Georgia O' Keefe: "Light Coming on the Plains, Νο. Ι"
Η αγαπημένη Αμερικανίδα ζωγράφος Τζόρτζια Ο’Κιφ γεννήθηκε σαν σήμερα, 15 Νοεμβρίου 1887, στο Ουισκόνσιν. Μια ξεχωριστή προσωπικότητα και μια εικαστικός ιδιαίτερης λάμψης, η O’Keeffe σημάδεψε τη μοντέρνα τέχνη με έναν τρόπο βαθιά προσωπικό. Η σχέση της με τη φύση ήταν σχεδόν μυσταγωγική. Αντλούσε απ' αυτήν διαρκώς έμπνευση, είτε μέσα από τα άνθη και τα οστά, είτε μέσα από τα άγρια τοπία της Αμερικανικής ενδοχώρας. Με μάτια που έβλεπαν "κάτω από την επιφάνεια" και με μια ελευθερία πνεύματος που αρνιόταν τα στερεότυπα της εποχής της, ανέπτυξε μια γλώσσα καθαρή, τολμηρή και απολύτως δική της. Στο πλαίσιο της σημερινής επετείου, αξίζει να θυμηθούμε μία από τις πρώιμες, κομβικές στιγμές της δημιουργικής της πορείας, που γέννησε τρεις από τις πιο ποιητικές ακουαρέλες της.
Georgia O' Keefe: "Light Coming on the Plains, Νο. ΙΙ"
Η Georgia O’Keeffe έφτασε στο Canyon του Τέξας τον Σεπτέμβριο του 1916 για να εργαστεί ως επικεφαλής του τμήματος τέχνης στο West Texas State Normal College. Η απεραντοσύνη του γαλάζιου ουρανού, η αγριότητα της φύσης, τα πορφυρά ηλιοβασιλέματα, το κόκκινο χώμα, οι ζεστοί άνεμοι που πνέουν στα λιβάδια, η άγρια και αδέσμευτη φύση της περιοχής αποδείχθηκαν τρανταχτή έμπνευση για την O’Keeffe. Η ζωντανή αντίθεση ανάμεσα στο πράσινο φύλλωμα και τον κόκκινο ψαμμίτη την μάγεψε, και, πάντα περιπετειώδης και ελεύθερη στην καρδιά, περνούσε πολλά Σάββατα εξερευνώντας τα απότομα μονοπάτια του φαραγγιού, βυθιζόμενη πλήρως στο τοπίο που θα καθόριζε την τέχνη της.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γεννήθηκαν οι 3 υδατογραφίες της με τίτλο "Light Coming on the Plains", που φιλοτέχνησε το 1917. Οι κριτικοί περιέγραψαν την εμπειρία με έντονη ποιητικότητα:
Georgia O' Keefe: "Light Coming on the Plains, Νο. ΙΙΙ"
"Ξημερώνει στο Τέξας και η Τζόρτζια Ο’Κιφ περπατά στη γη του μαγεμένη από τους απέραντους ουρανούς πάνω της. Θαυμάζει ό,τι μπορούν να συλλάβουν τα μάτια της. Η αυγή γίνεται φωτεινή, λάμπει κάτω από τις μπλε καμάρες της υπέροχης ακουαρέλας της, ένας ανερχόμενος θόλος αιωρείται ανάμεσα στο πραγματικό και το αφηρημένο. Ο πίνακας είναι μικρός αλλά μέσα του εχει εγκλωβίσει το άπειρο".
Στις ακουαρέλες αυτές, η Τζόρτζια O’Kιφ αφήνει πίσω της τη γραμμική απεικόνιση και στρέφεται στην ουσία της εμπειρίας, στο φως, στη μετάβαση, στη γέννηση της μέρας. Το τοπίο αποδίδεται ως αίσθηση και συναίσθημα, ένα είδος οπτικής προσευχής προς την αυγή.
Οι τρεις αυτές μικρές, αλλά γεμάτες δύναμη ακουαρέλες ενσαρκώνουν την εξέλιξη της διάσημης καλλιτέχνιδας προς την καθαρή αφαίρεση και θεωρούνται σήμερα από τα πρώτα πραγματικά μοντερνιστικά τοπία της αμερικανικής τέχνης. Δεν απεικονίζουν απλώς το ξημέρωμα στις πεδιάδες. Μεταφέρουν την εσωτερική συγκίνηση απέναντι στους ανοιχτούς ουρανούς του Τέξας, στην ηρεμία και τη μεγαλοσύνη της αυγής. Αυτός είναι και ο λόγος που χαρακτηρίστηκαν ριζοσπαστικά, γιατί αντί να μιμηθούν τη φύση, την απογύμνωσαν μέχρι να μείνει η ουσία της, φως, χρώμα, απεραντοσύνη.
Σε αυτήν την επέτειο γέννησης, τα έργα αυτά στέκονται ως υπενθύμιση της βαθιάς, ακατάβλητης δημιουργικής της ενέργειας και της ικανότητάς της να μετατρέπει το ορατό σε καθαρή, αισθητηριακή αλήθεια.
Τη δεκαετία του ’80, ο αμερικανός συνθέτης, Dan Welcher εμπνέεται από τις τρεις ακουαρέλες της τιμώμενης ζωγράφου και συνθέτει το συμφωνικό έργο "Prairie Light,Three Texas Water Colors of Georgia O'Keeffe", το οποίο σήμερα θεωρείται μία από τις πιο αναγνωρίσιμες και ευρηματικές συμφωνικές δημιουργίες του. Η σύνθεση είναι δομημένη σε τρεις κινήσεις:
Η πρώτη, με τίτλο"Light Coming on the Plains",αντανακλά τις παραπάνω ομώνυμες ακουαρέλες της O’Kιφ και αποδίδει μουσικά το ξημέρωμα στις πεδιάδες του Τέξας. Η μουσική εδώ κινείται σε μια ατμόσφαιρα σχεδόν υπνωτιστική, με αίσθηση στατικότητας στον ρυθμό και την αρμονία, ένα είδος μυσταγωγικού "μάντρα", βασισμένο σε λεπτές χρωματικές διαβαθμίσεις, που δημιουργεί την αίσθηση του φωτός που αναδύεται αργά την αυγή.
"Canyon with Crows"
Η σύνθεση πλαισιώνεται από δύο ακόμη κινήσεις, εμπνευσμένες από τις υδατογραφίες "Canyon with Crows" και "Starlight Night".
Στο "Canyon with Crows - Φαράγγι με κοράκια", το τοπίο της O’Kιφ μετατρέπεται σε μουσικό πανόραμα γεμάτο χρώμα και κίνηση. Το φαράγγι εμφανίζεται ζωντανό, εντυπωσιακό θέαμα, γεμάτο έντονα χρώματα σαν σκηνή από ένα ονειρικό, πολύχρωμο φιλμ, όπου ροζ και μπλε χρώματα αναμιγνύονται δημιουργώντας μωβ αποχρώσεις, ενώ ένα ποτάμι από βαθύ ρουμπινί κυλά μέσα από τα πράσινα χωράφια. Η εναλλαγή χρωμάτων θυμίζει μπαλώματα στο ύφασμα της γης, πάνω από την οποία πετούν κοράκια με δυσοίωνο, σαν μικρές σκιές που υπαινίσσονται απειλή ή κίνδυνο.
"Starlight Night"
Έτσι, η μουσική παλέτα αποδίδει αυτό το στοιχείο με αιχμηρές, απότομες ηχητικές παρεμβολές.
Η τρίτη κίνηση, "Starlight Night -Έναστρη Νύχτα", αντλεί την έμπνευσή της από μια λιτή αλλά υποβλητική υδατογραφία: μια πλατιά μπλε πινελιά στο κάτω επίπεδο του εικαστικού και πάνω της μικρά λευκά τετράγωνα που αντιπροσωπεύουν αστέρια, σκορπισμένα σ’ ένα βαθύ μπλε φόντο. Η μουσική μετατρέπει αυτή τη σχεδόν αφαιρετική νυχτερινή θέα σε ένα ηχητικό τοπίο λαμπερών αποχρώσεων, με διάσπαρτες στιγμές φωτός που αναδύονται σαν αστρικές λάμψεις μέσα στην ηρεμία της νύχτας.
Στο "Prairie Light," ο Welcher δεν μιμείται απλώς τα έργα της O’Kιφ. Τα μεταφράζει σε ήχο, συλλαμβάνοντας το φως, το χρώμα, την ατμόσφαιρα και τη βαθύτερη αίσθηση του τοπίου, όπως εκείνη την αποτύπωσε στις υδατογραφίες της. Έτσι, μουσική και ζωγραφική συναντιούνται σε μια κοινή γλώσσα, αυτή της καθαρής, ποιητικής εμπειρίας...
Dan Welcher : "Prairie Light, Three Texas Water Colors of Georgia O'Keeffe"
Παλαιότερο κείμενο για την Τζόρτζια Ο' Κιφ μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Μία από τις σημαντικότερες μορφές του χριστιανισμού είναι ο Άγιος Μαρτίνος της Τουρ, ο Ελεήμων και Θαυματουργός, προστάτης άγιος της Γαλλίας.
Καταγόταν από τη Σαβοΐα και υπήρξε άνθρωπος εξαιρετικά μορφωμένος. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, όπου διακρίθηκε για την ευγένεια, τη σεμνότητα και τη φιλανθρωπία του.
Ένα περιστατικό από τη ζωή του έμελλε να μείνει αθάνατο:
Ένα παγωμένο χειμωνιάτικο πρωινό, συνάντησε στον δρόμο του έναν ζητιάνο, σχεδόν γυμνό και τρέμοντα από το κρύο. Χωρίς να διστάσει, ο Μαρτίνος έβγαλε το ξίφος του, έκοψε στη μέση τον στρατιωτικό του μανδύα, πρόσφερε το ένα κομμάτι στον φτωχό και κράτησε το άλλο για τον εαυτό του. Καβάλησε έπειτα το άλογό του και απομακρύνθηκε σιωπηλά, πριν προλάβει ο ζητιάνος να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του.
Τη σκηνή αυτή απέδωσε με θαυμαστό τρόπο ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος στον πίνακά του: "Ο Άγιος Μαρτίνος και ο επαίτης".
Ο ζωγράφος μεταμορφώνει την απλή αυτή πράξη ελέους σε δραματική και σχεδόν υπερβατική στιγμή. Ο Άγιος, έφιππος και λεπτοφυής όπως αρμόζει στο χαρακτηριστικό ύφος του Ελ Γκρέκο, γέρνει προς τον φτωχό, κρατώντας το σπαθί με το οποίο κόβει τον μανδύα του. Το φως λούζει τα πρόσωπα και τα χέρια τους, αναδεικνύοντας τη συγκίνηση και την κορύφωση της πράξης, ενώ η αντίθεση ανάμεσα στην ευγένεια και την ένδεια, στην εξουσία και την ταπεινότητα, μετατρέπεται σε μια συγκινητική αρμονία φωτός και πνεύματος. Το έργο αποτυπώνει μια σκηνή, που αποπνέει αρετή, πίστη και βαθιά ανθρωπιά. Ο ζωγράφος μέσα από την εκφραστικότητα των μορφών και τη δόνηση των χρωμάτων, μας καλεί να αισθανθούμε τη γενναιοδωρία του Αγίου και να στοχαστούμε πάνω στη δύναμη της απλής, ειλικρινούς προσφοράς.
Anthony Van Dyck: "Ο Άγιος Μαρτίνος και ο επαίτης"
Σύμφωνα με τον θρύλο, τη νύχτα μετά το γεγονός, ο Χριστός εμφανίστηκε στον ύπνο του Μαρτίνου, ντυμένος με το μισό μανδύα, και του είπε: -"Μαρτίνε, αν και ακόμη κατηχούμενος, με έντυσες με τον μανδύα σου".
Από κείνη τη στιγμή ο Μαρτίνος εγκατέλειψε το στρατό και αφιέρωσε τη ζωή του ολοκληρωτικά στον Χριστό. Αφού βαπτίστηκε, χειροτονήθηκε κληρικός και αργότερα έγινε επίσκοπος της Τουρ, όπου διέπρεψε για την ταπεινοφροσύνη, τη σοφία και τα θαύματά του.
Έζησε μέχρι την ηλικία των 81 ετών και εκοιμήθη εν ειρήνη, αφήνοντας πίσω του παράδειγμα φωτός και ελέους. Η μνήμη του τιμάται στη Δύση στις 11 Νοεμβρίου, με πανηγυρικές εκδηλώσεις και λαϊκά έθιμα, και στην Ανατολή στις12 Νοεμβρίου.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ έμπνευση:
Bernini: "Ο Άγιος Μαρτίνος και ο επαίτης"
Υπάρχουν αρκετά μουσικά έργα αφιερωμένα στον Άγιο Μαρτίνο της Τουρ, κυρίως λειτουργικές συνθέσεις που εκφράζουν την ευλάβεια προς το πρόσωπό του. Αυτά τα έργα αποτυπώνουν τη σταδιακή μεταμόρφωση της εικόνας του Αγίου μέσα στους αιώνες, μια εξέλιξη ιδιαίτερα σημαντική τόσο για τη λειτουργική λατρεία όσο και για τη λαϊκή ευσέβεια. Ο Άγιος Μαρτίνος παρουσιάζεται να μεταβαίνει από τη μορφή του ακόλουθου, του επισκόπου και του μοναχού, στη μορφή του ευγενούς ιππότη, του στρατιώτη του Χριστού.
Σήμερα προτείνω μια εξαιρετική μουσική δημιουργία του Πολωνού συνθέτη Paweł Łukaszewski, ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους εκπροσώπους της ιερής μουσικής, μαέστρου και παιδαγωγού με διεθνή αναγνώριση. Πρόκειται για το μοτέτο "Beatus Vir, Sanctus Martinus", πρώτο μέρος ενός οκταμερούς κύκλου αφιερωμένου στους Αγίους.
Το έργο είναι γραμμένο για τετράφωνη μικτή χορωδία και δημιουργήθηκε στο πλαίσιο διαγωνισμού σύνθεσης στην πόλη Τουρ, όπου -όπως προαναφέραμε- ο Άγιος Μαρτίνος υπηρέτησε ως επίσκοπος, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα πίστης και φιλανθρωπίας. Παράλληλα, η σύνθεση αποτελεί και έναν προσωπικό φόρο τιμής του συνθέτη προς τον αδελφό του, Martin Łukaszewski, που έφερε το όνομα του Αγίου.
Ο Łukaszewski αντλεί την έμπνευσή του από ένα μεσαιωνικό λειτουργικό κείμενο, το οποίο αποπνέει απλότητα και βαθιά πνευματικότητα:
"Alleluia
Beatus vir, Sanctus Martinus,
urbis Turonis Episcopus,
requievit: quem susceperunt Angeli
atque Archangeli, Throni,
Dominationes et Virtutes"
δηλαδή:
"Αλληλούια
Ο μακάριος ανήρ, Άγιος Μαρτίνος,
επίσκοπος της πόλεως της Τουρώνης
ανεπαύθη εν Κυρίω
ον εδέξαντο Άγγελοι και Αρχάγγελοι,
Θρόνοι, Κυριότητες και Δυνάμεις"
"Ο Άγιος Μαρτίνος και το επεισόδιο με το μανδύα"
Η μουσική του Łukaszewski διατηρεί τη διαύγεια και τη λιτότητα της ιερής παράδοσης, ενώ συνδυάζει σύγχρονες χορωδιακές αρμονίες και αιθέρια μελωδικά ανοίγματα που αποπνέουν φως και εσωτερική γαλήνη, στοιχεία απόλυτα εναρμονισμένα με το πνεύμα του Αγίου Μαρτίνου. Παράλληλα, η σύνθεση διακρίνεται για τη βαθιά συναισθηματική της ένταση, η οποία ενισχύεται μέσα από συνεχείς εναλλαγές δυναμικής και λεπτές χορωδιακές διαβαθμίσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση δυσαρμονιών που, μέσα από την προσεκτική τοποθέτησή τους, αποκτούν μια απροσδόκητη "συμφωνία", σαν οι αντιθέσεις να εξαγνίζονται μέσα στην ίδια τη μουσική πράξη. Το έργο ολοκληρώνεται με μια διατονική, πολυφωνική συνήχηση, όπου η καθαρότητα του ήχου λειτουργεί σαν τελική πράξη λύτρωσης, ένας ηχητικός επίλογος που αφήνει στον ακροατή την αίσθηση εσωτερικής αγαλλίασης, ειρήνης και φωτεινής κατάνυξης...
"Ο ζωγράφος πρέπει να συνθέτει όπως ο μουσικός. Με αρμονία χρωμάτων, όπως εκείνος με αρμονία των ήχων" (Paul Signac)
"Paul Signac's portrait", G. Seurat
Ο Γάλλος νεοϊμπρεσσιονιστής ζωγράφος Paul Signac γεννήθηκε στο Παρίσι, σαν σήμερα, 11 Νοεμβρίου 1863.
Είναι γνωστός για την τεχνική του πουαντιγισμού όπου το χρώμα εφαρμόζεται με μικρές κουκκίδες συνθέτοντας την εικόνα οπτικά από απόσταση.
Ο Σινιάκ ενδιαφερόταν βαθιά για τη μουσική, ιδιαίτερα για τα έργα συνθετών όπως o Ρίχαρντ Βάγκνερ και ο Κλωντ Ντεμπισί.
Αυτή η αγάπη για τη μουσική επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την προσέγγισή του στη ζωγραφική, οδηγώντας τον να εξερευνήσει την ενδιαφέρουσα σχέση μεταξύ μουσικής και χρώματος. Η προσέγγισή του συνδέεται με μουσικά στοιχεία, καθώς θεωρούσε τη ζωγραφική "οπτική μουσική". Είχε εκφράσει την επιρροή της μουσικής στη χρωματική του αρμονία, θεωρώντας τις αντιθέσεις και τις "παλλόμενες" υφές των χρωμάτων αντίστοιχες με τον ρυθμό και την αρμονία στη μουσική.
Ο Σινιάκ ήταν λάτρης της θάλασσας και της ιστιοπλοΐας. Ήταν 16χρονος όταν απέκτησε το πρώτο σκάφος του, ένα κανό που ονόμασε "Manet Zola Wagner" από τα τρία είδωλά του στη ζωγραφική, στη λογοτεχνία και στη μουσική αντίστοιχα. Απεικονίζει λιμάνια, ιστιοφόρα, ακτές και θαλασσινά τοπία, όπως στο έργο του "The Red Buoy- Η κόκκινη σημαδούρα", όπου απεικονίζει το λιμάνι του Σαιν‑Τροπέ.
Σχεδιασμένο με την τεχνική του πουαντιγισμού, αναδεικνύοντας την ισχύ του χρώματος και του φωτός, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ώριμης περιόδου του ζωγράφου.
Η σύνθεση καταλαμβάνεται κυρίως από τη θάλασσα σε φωτεινό μπλε, στην επιφάνεια της οποίας αντανακλώνται οι όψεις των σπιτιών σε ζεστές κίτρινες και πορτοκαλί αποχρώσεις. Στο προσκήνιο ξεχωρίζει μια έντονη κόκκινη σημαδούρα, που τραβά αμέσως το βλέμμα και προσδίδει ζωντάνια στο τοπίο. Ο Σινιάκ δημιουργεί μια ζωντανή, παλλόμενη επιφάνεια χρησιμοποιώντας τις μικρές χρωματικές κουκκίδες της τεχνικής του. Η αντίθεση ανάμεσα στο κόκκινο της σημαδούρας και το κυρίαρχο μπλε της θάλασσας εντείνει την οπτική ενέργεια του έργου. Το έργο μεταφέρει τη γαλήνη της θαλάσσιας ζωής και συγχρόνως τη ζωντάνια του μεσογειακού φωτός. Η τοποθέτηση της σημαδούρας στο προσκήνιο, σε συνδυασμό με το παιχνίδι των υφών και των αντανακλάσεων, δημιουργεί μια σύνθεση που ισορροπεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην εικαστική "μελωδία" του χρώματος, δείχνοντας πώς η ζωγραφική μπορεί να γίνει μια μορφή οπτικής μουσικής, άποψη που ο Σινιάκ, ενστερνιζόταν.
Η μουσική της Αυστραλής συνθέτιδας Anne Cawrse χαρακτηρίζεται από λυρικές μελωδίες και μια απρόβλεπτα πολύχρωμη αρμονική παλέτα, με ιδιαίτερη έμφαση στην ερμηνεία λογοτεχνικών κειμένων και ζωγραφικών έργων.
Η σύνθεσή της "The Red Buoy - Η κόκκινη σημαδούρα" για σόλο πιάνο εμπνέεται από τον ομότιτλο πίνακα του Paul Signac, τον οποίο πρωτοείδε και παρατήρησε στην Πινακοθήκη της γενέτειράς της, Αδελαΐδας. Η ταλαντούχα δημιουργός αποτυπώνει μέσα από χρωματική ηχητική υφή και απαλές, διακριτικές αρμονίες στο πιάνο μια αίσθηση φωτός και χρώματος, σαν "ηχητικές" κουκκίδες πουαντιγισμού. Η μελωδική γραμμή χτίζεται με μικρά, επαναλαμβανόμενα μοτίβα που μεταμορφώνονται, όπως κύματα στο νερό ή ιστιοφόρα πάνω στην κινούμενη επιφάνεια. Η μουσική αντανακλά τις αντιθέσεις φωτός και σκιάς του πίνακα, ενισχυμένες από τη δυναμική του ήχου. Η κόκκινη σημαδούρα κυριαρχεί και στο μουσικό πεδίο μέσω ενός επίμονου, εξέχοντος θέματος, ενώ στο τέλος η μουσική σβήνει σταδιακά, αφήνοντας την αίσθηση ενός σταθερού φωτός, σαν νερό που ηρεμεί μετά το πέρασμα ενός σκάφους.
Ο Γάλλος ποιητής, συγγραφέας και κριτικός τέχνης Γκιγιόμ Απολλιναίρ υπήρξε κεντρική μορφή του μοντερνισμού και βασικός δημιουργός της Σχολής του Παρισιού. Στενός φίλος του Πάμπλο Πικάσο και υποστηρικτής πολλών πρωτοποριακών καλλιτεχνών, προώθησε νέα ρεύματα στην τέχνη και τη λογοτεχνία. Ο Πικάσο τον απεικόνισε στον πίνακα του "Οικογένεια των Σαλτιμπάγκων" σαν γελωτοποιό, αναδεικνύοντας τη στενή τους φιλία και την αλληλεπίδραση της ποιητικής με τη ζωγραφική δημιουργία. Ο Απολλιναίρ έφυγε σαν σήμερα, 9 Νοεμβρίου 1918, σε ηλικία 38 ετών, από επιπλοκές της Ισπανικής γρίπης που έπληξε την Ευρώπη στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφήνοντας ανεξίτηλο στίγμα στην τέχνη.
Ο πίνακας "La Famille des Saltimbanques - Οικογένεια των Σαλτιμπάγκων" αποτελεί κορυφαίο έργο της ροζ περιόδου του Πικάσο και σηματοδοτεί τη μετάβασή του από τη γαλάζια περίοδο της θλίψης και της μοναξιάς σε μια πιο φωτεινή, αλλά εξίσου στοχαστική φάση. Στο έργο εικονίζονται έξι μορφές, άνδρες, γυναίκες και ένα παιδί, ντυμένοι με κοστούμια τσίρκου. Στο κέντρο δεσπόζει ο αρλεκίνος, πιθανή αυτοπροσωπογραφία του Πικάσο, δίπλα του -όπως αναφέρθηκε- ο γελωτοποιός με το καπέλο Απολλιναίρ, ενώ ο νεαρός ακροβάτης που κρατάει τύμπανο είναι ο ποιητής André Salmon. Το αγόρι στα δεξιά απεικονίζει πιθανότατα τον φίλο του Πικάσο, ζωγράφο και συγγραφέα, Mαξ Ζακόμπ, ενώ το κορίτσι με το καπέλο που κάθεται πρέπει να είναι η Φερνάντ Ολιβιέ, η αγαπημένη του Πικάσο εκείνη την εποχή.Οι θερμοί τόνοι του ροζ και της ώχρας, το απαλό φως και η ήρεμη στάση των σωμάτων δημιουργούν αίσθηση στοχασμού και πνευματικότητας. Οι σαλτιμπάγκοι δεν παρουσιάζονται ως διασκεδαστές, αλλά ως σύμβολα του καλλιτέχνη, μοναχικοί, περιπλανώμενοι δημιουργοί στο περιθώριο της κοινωνίας. Μέσα από αυτήν την αλληγορία, οι μορφές του πίνακα γίνονται καθρέφτες μιας γενιάς καλλιτεχνών που προχωρά στον νέο αιώνα με αβεβαιότητα, αλλά με πίστη στην τέχνη ως κοινή παρηγοριά και πηγή φωτός.
Η θεματική αυτή συνδέει τον Πικάσο με τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Στο ποίημά του "Saltimbanques" από την περίφημη συλλογή "Alcools", ο Απολλιναίρ υμνεί τους περιπλανώμενους καλλιτέχνες του δρόμου, τους ακροβάτες και τους κλόουν, βλέποντάς τους ως ποιητές της ζωής που ενώ προσφέρουν χαρά στους άλλους, κουβαλούν μέσα τους τη σιωπηλή τους ερημιά. Έτσι, στον Πικάσο και τον Απολλιναίρ, οι σαλτιμπάγκοι δεν εμφανίζονται σαν απλές φιγούρες του τσίρκου. Είναι σύμβολα του ίδιου του καλλιτέχνη, ενός ανθρώπου που ζει στο περιθώριο, μακριά από την ασφάλεια της κοινωνίας, προσφέροντας όμως χαρά, συγκίνηση και αλήθεια μέσα από την τέχνη του.
Ποίιημα και εικαστικό υμνούν την ευγένεια του ταπεινού καλλιτέχνη, που μετατρέπει τη φτώχεια σε φως. Στο ποίημα, η κίνηση των σαλτιμπάγκων προς τα μπρός είναι η πορεία της ζωής. Στον πίνακα, η στάση τους είναι η στιγμή της αυτογνωσίας.
Το ποίημα του Απολλιναίρ έχει εμπνεύσει αρκετούς συνθέτες, όπως τους "Saltimbanques" του Arthur Honegger, ένα από τα έξι τραγούδια που απαρτίζουν το νεανικό κύκλο του συνθέτη "Six Poèmes d’Apollinaire".
Εμφανείς οι επιρροές της πρώιμης μοντερνιστικής γαλλικής μελωδίας αλλά και προσωπικής έκφρασης του Ονεγκέρ, είναι τραγούδι σύντομο και συμπυκνωμένο, με έμφαση στη φωνητική γραμμή και στο χρώμα της συνοδείας του πιάνου. Το "Saltimbanques" διακρίνεται για τους συγκοπτόμενους ρυθμούς και τα glissandi του-αναφορές στη νέγρικη μουσική. Όπως το ποίημα του Aπολλιναίρ αντλεί εικόνες του τσίρκου και της τέχνης που ζει στο περιθώριο, έτσι και ο Αρτύρ Ονεγκέρ με τη μουσική του, ενσωματώνει αυτή τη διάσταση: ηχητική τραχύτητα αλλά και λεπτότητα, μια μουσική απόδοση της αίσθησης της περιπλάνησης - ακροβασίας, που εμπνέει το ποίημα.
Arthur Honegger: "Six Poèmes d’Apollinaire, N.4: Saltimbanques"
Ο Mπόχουσλαβ Μαρτίνου στον κύκλο "Τρία τραγούδια σε ποιήματα του Απολλιναίρ" που συνέθεσε το 1930 μελοποιεί το "Saltimbanques", στο οποίο εμφανίζει επιρροές από το Παρίσι της δεκαετίας του ’20, υιοθετώντας στοιχεία νεοκλασικισμού, χορευτικής κίνησης και εσωτερικής μελαγχολίας.
Ως τραγούδι, το "Saltimbanques" αποδίδει σε μικρή φόρμα τη μετακίνηση, την αλλαγή, την προσωρινότητα, χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται στο ποιητικό θέμα. Το ύφος είναι λιτό αλλά ποιητικό, με τη φωνή να ακολουθεί τη μελωδική γραμμή συνοδευόμενη από πιάνο που αποδίδει ρυθμικά την κίνηση των σαλτιμπάγκων ή τη σκιά της απομάκρυνσης τους.
Bohuslav Martinu: "3 Songs After Poems by Apollinaire: No. 3, Saltimbanques":
Από τους σημαντικότερους Ρώσους λογοτέχνες του 19ου αιώνα, γνωστός για τη βαθιά ανθρωποκεντρική γραφή του, τη λεπτή ψυχογραφία των χαρακτήρων του και τη ρεαλιστική απεικόνιση της ρωσικής κοινωνίας της εποχής του υπήρξε ο Ιβάν Τουργκένιεφ.
Γεννήθηκε στο Οριόλ της Ρωσίας στις 9 Νοεμβρίου του 1818 και μεγάλωσε σε μια αριστοκρατική, αλλά αυταρχική οικογένεια, γεγονός που επηρέασε έντονα το έργο και την κοσμοθεωρία του. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στη Μόσχα, στην Αγία Πετρούπολη και στη Γερμανία, όπου επηρεάστηκε από τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη.
Υπήρξε φίλος και συνομιλητής μεγάλων Ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών, ενώ έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Γαλλία.
Η πλατωνική και μακρόχρονη σχέση του με την διάσημη σοπράνο, Πολίν Βιαρντό επηρέασε βαθιά την προσωπική και καλλιτεχνική του πορεία.
Ανάμεσα στα έργα του, τα γεμάτα ευαισθησία, λεπτότητα και διαχρονική δύναμη ξεχωρίζουμε σήμερα "Το τραγούδι του έρωτα θριαμβευτή", όπου εξερευνά τα ιδανικά της αγάπης και τις αναπόφευκτες απώλειες που τη συνοδεύουν. Μέσα από τη συγκινητική του αφήγηση, το έργο εξετάζει την αλληλεπίδραση μεταξύ πάθους και απελπισίας, καταδεικνύοντας πώς η αγάπη μπορεί τόσο να ανυψώσει όσο και να βασανίσει το ανθρώπινο πνεύμα. Ο Τουργκένιεφ που έγραψε τη νουβέλα γύρω στα 1882 τοποθετεί την ιστορία του στην αναγεννησιακή Φεράρα. Δύο φίλοι, ο ζωγράφος Φάμπιο και ο μουσικός, Μούτσιο, είναι ερωτευμένοι με την ίδια γυναίκα, την εκθαμβωτική Βαλέρια. Εκείνη, παρότι και οι δύο της είναι αρεστοί, τελικά επιλέγει να παντρευτεί τον Φάμπιο.
Ο Μούτσιο, πληγωμένος αλλά φαινομενικά ψύχραιμος, φεύγει για ταξίδι στην Ανατολή.Οταν επιστρέφει μετά από 4 χρόνια, είναι βαθιά αλλαγμένος. Φέρνει μαζί του έναν αέρα εξωτικό, μαζί με μυστικιστικά αντικείμενα, παράξενες ιστορίες και μια αινιγματική, σχεδόν απόκοσμη αύρα.Αρχίζουν να συμβαίνουν παράξενα πράγματα: Ο Φάμπιο νιώθει σκιές να βαραίνουν το σπίτι του, ανησυχία να διαποτίζει τις νύχτες του, και, πάνω απ’ όλα, ένα μυστηριώδες τραγούδι -μελωδία αλλόκοτη και υπνωτιστική- να τον ξυπνά τις νύχτες. Το τραγούδι είναι γεμάτο ένταση, πάθος και σκοτεινή δύναμη, σαν επίκληση ή παλιό ξόρκι. Μοιάζει να αναδύεται από τα βάθη της ψυχής… ή της ζήλιας;
Η Βαλέρια φαίνεται διχασμένη. Δεν μιλάει γι’ αυτό, αλλά κάτι μέσα της αλλάζει. Νιώθει ν' απομακρύνεται. Ο Φάμπιο αρχίζει να υποψιάζεται πως η επιστροφή του Μούτσιο έχει φέρει πίσω το παλιό πάθος, αλλά και μια δύναμη ανεξήγητη, που λειτουργεί υπόγεια.
Τελικά, το τραγούδι που ακούγεται κάθε νύχτα -το τραγούδι του θριαμβευτή έρωτα- είναι η μουσική έκφραση ενός έρωτα που δεν λησμονήθηκε ποτέ, που δεν χάθηκε, αλλά επέμεινε στο σκοτάδι, μεταμορφώθηκε σε εμμονή και επιστρέφει σαν φάντασμα για να διεκδικήσει τα πάντα.
Ο Φάμπιο νιώθει ότι ο Μούτσιο ασκεί μυστηριώδη δύναμη πάνω στη Βαλέρια. Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί ώστε να ολοκληρώσει το πορτρέτο της Βαλέριας που του ποζάρει ως Αγία Καικιλία, προστάτιδας της Μουσικής... Η αόρατη παρουσία του άλλοτε φίλου του γίνεται ολοένα και πιο απειλητική, σχεδόν μαγική ή σατανική, ιδιαίτερα τη νύχτα, όταν αντηχεί το υπνωτιστικό τραγούδι.
Στη δραματική κορύφωση της ιστορίας, ο Φάμπιο εισβάλλει στο δωμάτιο του Μούτσιο και τυφλωμένος από πάθος, φόβο και ζήλια, τον μαχαιρώνει.
Ο Φάμπιο είναι πεπεισμένος ότι σκότωσε τον Μούτσιο. Ωστόσο, ο Μαυριτανός υπηρέτης του τελευταίου φαίνεται να τον επαναφέρει στη ζωή, και μαζί φεύγουν από το σπίτι.
Την επόμενη μέρα, ο Φάμπιο συνεχίζει να ζωγραφίζει τη Βαλέρια ως Αγία Καικιλία, κρατώντας βιολί. Κι εκεί, μέσα στην ησυχία του δωματίου, το υπνωτιστικό, μυστηριώδες τραγούδι αντηχεί ξανά, σαν ψίθυρος από έναν κόσμο αόρατο. Η Βαλέρια, αγγίζοντας τις χορδές νιώθει μέσα της κάτι να ζωντανεύει. Σαν να ξυπνά αναγεννημένη από έναν βαθύ λήθαργο.
Ο συγγραφέας αφήνει το τέλος ανοιχτό, δίχως ξεκάθαρες απαντήσεις. Ο αναγνώστης καλείται να στραφεί μέσα του, να αναζητήσει τα δικά του "γιατί" και "πώς", να ανακαλύψει αν είναι τελικά η αγάπη -μέσω της μουσικής εδώ- που, μετά από ζήλια, πάθη και εσωτερικό χάος, βρίσκει ξανά σχήμα και ουσία.
Ίσως, τελικά, η μεγαλύτερη νίκη της αγάπης να μην είναι η κατοχή, αλλά η παρουσία. Μια παρουσία διακριτική, μα αιώνια, μέσα στην ψυχή.
***
Η σχέση του Ιβάν Τουργκένιεφ με την Πολίν Βιαρντό υπήρξε μία από τις πιο βαθιές και καθοριστικές προσωπικές συνδέσεις της ζωής του. Η Πολίν, πολυτάλαντη σοπράνο, πιανίστα και συνθέτρια, δεν ήταν μόνο πηγή έμπνευσης για τον Τουργκένιεφ, αλλά και πνευματική συνοδοιπόρος, μια παρουσία που τροφοδοτούσε τη σκέψη, τη δημιουργία και το συναίσθημά του.
Ο έρωτάς του για εκείνη, αν και πλατωνικός, ανέφικτος, σημάδεψε τόσο την προσωπική του πορεία όσο και το λογοτεχνικό του έργο, μετουσιώνοντας την αγάπη, τον πόθο και την αφοσίωση σε μια υπέρβαση της συμβατικής ερωτικής σχέσης. Η σύνδεσή τους ήταν ένα μίγμα θαυμασμού, τρυφερότητας και βαθέος ψυχικού δεσμού, που άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην τέχνη της εποχής.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως στη νουβέλα Το τραγούδι του έρωτα θριαμβευτή, ο Τουργκένιεφ αποτυπώνει στοιχεία αυτής της ανεκπλήρωτης αγάπης. Ο μουσικός που μένει στο περιθώριο του έρωτα, η γυναικεία μορφή που εμπνέει και διχάζει, η μεταμόρφωση του πόνου σε δημιουργία, όλα αυτά μοιάζουν να αντηχούν την εσωτερική του εμπειρία.
Ίσως, τελικά, στο πρόσωπο της Βαλέριας, ο Τουργκένιεφ είδε αντανακλάσεις της Πολίν Βιαρντό, της μούσας που δεν έγινε ποτέ ερωμένη, αλλά έμεινε για πάντα παρουσία καθοριστική, μια αθόρυβη συμφωνία ανάμεσα στην καρδιά και στην τέχνη του.
***
Από τη νουβέλα του Ιβάν Τουργκένιεφ "Το Τραγούδι του Έρωτα Θριαμβευτή", που διαδραματίζεται στη Φεράρα του 16ου αιώνα και στην οποία μια μυστηριώδης μελωδία που παίζεται στο βιολί μοιάζει με μαγικό ξόρκι, εμπνεύστηκε ο Ερνέστ Σωσσόν τη σύνθεση "Poème, op. 25".
Πρόκειται για ένα έργο για βιολί και ορχήστρα, που ο Σωσσόν συνέθεσε στην Ιταλία το 1896, κατόπιν παραγγελίας του σπουδαίου βιρτουόζου βιολονίστα Eugène Ysaÿe, στον οποίο και το αφιέρωσε. Ο Ysaÿe ήταν και εκείνος που το ερμήνευσε στην πρεμιέρα του, απογειώνοντας τη δημοτικότητά του.
Η σύνθεση εκτυλίσσεται σε τρία μέρη (Lento e misterioso – Animato – Finale), τα οποία εκτελούνται χωρίς διακοπή, διαμορφώνοντας μια ελεύθερη, φανταστική μορφή.
Η ατμόσφαιρα του έργου, βαθιά λυρική και εμποτισμένη με εσωτερική ένταση και συγκρατημένο πάθος, αντανακλά τη μελαγχολία, τον πόθο και την αινιγματική αύρα της νουβέλας του Τουργκένιεφ. Λέγεται, μάλιστα, πως ο μελωδικός πλούτος και οι αρμονικές αναλογίες του έργου συνάρπασαν τον Κλωντ Ντεμπυσσύ, που είδε σ’ αυτό μια νέα ποιητικότητα στη γαλλική μουσική.
Το "Poème" δεν διαβάζεται μόνο ως φόρος τιμής στη νουβέλα, αλλά και ως αντήχηση της συναισθηματικής πολυπλοκότητας της εποχής, όπως, για παράδειγμα, της σχέσης του ίδιου του Τουργκένιεφ με την Πολίν Βιαρντό. Μια σχέση βαθιά και σύνθετη, στην οποία, τουλάχιστον από τη μεριά του Ρώσου συγγραφέα, υπήρχε ερωτική χροιά και προσδοκία.
Όπως ο ίδιος έγραψε:
"Μόνο ο έρωτας, περισσότερο από κάθε τι άλλο, κάνει την ύπαρξή μας ν' ανθίσει…"
Και στη μουσική του Σωσσόν, ο έρωτας -ανεκπλήρωτος, μυστηριώδης, αθόρυβα παντοτινός- ανθίζει σαν υπόγεια μελωδία που δεν παύει να πάλλεται, σαν ένας λυγμός μεταμορφωμένος σε τέχνη, που διατρέχει σιωπές και συγκινήσεις...
Η Εκκλησία μας σήμερα 8 Νοεμβρίου τιμά τους Αρχάγγελους, Μιχαήλ και Γαβριήλ. Μια γιορτή που υπενθυμίζει τη θεία τάξη και αρμονία που διέπει τον πνευματικό κόσμο.
Οι Αρχάγγελοι εμφανίζονται σε πολλές θρησκευτικές παραδόσεις, με κοινό στοιχείο τον ρόλο τους ως αγγελιοφόροι και υπηρέτες του Θεού. Στον Ιουδαϊσμό, αναφέρονται κυρίως ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ και ο Ουριήλ, που θεωρούνται φύλακες των εθνών και εκτελεστές της θείας βούλησης. Στον Χριστιανισμό, οι αρχάγγελοι έχουν κεντρική θέση ως προστάτες και οδηγοί των ανθρώπων, με τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ να κατέχουν εξέχουσα θέση. Στο Ισλάμ, αναγνωρίζονται επίσης τέσσερις μεγάλοι άγγελοι: ο Γαβριήλ, που μετέφερε το Κοράνι στον Μωάμεθ, ο Μιχαήλ, που φροντίζει για τη συντήρηση της ζωής, ο Ισραφελ, που θα σημάνει την Ανάσταση με τη σάλπιγγά του και ο Αζραήλ, ο άγγελος του θανάτου.
Έτσι, σε όλες τις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, οι αρχάγγελοι εκφράζουν τη σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, ως φορείς μηνυμάτων, προστασίας και θείας δικαιοσύνης.
Το εικαστικό που συνοδεύει το κείμενο είναι του Marco d’Oggiono, μαθητή του Λεονάρντο Ντα Βίντσι και απεικονίζει τους τρεις Αρχαγγέλους, Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ. Πρόκειται για δυναμική σύνθεση, που αποτυπώνει το Μιχαήλ στο κέντρο να νικά τον διάβολο, ενώ οι άλλοι δύο πλαισιώνουν τη σκηνή με ήρεμη, θεϊκή παρουσία. Η χρωματική παλέτα και τα φτερά των αγγέλων προσδίδουν δραματικότητα και θεϊκή αρμονία, ενώ το φόντο με τοπία ενισχύει την αίσθηση βάθους και φυσικότητας.
Από το θρησκευτικό και μυθικό σύμβολο των Αρχαγγέλων, εμπνεύστηκε ο Ελβετός συνθέτης Franco Cesarini τη "Symphony No. 1 - The Archangels", που αποτυπώνει μουσικά τη δύναμη, τη χάρη και τη μεταφυσική διάσταση που αντιπροσωπεύουν.
Πρόκειται για βαθιά δραματική σύνθεση, στην οποία συνυπάρχουν εκφραστική ένταση, πολυφωνικός πλούτος και πνευματική ανάταση. Η "Συμφωνία των Αρχαγγέλων" γράφτηκε το 2019 για συμφωνική μπάντα, ένα μεγάλο σύνολο πνευστών, κρουστών και κοντραμπάσου, το είδος συνόλου στο οποίο εξειδικεύεται ο Τσεζαρίνι.
"Αρχάγγελος Γαβριήλ", Ελ Γκρέκο
Κεντρικό δομικό στοιχείο του έργου αποτελούν παλαιές γρηγοριανές μελωδίες, οι οποίες λειτουργούν ως θεματικός πυρήνας και πνευματικός συνδετικός ιστός των τεσσάρων κινήσεων, καθεμία αφιερωμένη σε έναν από τους αρχαγγέλους:
Γαβριήλ, ο ευγενικός Αγγελιοφόρος:
Η μουσική εκφράζει τη διττή φύση του Αρχαγγέλου: από τη μία, την ποιμενική, ευγενική πλευρά του αγγελιαφόρου που αναγγέλλει τη Γέννηση του Χριστού, και από την άλλη, την πολεμική και ορμητική μορφή του μαχητή ενάντια στις δυνάμεις του σκότους.
"Αρχάγγελος Ραφαήλ", Μουρίγιο
Η αντίθεση αυτή αποδίδεται μέσα από αντιθετικά θέματα και έντονες δυναμικές αντιπαραθέσεις.
Ραφαήλ, ο υπέρτατος Θεραπευτής:
Η δεύτερη κίνηση αποπνέει ηρεμία, φως και εσωτερική κάθαρση. Ο Ραφαήλ, προστάτης των ταξιδιωτών και θεραπευτής των σωμάτων και των ψυχών, αποδίδεται μουσικά με λυρικές γραμμές, απαλές χρωματικές διαβαθμίσεις και αίσθηση γαλήνιας πνευματικότητας.
"Aρχάγγελος Μιχαήλ", Γκουίντο Ρένι
Μιχαήλ, ο πρίγκιπας της Ουράνιας Δύναμης:
Ο Μιχαήλ, αρχηγός των ουράνιων στρατευμάτων, εμφανίζεται μέσα από εκρηκτική ενέργεια και ρυθμική αποφασιστικότητα.
Οι επιβλητικοί ήχοι, οι μεταλλικές αποχρώσεις των πνευστών και τα δραματικά ξεσπάσματα συμβολίζουν τη μάχη του φωτός με το σκοτάδι και τον θρίαμβο του καλού επί των δαιμονικών δυνάμεων.
Ουριήλ, ο ξεχασμένος Άγγελος:
"Aρχάγγελος Ουριήλ"
Η τελευταία κίνηση αποδίδει έναν αρχάγγελο που αν και δεν αναγνωρίζεται επισήμως από την Καθολική Εκκλησία μετά τη Σύνοδο του Τρέντο εξακολουθεί να ζει στη συλλογική μνήμη και την τέχνη. Ο Τσεζαρίνι τον παρουσιάζει ως φύλακα του χρόνου και του φωτός, μέσα από στοχαστική, μυστηριακή μουσική, που λειτουργεί σαν ύμνος προς το θείο φως και τη μυστική γνώση...
Η Συμφωνία των Αρχαγγέλων έχει χαρακτηριστεί "συμφωνία του πνεύματος και της υπέρβασης", έργο υψηλών τεχνικών απαιτήσεων, που συνδυάζει τη βαθιά πίστη στην πνευματική ουσία της μουσικής με μια σύγχρονη, πολυφωνικά ανεπτυγμένη γραφή, φέρνοντας σε διάλογο το παλαιό και το σύγχρονο, το ανθρώπινο και το θεϊκό...Ένα αριστούργημα, που προσκαλεί ακροατές και εκτελεστές να αναμετρηθούν με τη μεταφυσική δύναμη του ήχου...
Franco Cesarini:"Symphony No. 1 - The Archangels":
Η Φλωρεντία μοσχοβολούσε την αίγλη του παρελθόντος της. Ο Τσαϊκόφσκυ στεκόταν μπροστά στο παρεκκλήσι των Μεδίκων. Τα μάτια του υψώθηκαν στο θόλο σαν να αναζητούσαν εκεί μέσα ένα κλειδί για το αίνιγμα της ιδιοφυΐας. Ο Μιχαήλ Άγγελος, σιωπηλός και τιτάνιος, φαινόταν να του απαντά με το πέτρινο στόμα του "Μωυσή" του.
-"Να, λοιπόν, ο Μπετόβεν της γλυπτικής", συλλογίστηκε. Η ίδια ορμή, η ίδια τραγική υπερβολή. Η τόλμη που αγγίζει τη μελαγχολία που βαραίνει σαν ουρανός πριν την καταιγίδα¨.
Κι εκεί, μέσα στο ιερό φως, θυμήθηκε την "Ηρωική Συμφωνία", εκείνη την κολοσσιαία αποκάλυψη όπου για πρώτη φορά η δημιουργική δύναμη του Μπετόβεν ξεσπούσε ως μνημείο πνευματικής θέλησης. -"Δάσκαλε, σε θαυμάζω! Όμως, δεν ξέρω αν σ' αγαπώ", σκέφτηκε διστακτικά.
Η φράση βγήκε ασυναίσθητα. Ήταν εξομολόγηση και ετυμηγορία μαζί. Ο Μπετόβεν του φαινόταν όπως ο Θεός των παιδικών του χρόνων, επιβλητικός, απόμακρος. Δεν ήταν Θεός της στοργής, αλλά Θεός του αιώνιου δέους και της δύναμης. "Ο Χριστός", ψιθύρισε μέσα του, "ο Χριστός είναι αγάπη, και ο Χριστός της μουσικής είναι ο Μότσαρτ"
Λίγο καιρό αργότερα, στο Παρίσι, τον Ιούνιο του 1886, η μοίρα του επιφύλασσε μια απαράμιλλη συγκίνηση. Η μεγάλη σοπράνο Πολίν Βιαρντό τον υποδέχτηκε στο σπίτι της. Εκεί, μέσα στην ευωδιά των παλιών χειρόγραφων παρτιτούρων, του έδειξε το χειρόγραφο του "Ντον Τζιοβάνι". Το είχε αγοράσει το 1855 στο Λονδίνο και το φύλαγε σαν ιερό φυλαχτό.
Ο Τσαϊκόφσκυ άγγιξε το χειρόγραφο με δέος, σαν να φοβόταν μήπως βεβηλώσει κάτι θεϊκό.
-"Νιώθω την παρουσία της θεότητας" ψιθύρισε συγκλονισμένος.
Κοιτούσε σαστισμένος το μελάνι του Μότσαρτ....Δεν έβλεπε νότες, αλλά δέσμη απο ακτίνες φωτός, μια απλότητα που ακτινοβολούσε σοφία. Για κείνον, ο Ντον Τζιοβάνι δεν ήταν όπερα, ήταν αποκάλυψη. Και ο Μότσαρτ, δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Θεός της Μουσικής.
Η στάση του απέναντι στο έργο του ήταν πάντα πιστή και στοργική. Δεν τον αντιμετώπιζε ως πρόγονο της τέχνης, αλλά ως πνευματικό πατέρα. Ο Μότσαρτ δεν ήταν αντικείμενο μελέτης, ήταν οικείος, αγαπημένος, ήταν ο "Άγιός" του.
Έτσι, όταν πλησίαζε το 1887 και η Ευρώπη ετοιμαζόταν να τιμήσει την εκατονταετηρίδα από την πρεμιέρα του Ντον Τζιοβάνι, ο Τσαϊκόφσκυ ένιωσε ότι όφειλε να προσφέρει κάτι, πρωτίστως ως πιστός μαθητής και λιγότερο ως συνθέτης. Έτσι γεννήθηκε η "Mozartiana, έργο 61", ένα λουλούδι από νότες που άνθισε πάνω στον τάφο και μέσα στην αιωνιότητα του Μότσαρτ. Δεν ήταν έργο επίδειξης. Ήταν μια μουσική προσευχή. Ο Τσαϊκόφσκυ δεν μιμήθηκε τον Μότσαρτ, τον ανέστησε. Πήρε τις λεπτές, διαφανείς του φράσεις και τις έντυσε με ρωσική τρυφερότητα, προσθετοντας μελαγχολία που δεν αλλοιώνει αλλά φωτίζει. Κάθε κίνηση της σουίτας μοιάζει με υπόκλιση, με μια πράξη ευγνωμοσύνης από μαθητή προς δάσκαλο.
"Σ' αγαπώ, γιατί μέσα σου δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθώ...", συλλογίστηκε.
Το χέρι του ακούμπησε στο πιάνο. Μια φράση από τη "Μozartiana" κύλησε... Εκείνη τη στιγμή, ο Τσαϊκόφσκυ κατάλαβε. Ο Μπετόβεν ήταν το δράμα του ανθρώπου που παλεύει με τον Θεό κι ο Μότσαρτ, η συμφιλίωση. Κι εκείνος, ο ίδιος, στεκόταν ανάμεσά τους. Ανάμεσα στη βροντή και στο φως, ανάμεσα στην ορμή και στην τρυφερότητα.
Η Mozartiana δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής, είναι η εσωτερική εξομολόγηση και η πνευματική λύτρωση του Τσαϊκόφσκυ. Εκεί όπου ο Μπετόβεν τον πλημμύριζε με δέος και αγωνία, ο Μότσαρτ του πρόσφερε γαλήνη και τρυφερότητα. Μέσα από αυτό το έργο, ο Ρώσος συνθέτης βρήκε τρόπο να συμφιλιώσει το δέος με την αγάπη, το μεγαλείο με την απλότητα.
Η σύνθεση αναπτύσσεται σε 4 μέρη:
Η εισαγωγή γίνεται με μια ζωηρή Gigue, Ο Τσαϊκόφσκυ την ενορχήστρωσε με λαμπερή διάθεση, αποδίδοντας μια αίσθηση ελαφρότητας και κομψότητας. Εδώ κυριαρχεί η χαρά, η καθαρότητα και η απλότητα του Μότσαρτ.
Ακολουθεί ένα ευγενικό μενούετο, απαλό και νοσταλγικό, σαν ανάμνηση του παλαιού, γαλήνιου μιυσικού κόσμου. Στο τρίτο μέρος, την Προσευχή(Preghiera) ο Τσαϊκόφσκυ μετατρέπει το Ave verum corpus σε μια στιγμή βαθιάς συγκίνησης, μια μουσική επίκληση που αγγίζει το ιερό.
Το έργο κορυφώνεται με ένα Θέμα και παραλλαγές, λαμπερό και δεξιοτεχνικό, όπου η πειθαρχία του Μότσαρτ συναντά τη ρομαντική έξαρση του Τσαϊκόφσκυ.
Στην πρεμιέρα της σύνθεσης στη Μόσχα τον Νοέμβριο του 1887 διηύθυνε ο Τσαϊκόφσκυ, ο οποίος προλόγισε την παρτιτούρα με τα εξής:
"Πολλά από τα σύντομα κομμάτια του Μότσαρτ είναι -για κάποιο ακατανόητο λόγο- ελάχιστα γνωστά και στο κοινό και στους μουσικούς. Τιτλοφόρησα τη Σουίτα "Μοτσαρτιάνα" γιατί θέλω να δώσω μια νέα ευκαιρία για την πιο συχνή εκτέλεση αυτών των μαργαριταριών της μουσικής τέχνης, ανεπιτήδευτων στη μορφή, αλλά γεμάτων με απαράμιλλες ομορφιές..."
-"Είναι πάρα πολύ δύσκολη σύνθεση. Σχεδόν μου τέλειωσαν τα δάκτυλα!", είπε ο Φραντς Λιστ, σηκώνοντας τα χέρια του από τα πλήκτρα και κοιτάζοντας τον νεαρό Γκαμπριέλ Φωρέ με ένα χαμόγελο θαυμασμού, αλλά και απορίας. Ο Φωρέ χαμήλωσε το βλέμμα και σχεδόν απολογητικά, ψιθύρισε:
-"Ήθελα να περιγράψω τους ψιθύρους του δάσους... Τις νύμφες που παίζουν και χορεύουν κάτω απ’ το φως, όπως στο δάσος του Zίγκφριντ. Ο Βάγκνερ με συγκλόνισε. Eγραψα τους δικούς μου ψιθύρους, με τον τρόπο μου". Ο Λιστ χαμογέλασε πλατιά, σηκώθηκε και τον συνεχάρη. "Δύσκολο και απαιτητικό έργο, ναι... αλλά θαυμάσιο".
Έτσι γεννήθηκε η "Ballade, Op.19" του Γκαμπριέλ Φωρέ, ένα από τα πιο λεπτά και πρωτοποριακά έργα της πρώτης περιόδου του συνθέτη.
Γραμμένη αρχικά για σόλο πιάνο γύρω στο 1877, η Μπαλάντα παρουσιάστηκε στη Βαϊμάρη στον Λιστ, που ήταν ο πρώτος ακροατής της. Ίσως μάλιστα το σχόλιό του για τη δεξιοτεχνική της δυσκολία να οδήγησε τον Φωρέ να προσθέσει, λίγο αργότερα, μια διακριτική συνοδεία ορχήστρας, με ενορχήστρωση που, όπως θα έγραφε αργότερα ο Αλφρέντ Κορτώ, "της χαρίζει καθαρότητα και διάφανη ισορροπία".
Η Μπαλάντα του Φωρέ δεν θυμίζει τις ομώνυμες του Σοπέν, που ξεσπούν σε ρομαντική αφήγηση και δραματική μεγαλοπρέπεια. Ο Φωρέ, πιο εσωστρεφής και ποιητικός, δεν επιδιώκει αφηγηματική έξαρση ούτε ρητορική ένταση. Αναζητά κάτι πιο λεπτό, πιο εσωτερικό, την απεικόνιση μιας ποιητικής φύσης, τους ψιθύρους του δάσους όπου σαν σε ονειρική σκηνή, οι νύμφες παίζουν και χορεύουν.
Η έμπνευση γι’ αυτήν τη μουσική σελίδα γεννήθηκε από τη βαθιά εντύπωση που προξένησε στον συνθέτη η σκηνή του δάσους από τον Ζίγκφριντ του Βάγκνερ.
Μαγεμένος από το ηχητικό εκείνο τοπίο, ο Φωρέ θέλησε να το αναδημιουργήσει με τον δικό του, τελείως προσωπικό τόνο, έναν τόνο πιο διακριτικό, πιο φωτεινό, όπου η φύση ανασαίνει απαλά, διαφορετικά από τον συγκλονιστικό, δραματικό τρόπο του Βάγκνερ. Όπως ο ίδιος έλεγε: "Πάντα απολαμβάνω να βλέπω το φως του ήλιου να παιχνιδίζει με τους βράχους, το νερό, τα δέντρα, τις πεδιάδες. Τι ποικιλία εντυπώσεων, τι λαμπρότητα, τι απαλότητα… Μακάρι η μουσική μου να μπορούσε να δείξει τόση ποικιλία!". Βλέπουμε πως η παρατήρηση του φυσικού κόσμου γίνεται μουσική εμπειρία για τον Φωρέ, όπου η πολυμορφία, η λεπτότητα και η φωτεινότητα των ήχων αντικατοπτρίζουν τη ζωντάνια και την ομορφιά της φύσης.
Έτσι, η ιδέα του "δάσους του Ζίγκφριντ" μεταμορφώνεται στα χέρια του σε τοπίο από φως και σκιές, όπου οι ήχοι κυματίζουν απαλά σαν ανάσες της φύσης. Κι αυτό το έργο γίνεται ένα ζωντανό παράδειγμα της απόστασης που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε δύο δημιουργούς οι οποίοι εμπνέονται από το ίδιο πρότυπο, αλλά εκφράζουν μέσα απ' αυτό δύο διαφορετικούς, μοναδικούς κόσμους.
Για την εποχή της, η αρμονική γλώσσα του έργου υπήρξε τολμηρή, αινιγματική. Οι χρωματισμοί, η απουσία ρητορικών κορυφώσεων, η λεπτότητα της γραφής έκαναν τη μπαλάντα να μοιάζει "πολύ σύγχρονη" για τα τέλη του 19ου αιώνα. Και πράγματι, έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν άγνωστη, μέχρι ν' ανακαλυφθεί ξανά από τους θαυμαστές του Φωρέ στις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα τη βλέπουμε ως έργο-γέφυρα, από τον λυρισμό του ρομαντισμού προς τη διαύγεια του γαλλικού μοντερνισμού, προαναγγέλλοντας τη γλώσσα του Ντεμπυσί και του Ραβέλ.
Στην ουσία της, όμως, παραμένει εκείνο που ο ίδιος ο Φωρέ είπε στον Λιστ...Μια μουσική περιδιάβαση στο δάσος, όπου οι νύμφες ψιθυρίζουν και χορεύουν και ο άνεμος περνά ανάμεσα στα δέντρα, γεμάτος φως...Κάθε νότα λειτουργεί σαν ψίθυρος του φύλλου, κάθε μελωδική καμπύλη σαν κίνηση της φύσης, οι αρμονίες του Φωρέ, λεπτές και διαυγείς, δίνουν χρωματισμούς που αναδύονται σαν ηλιαχτίδες μέσα απ' τα κλαδιά, ενώ οι ανεπαίσθητες μετατροπίες του δημιουργούν την αίσθηση μιας συνεχούς ροής που συνδέει τον χώρο με τον χρόνο.
Το έργο γίνεται μια ηχητική ζωγραφιά, όπου η ψυχή της φύσης συναντά την ψυχή του συνθέτη και η μουσική, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως αφήγηση και ψυχολογικό τοπίο, καλεί τον ακροατή να βιώσει την υποβλητική διάσταση του χρόνου, του χώρου και της φύσης...
Θα απολαύσουμε την εκδοχή με ορχήστρα, που ο Φωρέ παρουσίασε για πρώτη φορά με την ορχήστρα του Εντουάρ Κολόν το 1881. Εδώ η Μπαλάντα δεν επιδεικνύει δεξιοτεχνία, είναι πιο χαλαρή, πιο φωτεινή και γοητευτική. Ίσως γι’ αυτό ο Ντεμπισί την είχε χαρακτηρίσει "υπερβολικά θηλυπρεπή". Η φόρμα της είναι ελεύθερη, αλλά στην ουσία χωρίζεται σε τρία μέρη που αναπτύσσουν τα δικά τους θέματα και κορυφώνεται σε ένα τέταρτο, όπου τα θέματα συνδυάζονται, δημιουργώντας μια μουσική αφήγηση γεμάτη αίσθηση και εσωτερική συνοχή...
G. Faure: "Ballade for Piano and Orchestra, Op. 19"
Το κείμενο γράφτηκε στη μνήμη του Γκαμπριέλ Φωρέ. Απεβίωσε στις 4 Νοεμβρίου 1924 στο Παρίσι, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο μουσικό έργο που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς συνθέτες της γαλλικής μουσικής παράδοσης. Παρά την αργή, σταδιακή απώλεια της ακοής του, συνέχισε να δημιουργεί, αποδεικνύοντας ότι η μουσική ήταν για εκείνον υπόθεση ψυχής. Ο θάνατός του σήμανε το τέλος μιας εποχής όπου η λεπτότητα, ο λυρισμός και η αίσθηση του εσωτερικού κόσμου στην μουσική αναδεικνύονταν με μοναδική ευαισθησία. Η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή μέσα από τα έργα του, που συνεχίζουν να γοητεύουν και να εμπνέουν..
Ο Φέλιξ Μέντελσον δεν υπήρξε μόνο συνθέτης μεγάλης ευαισθησίας, αλλά και ταξιδιώτης με πνεύμα ανήσυχο και καλλιεργημένο. Για κείνον, το ταξίδι δεν ήταν απλώς μετακίνηση ή περιήγηση. Ήταν μια αναζήτηση του ωραίου, του καλαίσθητου, του θείου μέσα από τη φύση, την τέχνη και τους ανθρώπους. Κάθε τόπος που επισκεπτόταν γινόταν πηγή έμπνευσης, ένα ζωντανό εργαστήριο συναισθημάτων και ήχων. Το 1830, σε ηλικία μόλις 21 ετών, ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι στην Ιταλία, τη γη του φωτός, της αρμονίας και της τέχνης. Εκεί βρήκε τη λάμψη που ταίριαζε στην ψυχή του και την ηρεμία που τροφοδότησε το στοχαστικό βάθος της μουσικής του.
Σε επιστολή που έγραψε ο συνθέτης από τη Φλωρεντία, διαβάζουμε:
"Φλωρεντία, 23 Οκτωβρίου 1830 Βρίσκομαι στη Φλωρεντία, μια πόλη με ζεστό αέρα και λαμπερό ουρανό. Όλα γύρω μου φαίνονται όμορφα, πλημμυρισμένα από την παλιά τους αίγλη. Ο οδηγός μου υπέδειξε ένα σημείο ανάμεσα στους λόφους, καλυμμένο από μπλε ομίχλη, λέγοντας: "Να τη η Φλωρεντία!". Κοίταξα με λαχτάρα! Διέκρινα τον στρογγυλό θόλο του Ντουόμο να ξεπροβάλλει, καθώς η απέραντη κοιλάδα που φιλοξενεί την πόλη απλωνόταν μπροστά μου.[...] Καθώς περπατούσα στον δρόμο, κοίταξα τα δέντρα που νόμιζα ότι ήταν ιτιές, ώσπου ο οδηγός μου είπε "Buon olio". Τότε αντιλήφθηκα ότι ήταν ελιές γεμάτες καρπούς.
Κάθε ύψωμα φιλοξενούσε βίλες με βεράντες γεμάτες τριαντάφυλλα, αλόες, λογής άλλα λουλούδια και σταφύλια. Οι κορυφές των κυπαρισσιών και των πεύκων ξεχώριζαν εντυπωσιακά στον ουρανό, ενώ η έντονη ζωή στους δρόμους πρόσθεταν ζωντάνια στο τοπίο... Σκοπεύω αύριο να επισκεφτώ το Tribune στην Oυφίτσι για να νιώσω την αίσθηση της ευλάβειας. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο σημείο, που μου αρέσει να κάθομαι. Από κεί παρατηρώ τη "Αφροδίτη των Μεδίκων" ακριβώς απέναντι και στρίβοντας λίγο αριστερά, τη Madonna del Cardellino, έναν αγαπημένο μου πίνακα του Ραφαήλ. Δεν έχω ακόμη επισκεφτεί το Παλάτσο Πίτι, όπου βρίσκονται ο "Άγιος Ιεζεκιήλ" και η "Madonna della Scientia", επίσης του Ραφαήλ. Χθες, ωστόσο, είδα τους κήπους του παλατιού λουσμένους στον ήλιο. Oι πυκνοί μίσχοι των μυρτιών και των δαφνών, μαζί με τα αμέτρητα κυπαρίσσια, μου προκάλεσαν μια παράξενη, γοητευτική εντύπωση με αύρα εξωτισμού..."
Η επιστολή του Μέντελσον από τη Φλωρεντία αποκαλύπτει τη βαθιά του λατρεία για τα ταξίδια, που δεν περιορίζονται στη μετακίνηση αλλά γίνονται μέσο ανακάλυψης και μάθησης. Κάθε θέα, από την μπλε ομίχλη των λόφων ως τον στρογγυλό θόλο του Καθεδρικού ξυπνά μέσα του ενθουσιασμό και θαυμασμό. Η φύση και η πόλη μετατρέπονται σε ζωντανή εμπειρία, πλούσια σε χρώματα, μορφές και ζωντάνια. Στην περιήγησή του στα μουσεία και τις πινακοθήκες, η προσοχή του στα έργα του Ραφαήλ και άλλα έργα τέχνης αποκαλύπτει την επιθυμία να συνδεθεί με το πνεύμα των μεγάλων καλλιτεχνών, να αντλήσει έμπνευση και να κατανοήσει το μυστικό της δημιουργίας.
Την ίδια ευαισθησία που αποπνέει η επιστολή του εκφράζει και η υδατογραφία του με τίτλο "Άποψη της Φλωρεντίας", που φιλοτέχνησε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη(ΦΩΤΟ). Στο έργο αυτό, ο Μέντελσον αποτυπώνει με το ίδιο βλέμμα του μουσικού και του ποιητή μια γαλήνια άποψη της πόλης, όπου διακρίνεται στο βάθος ο εμβληματικός τρούλος του Ντουόμο. Η σύνθεση είναι φωτεινή και ισορροπημένη, όπως και η μουσική του. Η Φλωρεντία μοιάζει να αιωρείται μέσα σε μια ατμόσφαιρα ηρεμίας και ευλάβειας, σαν προέκταση της ψυχής του ταξιδιώτη που αναζητά το θείο μέσα στο κάλλος.
Η τέχνη και η φύση, στη μουσική και στα χρώματα του Μέντελσον, γίνονται γέφυρα προς το υπερβατικό, προσφέροντας αισθητική απόλαυση αλλά και πνευματική έκσταση. Η επιστολή και η υδατογραφία του μαρτυρούν πως για κείνον το ταξίδι, η τέχνη και η ζωή ενώνονται σε μια ολοκληρωμένη εμπειρία που μορφώνει, εμπνέει και συνδέει τον άνθρωπο με το θαύμα της δημιουργίας και την αιωνιότητα του θείου.
Από το ταξίδι του στην Ιταλία ο Μέντελσον εμπνεύστηκε την 4η Συμφωνία του, την ονομαζόμενη "Ιταλική".
Πιο ταιριαστή ενότητα στο ύφος των περιγραφών του συνθέτη από τη Φλωρεντία βρίσκω τη 2η κίνηση, Andante con moto, που θυμίζει θρησκευτική πομπή και αποπνέει την ηρεμία εσωτερικού στοχασμού. Η λυρική και διαλογιστική ατμόσφαιρα του μέρους αντικατοπτρίζει τον θαυμασμό του για τον λαμπερό ουρανό, τους κήπους και τα μνημεία της πόλης, ενώ οι αρμονικές εναλλαγές αντανακλούν τα αναγεννησιακά τοπία, τις περίτεχνες πλατείες και τις ανθοφορεμένες βεράντες, που είδε. Η εσωτερική συγκίνηση που του προκαλούσαν τα έργα τέχνης συνδέεται με την ήρεμη, ιερή εκφραστικότητα της μουσικής, δημιουργώντας μέσα από τον ήχο την αίσθηση της πνευματικής εμπειρίας και του θαύματος της Φλωρεντίας. Mendelssohn: "Symphony N.4 "Italian", II: Andante con moto / Claudio Abbado:
Το κείμενο γράφτηκε στη μνήμη του Φ.Μέντελσον. Ο θάνατος τον βρήκε στην ηλικία των τριάντα οκτώ χρόνων από εγκεφαλική αιμορραγία μια μέρα σαν σήμερα, 4 Νοέμβρη του 1847.