις στάσεις των μορφών, την κίνηση, τις εκφράσεις του προσώπου, καθώς και τις πτυχές των ενδυμάτων. Με τον πηλό μπορούσε να "συζητήσει" άμεσα με τη μορφή, να αλλάξει τις αναλογίες και τον ρυθμό της κίνησης, να αναζητήσει τη σωστή ένταση του δράματος πριν δώσει τελικές οδηγίες για τα μαρμάρινα ή μπρούτζινα έργα του. Τα μοντέλα αυτά αποτελούν, επομένως, σπάνια αλλά εξαιρετικά πολύτιμη ματιά στη δημιουργική διαδικασία του μεγάλου καλλιτέχνη και στο πρώιμο στάδιο των συνθέσεών του.
Η συλλογή του Harvard Art Museum φιλοξενεί μια εντυπωσιακή σειρά τέτοιων πήλινων μοντέλων, που θεωρείται μάλιστα η μεγαλύτερη δημόσια συλλογή του είδους παγκοσμίως. Σ' αυτά τα μικρά γλυπτά παραμένουν ορατά τα αποτυπώματα από τα δάχτυλα του Μπερνίνι, οι γραμμές από τα εργαλεία του, οι μικρές ατέλειες που καταγράφουν την αυθόρμητη, ζωντανή στιγμή της σύλληψης της μορφής.
Ανάμεσα στα μοντέλα της συλλογής περιλαμβάνονται και σπουδές για τους περίφημους "Αγγέλους του Ponte Sant’Angelo", οι οποίες αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο ο Μπερνίνι αναζητούσε το σωστό ύφος ευλάβειας, τη δραματική κίνηση των σωμάτων και την πνευματική ένταση που θα χαρακτήριζαν στη συνέχεια τα μαρμάρινα έργα που φιλοτέχνησε.
Από τα τρία αυτά προπαρασκευαστικά πήλινα μοντέλα αγγέλων, ο αμερικανός συνθέτης, Carson Cooman εμπνεύστηκε το 2002 το έργο του για δύο πιάνα "Bernini's Angels", το οποίο αφιερώθηκε στα Μουσεία Τέχνης του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Το μουσικό έργο αναπτύσσεται σε τρία μέρη, καθένα εμπνευσμένο από έναν διαφορετικό άγγελο, ενώ μεταξύ τους συνδέονται μέσω επαναλαμβανόμενων μουσικών μοτίβων.
Η πρώτη κίνηση, "Άγγελος που Κρατάει το Μαστίγιο", χαρακτηρίζεται από τολμηρή δυναμική και έντονο δραματικό αντίκτυπο. Μετά τη σύντομη εισαγωγή, το δεύτερο πιάνο εισάγει το θεμελιώδες μοτίβο, πάνω στο οποίο δομείται ολόκληρη η κίνηση, ενώ η χρήση αντιθετικών ρυθμικών στοιχείων και ξαφνικών δυναμικών μεταβολών υπογραμμίζει την ένταση και την αποφασιστικότητα του αγγέλου.
Η δεύτερη κίνηση, "Άγγελος κρατώντας το Ακάνθινο Στεφάνι", είναι αργή και αιθέρια. Τα αρχικά και τελικά τμήματα χαρακτηρίζονται από πλατιές συγχορδίες, που δημιουργούν μια αίσθηση στατικότητας και στοχασμού. Στο κέντρο της κίνησης αναπτύσσεται ένα μοτίβο πάνω από ένα οστινάτο, που δίνει την εντύπωση αιθέριας πλεύσης. Η κίνηση κορυφώνεται σε ένα τμήμα "λύτρωσης", όπου η αρμονική εξέλιξη και η ρυθμική απλότητα δημιουργούν αίσθηση ανακούφισης και πνευματικής ανύψωσης.
Η τρίτη και τελευταία κίνηση, "Άγγελος που κρατά την Επιγραφή", είναι εκρηκτική και γεμάτη αντιθέσεις. Η σύνθεση χρησιμοποιεί εναλλαγές μεταξύ εκστατικών, φλογερών μοτίβων και πιο ήρεμων, αιθέριας υφής τμημάτων, δημιουργώντας έντονη δραματικότητα. Οι ξαφνικές μεταβολές στη δυναμική, οι σύνθετες συγχορδίες και η εναλλαγή των τονικών κέντρων αποδίδουν μουσικά τη δραματική κίνηση και την πνευματική ένταση των γλυπτών του Μπερνίνι, μεταφέροντας τον ακροατή σε ένα ζωντανό, πολυδιάστατο μουσικό αφήγημα...