Translate

fb

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025

Από το Όραμα στη Μελωδία: Οι "Χορωδίες των Αγγέλων" της Hildegard von Bingen...


Scivias 1.6, "Χορωδίες των Αγγέλων",
Από το χειρόγραφο του Ρούπερτσμπεργκ(Εικ. 1).





Η Hildegard von Bingen ήταν Γερμανίδα μοναχή, μυστικίστρια, θεολόγος, βοτανολόγος, συγγραφέας και συνθέτρια, μία από τις σημαντικότερες μορφές του Μεσαίωνα.

Από νεαρή ηλικία αφιερώθηκε στη μοναστική ζωή, έγινε ηγουμένη και ίδρυσε το δικό της μοναστήρι στο Ρούπερτσμπεργκ. Είχε οράματα από παιδί, τα οποία κατέγραψε σε θεολογικά έργα, όπως το "Scivias". Το έργο της συνδυάζει τη χριστιανική πίστη με την παρατήρηση της φύσης και θεωρείται πρόδρομος της ολιστικής ιατρικής. 
Το 2012 ανακηρύχθηκε Αγία και η Καθολική Εκκλησία τιμά τη μνήμη της στις 17 Σεπτεμβρίου.

Ως συνθέτις έγραψε μουσική με βαθιά πνευματικό χαρακτήρα, θεωρούμενη σήμερα μία από τις πρώτες γνωστές συνθέτριες της Δυτικής μουσικής. Η συνεισφορά της Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν στη μουσική υπήρξε πρωτοποριακή για την εποχή της. Τα έργα της, κυρίως μονοφωνικά μέλη, ξεχωρίζουν για τη λυρικότητα, το πνευματικό βάθος, τις τολμηρές μελωδικές γραμμές, υπερβαίνοντας τα συνήθη πλαίσια της μεσαιωνικής μουσικής. Οι συνθέσεις της, γραμμένες κυρίως για γυναικείες φωνές, συνοδεύουν θρησκευτικά κείμενα που έγραψε η ίδια και συχνά εξυμνούν τη Θεία Σοφία. Το μουσικό της ύφος διακρίνεται από εκφραστικόιτητα και εσωτερικότητα, συνδυάζοντας το μυστικιστικό της όραμα με έναν έντονα προσωπικό τόνο. Η Χίλντεγκαρντ, όχι μόνο έδωσε φωνή στη γυναικεία πνευματικότητα μέσω της μουσικής, αλλά επηρέασε και τη μεταγενέστερη αντίληψη για τη θρησκευτική τέχνη στον Μεσαίωνα.

Η Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν από παιδί έβλεπε οράματα, τα οποία περιέγραφε ως φωτεινές και ζωντανές εμπειρίες, γεμάτες συμβολισμούς και θεϊκά μηνύματα. Μέσα από αυτά, ένιωθε ότι της αποκαλυπτόταν η θεία τάξη του σύμπαντος, η σχέση Θεού-ανθρώπου και το νόημα της δημιουργίας. Δεν ήταν απλές φαντασιώσεις, αλλά βαθιά θεολογικά και κοσμολογικά οράματα, τα οποία κατέγραψε με λεπτομέρεια στα έργα της, όπως το Scivias(=Scito vias Domini - Γνώριζε τους δρόμους του Κυρίου).

"Τότε είδα μια θαυμαστή φωτεινότητα, μέσα στην οποία υπήρχε ένα πλήθος αγγελικών υπάρξεων, φλογερές σαν τις φλόγες του ήλιου. Αυτοί δεν είχαν ανθρώπινο σχήμα, αλλά ήταν γεμάτοι ζωή, κίνηση και αρμονία. Έψαλλαν με άφατη γλυκύτητα και η μελωδία τους αντηχούσε ως τους ουρανούς. Από το τραγούδι τους ανέβαινε προς τον Θεό ένα φως τόσο καθαρό, που ένιωθα όλη η δημιουργία να ανασαίνει μέσα του.
Οι άγγελοι στάθηκαν σε κύκλους, κατά τάγματα, και το φως τους ακτινοβολούσε από μέσα τους, σαν να ήταν καθρέφτες της θείας παρουσίας. Έψαλλαν χωρίς ανάπαυση, και κάθε ήχος τους ήταν ύμνος, προσευχή και σοφία".

(Scivias, 1, Όραμα 6)


Το παραπάνω είναι όραμα της φον Μπίνγκεν που περιγράφεται στο Α' Βιβλίο στο έργο "Scivias" και τιτλοφορείται "Χορωδίες των Αγγέλων".

Θεωρείται από τα πιο εντυπωσιακά οράματά της, το οποίο αφορά τη δομή και λειτουργία του ουράνιου κόσμου και συγκεκριμένα την ουράνια ιεραρχία των αγγέλων. Αποτυπώνει τη μυστικιστική εμπειρία της Χίλντεγκαρντ, όπου οι άγγελοι αποτελούν έκφραση της θείας αρμονίας, και η μουσική τους γίνεται μέσο ένωσης με τον Θεό.

Στο Scivias συναντάμε τη θαυμαστή απεικόνιση των "Χορωδιών των Αγγέλων", όπως διασώζεται στο χειρόγραφο του Ρούπερτσμπεργκ(Εικ. 1).
Στο κέντρο της εικόνας δεσπόζει λαμπερό κυκλικό σχήμα, που αναπαριστά τον ουράνιο κόσμο και τη θεία σφαίρα. Η σύνθεση οργανώνεται σε ομόκεντρους κύκλους, οι οποίοι συμβολίζουν τα εννέα αγγελικά τάγματα. Στον πυρήνα κυριαρχεί ένα φωτεινό, χρυσό φως- σύμβολο του Θείου Λόγου. Γύρω του διατάσσονται μορφές αγγέλων που ψάλλουν ή προσεύχονται, βυθισμένες σε δοξολογία. Οι κόκκινες και χρυσές αποχρώσεις ενισχύουν την αίσθηση του πυρός και της θείας δόξας, ενώ πολλά πρόσωπα είναι στραμμένα προς το κέντρο, δηλώνοντας τη διαρκή προσήλωση στον Θεό.


Αυτό το όραμα ενέπνευσε πολλές από τις συνθέσεις της. Για τη Χίλντεγκαρντ, η μουσική ήταν "η φωνή των αγγέλων" και το έργο της προσπαθεί να μεταφέρει αυτή την εμπειρία της ουράνιας αρμονίας στη γήινη λατρεία.

Όπως στον ύμνο της "O gloriosissimi, lux vivens, Angeli- Ω, ένδοξα , φωτεινά όντα, Άγγελοι", μια χαρακτηριστική έκφραση της μυστικιστικής κοσμολογίας της Χίλντεγκαρντ, όπου το φως, η γν
ώση, η μουσική και η θεία αγάπη ενώνονται σε μια αιώνια χορωδία.


"Ω ένδοξα, φωτεινά όντα, Άγγελοι,
εσείς που μέσα στη θεότητα
βλέπετε με μάτια θεϊκά
με πέπλο μυστηρίου
κάθε πλάσμα,
μέσα σε φλογερούς πόθους,
από τους οποίους ποτέ
δεν ικανοποιείστε..."

Η Χίλντεγκαρντ παρουσιάζει τα Αγγελικά πλάσματα με άσβεστη επιθυμία για ένωση με τον Θεό, μια μυστικιστική εικόνα της αιώνιας αγάπης για το θείο.

Το αντίφωνο "O gloriosissimi, lux vivens, Angeli" χαρακτηρίζεται από μελωδική ρευστότητα και χρήση διαστημάτων που εκφράζουν πνευματική ένταση. Η μελωδική γραμμή κινείται σε υψηλές τονικά εκτάσεις όταν ο στίχος σχετίζεται με το φως, τη θεότητα και τον πόθο, ενισχύοντας τη μυστικιστική και δοξαστική ατμόσφαιρα, τυπική του μουσικού ύφους της Χίλντεγκαρντ.


Hildegard von Bingen: "O gloriosissimi, lux vivens, Angeli":



Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

H Κάλλας, η καθιέρωση και η βενετσιάνικη γέφυρα...




H Kάλλας στο ρόλο της Ελβίρας

Στην καρδιά της Βενετίας, λίγο πιο πέρα από τη λιμνοθάλασσα που λάμπει αχνά κάτω από το απογευματινό φως, στέκει μια γέφυρα ξεχωριστή. Δεν είναι επιβλητική ούτε στολισμένη με μύθους. Δεν ανήκει στα αρχιτεκτονικά θαύματα. Κι όμως, φέρει επάνω της ένα βάρος που υπερβαίνει την πέτρα και το μάρμαρο. Μια φωνή, αθάνατη και ζωντανή.

Βενετία, Ponte Maria Callas, ακριβώς πίσω
από την κύρια είσοδο της Όπερας La Fenice

Ponte Maria Callas.

Η μόνη γέφυρα στη Βενετία που φέρει το όνομα μιας τραγουδίστριας. Της φωνής, που η ίδια η μουσική επέλεξε να κατοικήσει: Μαρία Κάλλας.

Η γέφυρα είναι λευκή, επενδυμένη με κομψή πέτρα, τα κιγκλιδώματά της σμιλεμένα σαν ραφές πάνω σε μεταξωτό φόρεμα. Δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά στο Teatro La Fenice, τον Ναό της Όπερας. Δεν είναι για το πέρασμα των τουριστών ή την αποτύπωση φωτογραφιών. Είναι για κείνους που περπατούν αργά κι ευλαβικά, αναζητώντας μαγεία μέσα από μια άρια.

Και πώς να μην είναι το όνομά της εκεί, αφού εδώ, σ’ αυτά τα σανίδια, γεννήθηκε ο μύθος της;

Εκείνη η γέφυρα ανασαίνει τις νύχτες. Κάθε κολονάκι της κρύβει και μια μελωδία, μυρίζει παλιά πούδρα θεάτρου, κουβαλάει τις ανάσες των εραστών που συγκινήθηκαν κάποτε από μια ψηλή νότα.
Η γέφυρα αυτή δεν περνά μόνο πάνω από το βενετσιάνικο κανάλι, περνά πάνω απ'το χρόνο. Ενώνει δύο εποχές. Τότε, που μια νεαρή καλλιτέχνις με σπίθα στα μάτια και φωνή που ξυπνούσε θεούς και δαίμονες και τώρα, που στέκεται μπροστά σε ένα άγνωστο μέλλον κοιτάζοντάς το χωρίς να διστάζει.

Ήταν το 1949 όταν η Μαρία με το "βάρος" της φωνής της πάτησε τη σκηνή του Λα Φενίτσε με την "Μπρουνχίλντε" του Βάγκνερ. Το κοινό την άκουσε με προσοχή. Kάποιοι θαύμασαν, κάποιοι παραξενεύτηκαν. Μα κανείς δεν μπόρεσε να την αγνοήσει.

Όμως το πεπρωμένο αποφάσισε να της στείλει μια πρόκληση που μόνο οι αληθινοί καλλιτέχνες μπορούν να αδράξουν. 
Στο ίδιο Θέατρο εμφανιζόταν η σπουδαία Μαργκερίτα Καρόζιο στο ρόλο της Ελβίρας από τους "Πουριτανούς" του Μπελίνι, η οποία ξαφνικά αδιαθέτησε. Και τότε ο μαέστρος Τούλιο Σεραφίν, που πίστευε στις σπάνιες φωνές και ακόμα σπανιότερα πνεύματα, στράφηκε στην Κάλλας.




-Μαέστρο... εγώ; Τους Πουριτανούς; Μα... δεν έχω καν μελετήσει την παρτιτούρα...
- Μαρία, έχεις τη φωνή, το ένστικτο και την καρδιά. Αυτά δεν διδάσκονται. Θα σε καθοδηγήσω.
- Μαέστρο... είναι μια τρέλα...

-Μπορεί. Μα είναι και η ευκαιρία σου. Κι εσύ, Μαρία, δεν γεννήθηκες για να μείνεις στο περιθώριο.

Η Κάλλας τον κοίταξε για μια στιγμή με δισταγμό. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα.

-Τότε..., ξεκινάμε. Ίσως είναι τρέλα, μα είναι και η μοίρα μου...

Έξι ημέρες. Αυτό είχε. Έξι μόλις ημέρες για να κατακτήσει έναν ρόλο που άλλες σοπράνο μελετούσαν μήνες. Έναν ρόλο που δεν ταίριαζε -τουλάχιστον θεωρητικά- με την ηφαιστειακή, σχεδόν αρχαιοελληνική, δύναμη της φωνής της. Οι νότες του μπελκάντο φάνταζαν ασύμβατες με το μέταλλο της. Η Μαρία όμως, δεν ήταν από κείνες που περιορίζονται στο "πρέπει". Δεν ήταν φτιαγμένη για να ακολουθεί. Ήταν γεννημένη για να αναμετράται. Με το υλικό, με τη σκηνή, με την ίδια της τη φύση.

Το βράδυ της πρεμιέρας, πίσω από τα παρασκήνια, όλα ήταν πιο ήσυχα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Σαν να κράταγε το θέατρο την ανάσα του, λίγο πριν την καταιγίδα.

Η Κάλλας είχε φορέσει το κοστούμι της Ελβίρας. Καθόταν αμίλητη με το βλέμμα καρφωμένο μακριά. Ίσως στο χρόνο, σε μια ανάμνηση, ίσως σε ένα μέλλον που ερχόταν να την καταπιεί ή να τη δικαιώσει.

"Κανείς δεν περιμένει να τα καταφέρω…Ίσως ούτε και γω η ίδια. Μα δεν θα φύγω από δώ χωρίς να παλέψω.Αν πρόκειται να πέσω, θα πέσω με τη φωνή μου ολόκληρη. Με κάθε ράγισμα, κάθε πίστη, κάθε πνοή μου", σκεφτόταν...

Έσφιξε τα δάχτυλα μέσα στις παλάμες της. Το σώμα της έτρεμε ελαφρώς. Δεν ήταν φόβος. Έτρεμε από συγκέντρωση, από πίστη. Από κείνη την ανεξήγητη βεβαιότητα που επισκέπτεται τους αληθινούς καλλιτέχνες, λίγο πριν περάσουν τη "γέφυρα"...

Όταν βγήκε στη σκηνή, για μια στιγμή φάνηκε μικρή. Μόνη. Μα έπειτα, καθώς άνοιξε το στόμα της κι ακούστηκε η πρώτη φράση, το κοινό ένιωσε να αναδύεται από τα σωθικά του θεάτρου μια δύναμη πρωτόγονη, μια φωνή που δεν ανήκε σε άνθρωπο, μα σε κάτι αρχέγονο και αιώνιο. Ήταν η Μαρία...Ήταν η Ελβίρα...Ήταν και οι δύο, κι ήταν καμία.

Στη δεύτερη σειρά, ένας ηλικιωμένος θεατής, που είχε δει αμέτρητες σκηνές τρέλας στην όπερα, έσκυψε ελαφρά μπροστά. Τον είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα. Δεν ήταν η ένταση που τον συγκλόνισε, αλλά η αυθεντικότητα. Δεν παρακολουθούσε απλώς μια ερμηνεία. Ήταν μάρτυρας μιας βαθιάς εξομολόγησης.

Στο βάθος της ορχήστρας, ο πρώτος βιολονίστας γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι του προς τη σκηνή, χάνοντας για λίγο το μέτρημα. Δεν το είχε κάνει ποτέ σε παράσταση. Μα αυτή τη φορά, κάτι τον είχε τραβήξει σαν μαγνήτης ... σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως όντως η φωνή που άκουγε ανήκε σε άνθρωπο.

Η σκηνή της τρέλας δεν ήταν απλώς μια δραματική κορύφωση. Ήταν ένα ρήγμα στον χρόνο. Οι νότες που ξεχύνονταν από τη φωνή της Μαρίας δεν ήταν απλώς ερμηνευμένες, αλλά ζωντανές εμπειρίες, βαθιά ριζωμένες μέσα της. Δεν ερμήνευε την Ελβίρα.Γινόταν η ψυχή της. Ήταν η Κάλλας, σπαρακτικά γυμνή, μπροστά σε ένα κοινό που δεν ήξερε αν έπρεπε να χειροκροτήσει ή να προσευχηθεί.

Όταν έπεσε η αυλαία, η σιωπή κράτησε λίγο παραπάνω από το αναμενόμενο. Και ύστερα, έκρηξη. Οι άλλοτε διστακτικοί κριτικοί, υποκλίθηκαν. Οι θεατές, άφωνοι, ένιωσαν πως είχαν υπάρξει μάρτυρες ενός θαύματος.

Και η Μαρία, πίσω ξανά στη σιωπή των παρασκηνίων, έγειρε για λίγο το κεφάλι της στον τοίχο. Δεν χαμογέλασε. Μόνο ψιθύρισε: 
-"Τα κατάφερα! Και δεν θα είμαι ποτέ ξανά η ίδια."

Η πόλη δεν ξέχασε ποτέ το θρίαμβό της...

Η φωνή της Κάλλας, μέσα από τα μάρμαρα του La Fenice, έμεινε να αιωρείται σαν μυστήριο που κανείς δεν κατάφερε να εξηγήσει πλήρως. Εκείνη, με την πειθαρχία του πολεμιστή και τη σπαρακτική μελαγχολία της ντίβας, έφερε το μπελκάντο πίσω από τα χείλη των εραστών του ρομαντισμού. 
Κι από τότε, κάθε φορά που περνάς τη μικρή γέφυρα, κάθε φορά που πατάς την πέτρα της, αν είσαι πολύ προσεκτικός, μπορείς να ορκιστείς πως ακούς ακόμη τη σκηνή τρέλας της Ελβίρας να αντηχεί στον αέρα.

Γιατί αυτή η γέφυρα δεν είναι απλώς μια διαδρομή. Είναι ένα μνημείο για την καθιέρωση. Το σύνορο ανάμεσα στη νεαρή Μαρία που έψαχνε την ευκαιρία και στην Κάλλας που την άρπαξε και έγινε θρύλος.

Οι Βενετσιάνοι δεν της αφιέρωσαν άγαλμα ή κάποια πλατεία. Της χάρισαν μία γέφυρα. Γιατί ήξεραν πως οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν εγκλωβίζονται ποτέ σε τόπους, δεν μένουν ποτέ στάσιμοι... Πάντα διαβαίνουν, πάντα προχωρούν, γίνονται γέφυρα, αέναοι διάδρομοι, διαβατήρια που φωτίζουν το ταξίδι από τη σκιά στο φως...πάντα σε κίνηση, πάντα στο πέρασμα.

Bellini: "I Puritani, Σκηνή της τρέλας":



Η Ελληνίδα υψίφωνος έφυγε από τη ζωή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, στο σπίτι της στο Παρίσι. Η μαγευτική φωνή της σίγησε για πάντα, αλλά η ψυχή της συνεχίζει να ζει, να συγκινεί και να φωτίζει το παγκόσμιο μουσικό στερέωμα, σαν ακατάβλητη, άσβεστη φλόγα...




Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Αγκάθα Κρίστι: Μελωδίες Μυστηρίου στο Σπίτι των Ονείρων ...



Η Αγκάθα Κρίστι, η αγαπημένη βρετανίδα συγγραφέας "αρχόντισσα του μυστηρίου και συνθέτρια δαιμόνιων ιστοριών" γεννήθηκε σαν σήμερα,15 Σεπτεμβρίου 1890, και κατάφερε με τη μοναδική της πένα να χαρίσει στον κόσμο μυθιστορήματα γεμάτα σασπένς και ανατροπές. Μέσα από τους ήρωές της, συνέθεσε έναν λογοτεχνικό κόσμο που έχει μεταφραστεί σε πάνω από 100 γλώσσες και έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.

Λιγότερο γνωστή, όμως, είναι η μουσική πλευρά της Κρίστι. Από μικρή, η Αγκάθα έδειξε το χάρισμά της στη μουσική, που κατείχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά της. Σπούδασε πιάνο και μαντολίνο και ονειρευόταν μια καριέρα ως οπερατική τραγουδίστρια ή βιρτουόζος πιανίστρια. Η φωνή της ήταν όμορφη, αλλά η ντροπαλή της φύση και η δυσφορία της απέναντι στα πλήθη την κράτησαν μακριά από τη σκηνή.
Παρόλα αυτά, η μουσική δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Πάντα έπαιζε πιάνο συνθέτοντας μικρά βαλς και τραγουδώντας για την ευχαρίστησή της και των κοντινών της ανθρώπων. Το πιάνο ήταν για εκείνη ένα καταφύγιο ηρεμίας και δημιουργικότητας, μια διέξοδος όπου μπορούσε να ονειρεύεται και να ηρεμεί.

Η αγάπη της Κρίστι για την κλασική μουσική διαφαίνεται στα γραπτά της είτε μέσα από τους χαρακτήρες, είτε μέσω σκηνών που σχετίζονται με την όπερα και τη μουσική, την οποία εύστοχα δεν χρησιμοποιεί σαν διακοσμητικό στοιχείο, αλλά σαν αφηγηματικό εργαλείο, στοιχείο ψυχολογίας και σαν ατμόσφαιρα, ενισχύοντας τη δραματικότητα και το σασπένς. Η μουσική είχε για την Κρίστι μια ιδιαίτερη δύναμη. Μπορούσε να υπνωτίζει, να αποπροσανατολίζει και να αποκαλύπτει.


Σήμερα ξεφυλλίζουμε το διήγημα "The House of Dreams", μια σκοτεινά ρομαντική ιστορία με έντονα υπερφυσικά και ψυχολογικά στοιχεία. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1926 σε περιοδικό, όμως πρόκειται για διασκευή μιας αδημοσίευτης ιστορίας που η Αγκάθα Κρίστι είχε γράψει στην εφηβεία της.

Το διήγημα εξετάζει θέματα όπως η μοίρα, τα προαισθήματα και η αγάπη που υπερβαίνει τον χρόνο συνθέτοντας έναν κόσμο μεταφυσικό, ονειρικό, σε αντίθεση με τη ρεαλιστική λογική των περισσότερων έργων της.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Τζον Σεγκρέιβ, ένας νεαρός υπάλληλος που στοιχειώνεται από ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο, ένα πανέμορφο σπίτι, που δεν έχει δει ποτέ στην πραγματική ζωή. Ερωτεύεται κεραυνοβόλα τη μυστηριώδη Αλλέγκρα, μια χαρισματική γυναίκα με καλλιτεχνική φύση και ευαίσθητη ψυχή, η οποία παίζει πιάνο. Η κοπέλα αρνείται να τον παντρευτεί εξαιτίας μιας κληρονομικής ψυχικής ασθένειας.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Τζον πληροφορείται τον θάνατό της και ο ίδιος είναι πια άρρωστος, το όνειρο επιστρέφει. Αυτή τη φορά, η Αλλέγκρα βρίσκεται εκεί και τον καλεί μέσα στο σπίτι των ονείρων του. Σπίτι που μετατρέπεται σε σύμβολο αιώνιας επανένωσης και αγάπης πέρα από τα όρια της ζωής και του θανάτου.

Η Κρίστι επιλέγει για την ηρωίδα το όνομα Αλλέγκρα, που στα ιταλικά σημαίνει "χαρούμενη-εύθυμη", (με δόση ειρωνίας), ένδειξη της καλλιτεχνικής, ευαίσθητης φύσης της. Βλέπουμε πως είναι εσωστρεφής, ζει στον κόσμο της μουσικής, και δυσκολεύεται να χωρέσει στον ρεαλισμό της καθημερινότητας.

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η σκηνή του πρώτου δείπνου στο σπίτι του εργοδότη του Τζον, όπου εκείνος γνωρίζει την Αλλέγκρα. Καθώς παίζει πιάνο, η συγγραφέας σημειώνει:

"Η Αλλέγκρα έπαιζε καλά, αν και χωρίς το σταθερό άγγιγμα ενός επαγγελματία. Έπαιξε μοντέρνα μουσική: Ντεμπισύ, Στράους, λίγο Σκριάμπιν..."

Η Κρίστι δεν επιλέγει τυχαία τους συνθέτες...
Ο Κλωντ Ντεμπισύ δημιουργεί μια ρευστή, ασαφή πραγματικότητα, σχεδόν υπερβατική, ακριβώς όπως ονειρεύεται ο Τζον.
Ο Ρίχαρντ Στράους, με τις όπερές του γεμάτες δράμα, ειρωνεία και αισθησιασμό, δίνει βάθος και ένταση, λειτουργώντας ως προανάκρουσμα της συναισθηματικής σύγκρουσης που θα ακολουθήσει.
Τέλος, η αναφορά σε "λίγο Σκριάμπιν" ενισχύει την αίσθηση πως η Αλλέγκρα δεν είναι απλώς μια γυναίκα, αλλά φορέας ενός μυστηριώδους, σχεδόν προφητικού στοιχείου, όπως και η μουσική του Σκριάμπιν.Υπεραισθητική, μυστικιστική, απόκοσμη.

Η ατμόσφαιρα φορτίζεται ακόμη περισσότερο, καθώς η μουσική γίνεται αρωγός της αφήγησης. Η Κρίστι γράφει:

"Ύστερα πέρασε στο πρώτο μέρος της "Παθητικής" του Μπετόβεν, εκείνης της έκφρασης ενός πένθους απέραντου, ενός θρήνου ατελείωτου και αρχαίου σαν τους αιώνες.
Όμως μέσα του ανασαίνει ένα πνεύμα, που αρνείται να παραδοθεί. Μέσα στη βαριά σιωπή του αιώνιου πόνου, κινείται με το βήμα του κατακτητή προς το πεπρωμένο του..."

Η έφηβη Αγκάθα παίζει μαντολίνο
Πρόκειται ίσως για το πιο συγκινητικά φορτισμένο μουσικό απόσπασμα του διηγήματος. Η μουσική δεν λειτουργεί απλώς ως υπόκρουση, είναι δραματουργικό εργαλείο, που βαθαίνει την ατμόσφαιρα και αντικατοπτρίζει την ψυχολογική κατάσταση των χαρακτήρων. Η "Παθητική" του Μπετόβεν επιλέγεται για να εκφράσει έναν βαθύ, σιωπηλό πόνο, μια εσωτερική άρνηση της ήττας και μια τραγική αποφασιστικότητα.
Η Αλλέγκρα δεν παίζει απλώς μουσική, εκφράζει ένα ανομολόγητο δράμα, ένα προαίσθημα, μια προφητική μελωδία που προοικονομεί το σκοτεινό τέλος.

Βλέπουμε πως, παρότι πρόκειται για μια δημιουργία της εφηβείας της, στο "The House of Dream"s η Αγκάθα Κρίστι αποκαλύπτει ήδη τη δεξιοτεχνία της στη λεπτοφυή ψυχογραφία. Η μουσική δεν είναι απλώς φόντο, αλλά λειτουργεί ως καθρέφτης της εσωτερικής ζωής των χαρακτήρων. Φέρνει στην επιφάνεια το άρρητο, προοικονομεί την τραγωδία και αποκαλύπτει τα ανείπωτα. Μέσα από τις μουσικές επιλογές, η συγγραφέας υφαίνει συναισθήματα, υπόγειες εντάσεις και μεταφυσικές αποχρώσεις, μετατρέποντας τον ήχο σε έναν αφηγηματικό ψίθυρο της ψυχής, μια σιωπηλή, αλλά πανίσχυρη φωνή του πεπρωμένου.

Θα ακούσουμε το 1ο μέρος της Παθητικής από τα μαγικά δάκτυλα του Rudolf Serkin, η ερμηνεία του οποίου έχει χαρακτηριστεί ως η "καλύτερη με κριτήριο τη δραματικότητα και την ακρίβεια". Συχνά αναφέρεται πως "παγώνει το αίμα"  του ακροατή, μεταφέροντας την τραγικότητα που υπονοεί ο Μπετόβεν με τις βαριές, αρχαϊκές, σαν μοιρολόι, συγχορδίες της εισαγωγής...


 Beethoven: Sonata No. 8, Op. 13 "Pathétique": mov. I.
(Στο πιάνο ο Rudolf Serkin)



To διήγημα της Αγκάθα Κρίστι, "The House of Dreams" μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.


Παλαιότερα κείμενά μου για τη συγγραφέα μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ.






Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

"Υψωθήτω ο Σταυρός": Κάθαρση και Λύτρωση στη μουσική του Κάρλο Τζεσουάλντο


Ρούμπενς: "Η Αγία Ελένη υψώνει τον Τίμιο Σταυρό"





Σήμερα, στην μεγάλη Γιορτή της "Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού", στεκόμαστε με ευλάβεια ενώπιον του πιο παράδοξου και μυστηριακού συμβόλου της πίστης μας, του Σταυρού, όπου το ανθρώπινο μαρτύριο συναντά το θείο έλεος, και η απόλυτη ταπείνωση μεταμορφώνεται σε αιώνια δόξα και λύτρωση.

Στη σιωπηλή μεγαλοπρέπεια αυτής της ημέρας, αναδύεται μέσα μου η φωνή ενός πονεμένου συνθέτη. Κάρλο Τζεσουάλντο, Πρίγκιπας της Βενόζα, ευγενής του 16ου αιώνα, μα και άνθρωπος βαθιά τραγικός.

Γνωστός όχι μόνο για την τολμηρή και αινιγματική μουσική του, αλλά και για το σκοτεινό του βίο. (Ο Τζεσουάλντο διέπραξε, σε στιγμή φρενήρους πάθους, τον φρικτό φόνο της συζύγου του και του εραστή της, όταν τους ανακάλυψε επ’ αυτοφώρω).
Ήταν η φρίκη αυτής της πράξης και η βαθειά θλίψη που την ακολούθησε, που φαίνεται να σμίλεψαν τις επόμενες συνθέσεις του. Μια μουσική μετανοίας, εξιλέωσης, και αγωνίας για σωτηρία.

Το έργο του "O Crux Benedicta - Ω Σταυρέ Ευλογημένε" αποτελεί μια από τις πιο σπαρακτικές και ιερές καταθέσεις της ψυχής του. 

Μέσα από τις δυστοπικές αρμονίες και τις δραματικές χρωματικές μεταπτώσεις, δεν ακούγεται απλώς μια μελωδία, αλλά ένας ψίθυρος μετανοίας, ένας θρήνος και συνάμα ένας ύμνος προς το Φως. Σαν ο ίδιος ο Σταυρός να ανασαίνει μέσα από τις νότες σιωπηλά, ευλογώντας τον άνθρωπο που έπεσε και ύστερα προσπάθησε να σηκωθεί.

Η μουσική του Τζεσουάλντο δεν χαϊδεύει. Αναταράσσει, αποκαλύπτει, μεταμορφώνει. Δεν προσφέρει εύκολη παρηγοριά, αλλά μας καλεί να σταθούμε γυμνοί μπροστά στην αλήθεια μας, όπως μπροστά στον Τίμιο Σταυρό.

Κι έτσι, σήμερα, με τον Σταυρό υψωμένο στις εκκλησιές και -πιο ουσιαστικά- μέσα μας, ας προσευχηθούμε να μας δοθεί η δύναμη να αντικρίζουμε τις πληγές μας με γενναιότητα, η ταπείνωση να ζητούμε έλεος και συγχώρεση και η πίστη ότι από κάθε προσωπικό μας σταυρό, θα ανατείλει κάποια στιγμή η Ανάσταση.



O crux benedicta,
o crux splendidior cunctis astris
portare talentum mundi
dulce lignum, dulces clavos
dulcia ferens pondera
salva præsentem catervam
in tuis laudibus congregatam.


Ευλογημένε Σταυρέ, που μόνο εσύ ήσουν
άξιος να κουβαλήσεις την αξία του κόσμου
γλυκό ξύλο, γλυκά καρφιά, γλυκύτερα
φέρουν βάρη. Πάνω απ' όλα τα ξύλα κέδρων
εσύ ξεχωρίζεις. Από σένα κρεμιόταν
η Σωτηρία του Κόσμου. Πάνω σε σένα
θριάμβευσε ο Χριστός και ο θάνατος
ξεπέρασε το θάνατο εις τον αιώνα.



Zεράρ Ντουφέ: Η Αγία Ελένη και ο Τιμιος Σταυρός"
Όταν το αυτί πλησιάζει τις πρώτες νότες του 5φωνου μοτέτου "O Crux Benedicta", δεν εισέρχεσαι απλώς σε έναν χώρο ηχητικό. Εισέρχεσαι σε ένα ιερό τοπίο εσωτερικού ρίγους. Η σύνθεση αναδύεται σαν ψαλμωδία από τα βάθη μιας ψυχής ταραγμένης, αλλά απεγνωσμένα στραμμένης προς το Φως.
Η φωνητική γραφή του Τζεσουάλντο, τόσο ευφυής, διασπά τα δεσμά της τυπικής πολυφωνίας της Αναγέννησης. Το μοτέτο αυτό αποτελεί ύστατο δείγμα της εποχής του, όπου η καθαρότητα της γραμμής και η λυρική λιτότητα συναντούν συγκλονιστικές αρμονίες και τολμηρές εναλλαγές ύφους. Το έργο διακρίνεται για τη βαθιά εσωτερική του ροή σαν να ξετυλίγεται σε έναν πνευματικό χωρόχρονο μετανοίας. Καθεμιά από τις φωνές συνδιαλέγεται με τις άλλες σε μια αργή, αναστενάζουσα πολυφωνική αφήγηση.

Στο "O Crux Benedicta", ο Σταυρός δεν είναι μόνο σύμβολο. Αποκτά ιερή οντότητα, μια ζώσα, μεταμορφωτική παρουσία.
Και η μουσική του Τζεσουάλντο, γεμάτη πάθος και σπαραγμό, είναι μια προσωπική, ειλικρινής προσευχή προς Εκείνον που υψώθηκε για να ανασύρει τον άνθρωπο από το σκοτάδι της αβύσσου.
Έναν σκοτεινό Άνθρωπο σαν κι εκείνον, ένοχο φόνου, βυθισμένο στη θλίψη και την ενοχή, που κουβάλησε τον δικό του Σταυρό μέσα στη μοναξιά της συνείδησης και που μέσα από την πίστη και την τέχνη, τον μετουσίωσε σε μετάνοια, κάθαρση και λύτρωση.

Χρόνια πολλά και ευλογημένα σε όσους φέρουν το όνομα του Ιερού Σταυρού,
και σε όλους εκείνους που σιωπηλά και καρτερικά σηκώνουν τον δικό τους σταυρό καθημερινότητας με πίστη, αξιοπρέπεια και ελπίδα.

Carlo Gesualdo: "O crux benedicta"




Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Τα φυτολόγια της Κλάρας: Μουσικές κι ευαισθησία για ένα "Σιωπηλό Νούφαρο"...


Από τις λαμπρότερες μητροπόλεις του 19ου αιώνα υπήρξε η Βιέννη, ένα ζωντανό πολιτιστικό κέντρο όπου η μουσική, οι τέχνες και η κοσμική ζωή συναντιούνταν με απαράμιλλη χάρη. Στην αυστριακή πρωτεύουσα, η νεαρή Κλάρα Βικ, κλήθηκε να αποδείξει πως δεν ήταν απλώς ένα παιδί-θαύμα, αλλά μια ισάξια συναγωνίστρια των κορυφαίων βιρτουόζων της εποχής, όπως ο διαβόητος Σίγκισμοντ Θάλμπεργκ.
Η Κλάρα έφτασε στη Βιέννη στις αρχές Δεκεμβρίου του 1837 και η ανταπόκριση ήταν κάτι παραπάνω από ενθουσιώδης. Το κοινό την υποδέχτηκε με πρωτοφανή λατρεία. Η Βιέννη κυριολεκτικά την ερωτεύτηκε. Η φήμη της εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα, ώστε οι ζαχαροπλάστες της πόλης έλαβαν παραγγελία να δημιουργήσουν ένα γλυκό προς τιμήν της, την περίφημη "Torte à la Wieck". Ήταν τότε σύνηθες, κάποιο επιδόρπιο να φέρει το όνομα του καλλιτέχνη που κατακτούσε την πόλη. 
Όμως, στην περίπτωση της Κλάρας, δεν επρόκειτο για μια τυπική τιμή. Η αγάπη και ο θαυμασμός του κοινού ήταν τέτοιοι, που οι ζαχαροπλάστες δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν τα πιο ακριβά και εκλεκτά υλικά, αρωματική βουτυρόκρεμα, φίνα σοκολάτα, σταγόνες από κονιάκ και βανίλια. Μια γλυκιά συμφωνία αφιερωμένη στα "μαγικά της δάχτυλα", που είχαν τη δύναμη να απογειώνουν τις ψυχές του ακροατηρίου της και να τις στέλνουν στους ουρανούς.

Η Κλάρα δεν αρκέστηκε στις αναμενόμενες βιρτουοζικές επιδείξεις που κυριαρχούσαν στα προγράμματα των πιανιστών της εποχής. Επέκτεινε το ρεπερτόριό της τολμηρά, εντάσσοντας έργα των Σοπέν, Μπαχ και κυρίως του Μπετόβεν .Επιλογές σπάνιες και απαιτητικές για μια γυναίκα ερμηνεύτρια εκείνης της εποχής. Η ερμηνεία της στην "Appassionata" του Μπετόβεν δεν άφησε ασυγκίνητο ούτε τον μεγάλο δραματουργό Φραντς Γκρίνπαρτσερ, ο οποίος εμπνεύστηκε απ’ αυτήν ένα ποίημά του.

Ακόμη και ο Φραντς Λιστ, ο σπουδαίος αντίπαλός της, δεν έκρυψε τον θαυμασμό του. Η τεχνική της αρτιότητα, η εκφραστική της δύναμη και, κυρίως η εσωτερικότητα της ερμηνείας της την ανέδειξαν ως μια μοναδική παρουσία σ’ έναν μουσικό κόσμο που δύσκολα ανέμενε τέτοιο πνευματικό βάθος και καλλιτεχνική ωριμότητα από μια τόσο νέα -και πάνω απ’ όλα, γυναίκα- καλλιτέχνιδα.

Η εκθαμβωτική της επιτυχία δεν έμεινε χωρίς θεσμική αναγνώριση. Ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Α΄ της Αυστρίας την ανακήρυξε επίσημα "Βιρτουόζα της Αυτοκρατορικής Μουσικής Δωματίου". Μια τιμή σπάνια, σχεδόν ασύλληπτη για την εποχή, αν σκεφτεί κανείς ότι απευθυνόταν σε μια γυναίκα, ξένη και προτεστάντρια, ιδιότητες που συνήθως λειτουργούσαν ως εμπόδιο στην αυλική αποδοχή. Κι όμως, στην περίπτωση της Κλάρας, αυτά τα "μειονεκτήματα" δεν στάθηκαν τροχοπέδη. Αντίθετα, φάνηκαν να φωτίζουν τη λάμψη της προσωπικότητάς της και να ενισχύουν την ακτινοβολία του ταλέντου της. Ήταν αδύνατο να αγνοηθεί. Κι αυτό δεν οφειλόταν στο ότι έπαιζε με απαράμιλλη δεξιοτεχνία, αλλά γιατί έπαιζε με ψυχή.


"Η άσκηση της τέχνης αποτελεί μεγάλο μέρος της ύπαρξής μου. Είναι το οξυγόνο μου"


Στην εποχή της Κλάρας, τα λουλούδια δεν ήταν απλώς στολίδια της φύσης, αλλά βαθιά φορτισμένα σύμβολα κοινωνικής και συναισθηματικής επικοινωνίας. Το μάζεμά τους, η σύνθεση σε στεφάνια, η προσφορά τους ως ένδειξη αγάπης ή φιλίας, ακόμη και η χρήση τους για τη διακόσμηση του χώρου, αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ευγένειας και τρυφερότητας της εποχής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανθίζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τα φυτολόγια της Κλάρας Βικ-Σούμαν.

Το πρώτο φυτολόγιό της δημιουργήθηκε το 1854, τη χρονιά που ο Ρόμπερτ Σούμαν εισήχθη στο ψυχιατρικό άσυλο. Ήταν μια πράξη σιωπηλής επικοινωνίας. Ενα άλμπουμ γεμάτο φύλλα και άνθη, μέσα από τα οποία η Κλάρα προσπαθούσε να μοιραστεί την εσωτερική και εξωτερική της ζωή με τον αγαπημένο της, ο οποίος είχε πια αποσυρθεί σ’ έναν κόσμο που δεν έφταναν οι λέξεις. Ήταν σαν να του μιλούσε με τη γλώσσα της φύσης.

Σελίδα από φυτολόγιο της Κλάρας
(πηγή: omifacsimiles)
Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν, η Κλάρα ταξίδευε αδιάκοπα, δίνοντας συναυλίες σε ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη. Με τα έσοδα από τις περιοδείες συντηρούσε την οικογένεια, τα επτά παιδιά της, και κάλυπτε τα έξοδα για τη φροντίδα του Ρόμπερτ.

Σε κάθε πόλη που επισκεπτόταν, μάζευε λουλούδια και φυτά. Από πάρκα, αγρούς, από μέρη που της θύμιζαν τις τρυφερές, ρομαντικές στιγμές της με τον Ρόμπερτ. Τα πίεζε ανάμεσα σε σελίδες, τα ξέραινε, τα ταξινομούσε με επιμονή και ευαισθησία, συνθέτοντας μικρές "βοτανικές επιστολές αγάπης", ελπίζοντας πως όταν ο Ρόμπερτ θα γινόταν καλά, θα του χάριζε αυτό το σιωπηλό ημερολόγιο από φύλλα και πέταλα.

Το τελευταίο φυτολόγιο της Κλάρας ήταν δώρο του Γιοχάνες Μπραμς. Σε αυτό, δεν αποτυπώνονται μόνο οι σταθμοί των ταξιδιών της, αλλά και οι ψυχικές της μετατοπίσεις. Κάθε άνθος, κάθε αποξηραμένο φύλλο είναι και μια ανάμνηση, μια σιωπηλή εξομολόγηση, μια στιγμή που φυλάχτηκε με ευλάβεια.
Τα φυτολόγια της Κλάρας δεν είναι απλά τεκμήρια φυσιολατρίας ή ρομαντικής ευαισθησίας. Είναι αποθέματα αγάπης, επιβίωσης, στοχασμού και πένθους.



Περίπου το ένα τρίτο των φωνητικών συνθέσεων της Κλάρα Σούμαν περιλαμβάνουν άμεσες ή υπαινικτικές αναφορές σε λουλούδια. Τίτλοι όπως: "Die stille Lotosblume", "An einem lichten Morgen", "Was weinst du, Blümlein", "Das Veilchen" (Το Σιωπηλό Νούφαρο", "Σ' ένα Λαμπρό Πρωινό", "Γιατί κλαις, μικρό λουλούδι", "Η Βιολέτα") και τόσα άλλα, αποκαλύπτουν τη βαθιά, σχέση της με τον φυτικό κόσμο.
Η ευαίσθητη πιανίστα και συνθέτρια δεν βλέπει το άνθος ως διακοσμητικό μοτίβο, αλλά ως ζωντανό, πολυσήμαντο στοιχείο του ψυχικού τοπίου.

Σελίδα από φυτολόγιο της Κλάρας
(πηγή: omifacsimiles)
Στα λήντερ της, τα λουλούδια αποκτούν φωνή κι ανάσα.Τους δίνει υπόσταση, συναισθηματική κίνηση. Άλλοτε τα προστατεύει μέσα σε μια εύθραυστη μουσική ησυχία για να διαφυλάξει τη μυστικότητά τους κι άλλοτε αποκαλύπτει τις άρρητες επιθυμίες τους, σαν να τους χαρίζει τον λόγο που τους αρνείται η φύση.
Σ' αυτόν το μουσικό κόσμο, τα λουλούδια αναδύονται ως σύμβολα ομορφιάς, φθοράς, αλλά και μιας ιδιαίτερης, βαθιάς θηλυκότητας, ανθεκτικής, αποκαλυπτικής, διακριτικά μεταβλητής. Είναι εκφάνσεις μιας γυναικείας ύπαρξης που επιμένει.

Η Κλάρα Σούμαν, με την ευαισθησία της συνθέτριας και την οξύτητα της ερμηνεύτριας, μεταμορφώνει κάθε άνθος σε καθρέφτη εσωτερικών τοπίων. Γίνονται φορείς της απώλειας της ελπίδας, της επιθυμίας ή της σιωπηλής αφοσίωσης. Δύσκολα αδιαφορεί κανείς στη συναισθηματική γοητεία αυτών των "μελωδικών" λουλουδιών. Το καθένα εμφανίζεται σαν πολύτιμο λείψανο μιας χαμένης, προσωπικής ανάμνησης...

Από τα πλέον αγαπημένα τραγούδια της τιμώμενης Κλάρας Βικ-Σούμαν ήταν το "Die stille Lotosblume - Το Σιωπηλό Νούφαρο", σε στίχους του γερμανού ποιητή, Emanuel Geibel:


"Το Σιωπηλό Νούφαρο
αναδύεται από τη γαλάζια λίμνη
Τα φύλλα του τρεμοπαίζουν και λαμπυρίζουν
Και λευκά σαν το χιόνι είναι τα πέταλά του

Και τότε το φεγγάρι από τον ουρανό
χύνει όλο το χρυσαφένιο του φως,
Ρίχνει όλες τις ακτίνες του
Στην αγκαλιά της.

Στο νερό γύρω απ’ το λουλούδι
Γυροφέρνει ένας λευκός κύκνος,
Τραγουδά τόσο γλυκά, τόσο απαλά
Και κοιτάζει το λουλούδι.

Τραγουδά τόσο γλυκά, τόσο απαλά
επιθυμεί να πεθάνει τραγουδώντας.
Ω λουλούδι, άσπρο λουλούδι,
Μπορείς να καταλάβεις το τραγούδι;"

***

"Ω λουλούδι, άσπρο λουλούδι, μπορείς να καταλάβεις το τραγουδι;..."

Ο ποιητής, που από την αρχαιότητα συχνά παρομοιάζεται με κύκνο, γυρίζει γύρω από το πανέμορφο άνθος του λωτού και του τραγουδά, αναρωτώμενος αν το λουλούδι μπορεί να νιώσει ή να καταλάβει το τραγούδι του.Η αιθέρια μουσική της Κλάρας Σούμαν, με τα ψιθυριστά μοτίβα και τις απαλές αρμονίες, μας βοηθά να σταθούμε πάνω σε αυτό το ερώτημα και να το αισθανθούμε με διάφορους τρόπους.
Ίσως πρόκειται για έναν ρομαντικό ποιητή που απευθύνεται σε κάτι μακρινό και άπιαστο ενώ ανάμεσά τους υπάρχει ένα πιθανό χάσμα στην κατανόηση. Ίσως όμως το ποίημα να μιλά για το βαθύ μυστήριο του Έρωτα και της Τέχνης, μια φωνή που ακούγεται, αλλά δεν ξέρουμε ποτέ αν αληθινά φτάνει στον προορισμό της...

Clara Schumann: "Die stille Lotosblume":


[Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη γενέθλια επέτειο της Κλάρας Βικ-Σούμαν. Γεννήθηκε στη Λειψία, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1819]





Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Φόιερμπαχ - Σούμπερτ: "Το Άσμα της Μύριαμ"...

Anselm Feuerbach - Miriam


Ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους του 19ου αιώνα και κύριος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού είναι ο Άνσελμ Φόιερμπαχ. Γεννήθηκε 12 Σεπτεμβρίου 1829 στην πόλη Speyer της Γερμανίας. 
Άνσελμ Φόιερμπαχ, Αυτοπροσωπογραφία
Σπούδασε στις ακαδημίες στο Ντίσελντορφ, το Μόναχο και το Παρίσι, ενώ η τέχνη του επηρεάστηκε βαθιά από την ιταλική Αναγέννηση, ειδικά από καλλιτέχνες όπως ο Ραφαήλ και ο Τιτσιάνο. Ο Φόιερμπαχ έζησε και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην Ιταλία, όπου ανέπτυξε το χαρακτηριστικό του ύφος με έμφαση στον ιδεαλισμό, την κλασική ισορροπία και την πνευματική διάσταση των μορφών.
Τα έργα του ξεχωρίζουν για την ήρεμη, στοχαστική ατμόσφαιρα και την καθαρότητα των γραμμών, με έντονη έμφαση στην εσωτερική ψυχική κατάσταση των φιγούρων. Ο Φόιερμπαχ θεωρείται μια γέφυρα μεταξύ του κλασικισμού και του ρομαντισμού, με έργα που αποπνέουν σταθερότητα, ευγένεια και πνευματικότητα. Απέφευγε τον υπερβολικό ρεαλισμό, επιδιώκοντας να αποδώσει την ιδεατή ομορφιά και το ηθικό βάθος, μέσα από μυθολογικά, αλλά και θρησκευτικά θέματα.




"Tότε η προφήτισσα Μαριάμ, αδερφή του Ααρών, πήρε στο χέρι της το τύμπανο κι όλες οι γυναίκες την ακολούθησαν με τύμπανα στο χορό.
Η Μαριάμ τραγουδούσε πρώτη και οι άλλες επαναλάμβαναν:
"Ψάλτε στον Κύριο, γιατί κέρδισε νίκη λαμπρή και ένδοξη,
άλογα και καβαλάρηδες στη θάλασσα τους έριξε".

(EΞΟΔΟΣ 15:20-21)


Από το συγκεκριμένο εδάφιο της Εξόδου είναι εμπνευσμένος ο θρησκευτικού θέματος, πίνακας "Miriam" του Anselm Feuerbach, φιλοτεχνημένος γύρω στο 1862. Αποτελεί ένα εμβληματικό έργο του γερμανικού νεοκλασικισμού και χαρακτηριστικό δείγμα της ιδεαλιστικής προσέγγισης του καλλιτέχνη στη θρησκευτική και πνευματική θεματολογία. Το έργο απεικονίζει τη βιβλική μορφή της Μύριαμ, αδελφής του Μωυσή, η οποία παρουσιάζεται με τρόπο λιτό αλλά ιδιαίτερα επιβλητικό, ως σύμβολο πνευματικής ανωτερότητας και εσωτερικής δύναμης.
Η μορφή της Mύριαμ δεσπόζει στο κέντρο της σύνθεσης, ντυμένη με πλούσια υφάσματα, σε γήινους χρωματισμούς, που τονίζουν τη σεμνότητα και τη σοβαρότητά της. Το βλέμμα της είναι ήρεμο, στραμμένο ελαφρώς προς τα δεξιά, δημιουργώντας την αίσθηση εσωτερικής περισυλλογής. Στα χέρια της κρατά ένα τύμπανο, σύμβολο της μουσικής, της χαράς και της προφητικής της ιδιότητας, που παραπέμπει στη στιγμή που η γυναίκα τραγουδά δοξολογικούς ύμνους μετά τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας.

Ο ζωγράφος φωτίζει κυρίως το πρόσωπο και τα χέρια της, ενισχύοντας την αίσθηση ιερότητας και πνευματικού μεγαλείου. Η όλη σύνθεση αποκαλύπτει τις επιρροές του Φόιερμπαχ από Ιταλούς ζωγράφους όπως ο Ραφαήλ και ο Τιτσιάνο, όπως προαναφέραμε.
Περισσότερο από ένα θρησκευτικό πρόσωπο, η Mύριαμ του Φόιερμπαχ μετατρέπεται σε μια αλληγορική μορφή που ενσαρκώνει την ψυχική γαλήνη, την εσωτερική πίστη και την ηθική καθαρότητα. Η απουσία περιττής δραματικότητας και η εμμονή στην εκφραστική δύναμη της απλότητας κατατάσσουν τον πίνακα ως μια σπουδή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την πνευματική ανάταση.


Στη Μουσική:


Το θαυμάσιο εικαστικό του τιμώμενου ζωγράφου θα συνδυάσουμε με μια από τις τελευταίες συνθέσεις του Φραντς Σούμπερτ, γραμμένη τον Ιανουάριο του 1828, λίγο πριν τον θάνατό του. Τιτλοφορείται "Miriams Siegesgesang, D 942 - Νικητήριο Άσμα της Μύριαμ" και πρόκειται για καντάτα για σοπράνο, χορωδία και πιάνο, σε ποίηση του αυστριακού, Φραντς Γκριλπάρτσερ. Εμπνευσμένη φυσικά από το επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης.

Η σύνθεση ξεχωρίζει για τον συνδυασμό λυρικού και επικού στοιχείου με λειτουργικό ύφος. Ακολουθεί αφηγηματική μουσική δομή με σαφείς ενότητες που οδηγούν σε κορύφωση.

Το έργο ξεκινά με δραματική εισαγωγή στο πιάνο, δημιουργώντας ένταση. Ο Σούμπερτ χρησιμοποιεί αρπισμούς, στιβαρές συγχορδίες και έντονη δυναμική καθορίζοντας τον επικό χαρακτήρα της σύνθεσης. 
Η είσοδος της σοπράνο γίνεται με θριαμβευτικού χαρακτήρα μελωδία σε ανιούσα γραμμή που αναδεικνύει το πάθος, την πίστη και τη δόξα της Μύριαμ. 

"Χτυπάτε τύμπανα, υμνήστε,
ας αντηχήσουν οι χορδές
Ένδοξος ο Κύριος στους αιώνες,
ο Βασιλιάς των Ουρανών..."

Η χορωδία σε ρόλο σχολιαστή παίζει καθοριστικό ρόλο όπως ο χορός στην αρχαία τραγωδία. Τραγουδά συχνά σε ομοφωνία, με έντονο ρυθμό προσδίδοντας πανηγυρικό ύφος. 

musikalienhandel
Καθώς το έργο εξελίσσεται, ο Σούμπερτ εντείνει τη δραματουργία με συχνές μετατροπίες, επαναλήψεις θεμάτων και συνεχώς αυξανόμενη δυναμική. Το πιάνο δεν περιορίζεται σε συνοδευτικό ρόλο, αλλά ενισχύει τη συναισθηματική ένταση.
Στην κορύφωση, σοπράνο και χορωδιακές φωνές ενώνονται σε έναν μεγαλοπρεπή ύμνο, αποδίδοντας μουσικά τη θεία νίκη και την καταστροφή του εχθρού.

"Με τύμπανα και κύμβαλα ας ηχήσει,
και με χορδές ας υψωθεί
Σήμερα φλέγεται ο ουρανός
Δόξα αιώνια στον Κύριο..."

 Η σύνθεση κλείνει με επιβλητικό και τελετουργικό χαρακτήρα, τονίζοντας τη θεϊκή δικαιοσύνη και την ενότητα του λαού.

Παρόλο που η καντάτα δεν ανήκει στα δημοφιλέστερα έργα του Φραντς Σούμπερτ, αποτελεί δείγμα της ώριμης δημιουργικής του περιόδου. Συνδυάζει με επιτυχία το λυρικό με το επικό, μετατρέποντας μια βιβλική ιστορία σε μια έντονα δραματική μουσική εμπειρία.
Την ενορχήστρωση του πιάνου έκανε ο Φραντς Λάχνερ γιατί ο Σούμπερτ απεβίωσε πριν την ολοκλήρωσή της.


Schubert: "Miriams Siegesgesang, D 942":




Για τον Άνσελμ Φόιερμπαχ θα βρείτε κι άλλα κείμενα στο μπλογκ. Περιηγηθείτε!






Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

Arvo Pärt: "Fratres: η Μουσική της Σιωπής και της Εσωτερικής Λύτρωσης...



(πηγή:orthodoxartsjournal)




"Τίποτα μεγάλο και αληθινό δεν μπορεί να γεννηθεί, ούτε στην καρδιά ούτε στη μουσική, αν δεν είσαι διατεθειμένος να απομακρυνθείς από τον θόρυβο της καθημερινότητας. Όπως ο Θεός πλάθει έναν άνθρωπο μέσα στη μήτρα σιγά-σιγά και με σοφία, έτσι πρέπει να γεννιέται και η τέχνη. Το πιο ευαίσθητο μουσικό όργανο είναι η ανθρώπινη ψυχή, και αμέσως μετά, η ανθρώπινη φωνή. Για να μπορέσουν να ηχήσουν πραγματικά, πρέπει πρώτα να καθαριστούν. Η αγάπη είναι η πηγή κάθε τέχνης. Η τέχνη μπορεί να υπάρξει μόνο όταν υπάρχει η ικανότητα να αγαπάς."

(Arvo Pärt)


***

Μέσα στη σιωπή του βορρά, στην μικρή εσθονική πόλη Πάιντε, ένα φθινοπωρινό πρωινό, στις 11 Σεπτεμβρίου 1935 γεννήθηκε ο Άρβο Περτ. Από νωρίς, άκουγε τον κόσμο διαφορετικά. Δεν τον ενδιέφερε απλώς να γεμίσει το χαρτί με νότες, μα να βρει εκείνη τη μία, καθαρή, σχεδόν ιερή στιγμή, όπου η μουσική γίνεται προσευχή.
Ξεκίνησε το ταξίδι του στον κόσμο της μουσικής μέσα από το θορυβώδες και πειραματικό σύμπαν της ατονικότητας και του σειραϊσμού. Μα όσο πιο πολύ ερευνούσε, τόσο περισσότερο ένιωθε ότι η αλήθεια δεν βρισκόταν στην πολυπλοκότητα, αλλά σε μια απλότητα που συγκλονίζει.
Έτσι γεννήθηκε το δικό του μουσικό σύμπαν, το Τintinnabuli, λέξη λατινική, που θυμίζει τον ήχο των καμπανών. Η μουσική του από τότε μοιάζει να μην έχει γραφτεί για να ακούγεται με τ’ αυτιά, αλλά για να αγγίζει βαθιά την ψυχή, να αναδύει τα μυστικά των σιωπών, τις αχτίδες του εσωτερικού φωτός. Οι συνθέσεις του είναι λιτανείες, ψιθυρίσματα πίστης, ύμνοι προς το άρρητο.

Ο Άρβο Περτ είναι ένας μουσικός μοναχός του καιρού μας. Δεν ζει αποτραβηγμένος από τον κόσμο, αλλά από τη φασαρία του. Η μουσική του δεν ζητά τίποτα, δεν κραυγάζει. Αρκείται στο να είναι σαν το κερί που καίει αθόρυβα στο σκοτάδι, δίνοντας φως σε όσους θέλουν να δουν.

"Ως μικρό αγόρι, τραγουδούσα συχνά στο σπίτι. Είχαμε ένα μεγάλο, παλιό πιάνο σχεδόν διαλυμένο. Ήταν σε τόσο κακή κατάσταση, που σκεφτόμασταν να το πετάξουμε. Επτά ή οκτώ ετών, ξεκίνησα μαθήματα. Όμως, το μεσαίο μέρος του πληκτρολογίου ήταν σπασμένο. Έτσι, μπορούσα να παίζω μόνο στις χαμηλές και ψηλές νότες. Με αυτόν τον τρόπο, άρχισα να συνδυάζω την πραγματικότητα με τη φαντασία", 

θυμάται ο Εσθονός συνθέτης.

Η τεχνική tintinnabuli που καθιέρωσε ο Αρβο Περτ, με τη χαρακτηριστική της ομοιότητα με τον ήχο καμπανών βασίζεται σε απλές συγχορδίες, κυρίως τριάδες . Τρεις νότες που ηχούν μαζί, σαν να χτυπούν καμπάνες.Για τον Περτ, το tintinnabuli δεν είναι απλώς μια μουσική τεχνική, αλλά ένας εσωτερικός τόπος. Είναι ο χώρος όπου αποσύρεται όταν ψάχνει απαντήσεις, εκεί όπου υπάρχει μόνο ένας ήσυχος παλμός να προσφέρει γαλήνη και παρηγοριά.
Χτίζει τη μουσική του με τα πιο απλά, σχεδόν πρωτόγονα υλικά. Μια συγχορδία, μια σταθερή τονικότητα, τρεις νότες. Τίποτα παραπάνω. Κι όμως, μέσα απ' αυτή την απλότητα, γεννιέται κάτι βαθιά συγκινητικό, γι’ αυτό και ονόμασε την τεχνική tintinnabuli. Γιατί, όπως λέει, αυτές οι νότες χτυπούν σαν καμπάνες στην καρδιά...

Η τεχνική tintinnabuli βασίζεται σε δύο φωνές που "συνομιλούν" μεταξύ τους. Η μία είναι η μελωδική γραμμή, που κινείται απαλά γύρω από μια κεντρική νότα. Η άλλη, παίζει νότες από μια απλή συγχορδία, την τονική τριάδα, και ηχεί μαζί με την πρώτη. Αυτές οι δύο φωνές ακολουθούν έναν συγκεκριμένο, αυστηρό κανόνα. Μοιάζει με πνευματική πράξη, έναν διάλογο ανάμεσα στον άνθρωπο και το θείο.

Ο ίδιος ο Άρβο Περτ έχει δηλώσει:
"Όλο το μυστικό του tintinnabuli βρίσκεται στις δύο γραμμές. Η μία είμαστε εμείς... η μελωδία, η πραγματικότητά μας, οι αδυναμίες και τα λάθη μας. Η άλλη γραμμή είναι αυτό που μας κρατά ...μια παρουσία που μας φροντίζει, μας συγχωρεί. Είναι η συγχώρεση των αμαρτιών μας...."

Το "Fratres" ("αδέρφια" στα λατινικά) είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αναγνωρίσιμα έργα του Εσθονού συνθέτη, γραμμένο το 1977. Αποτελεί εμβληματικό παράδειγμα του προσωπικού του ύφους, tintinnabuli.

Eίναι έργο τριμερούς μορφής, χωρίς σταθερή ενορχήστρωση, μια "ανοιχτή" σύνθεση που επιτρέπει πολλές διαφορετικές εκδοχές και οργανικούς συνδυασμούς. Έχει περιγραφεί ως ένα "μαγευτικό σύνολο παραλλαγών πάνω σε ένα θέμα έξι μέτρων", που συνδυάζει τη ρυθμική ένταση με μια αίσθηση εσωτερικής στασιμότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η φράση του Περτ ότι "η στιγμή και η αιωνιότητα παλεύουν μέσα μας" αποκτά ξεχωριστό νόημα. Η μουσική του φέρει το αποτύπωμα αυτής της εσωτερικής πάλης και ταυτόχρονα μιας πνευματικής συμφιλίωσης.

Αν και το έργο εκτελείται συχνά από βιολί και πιάνο, έχουν δημιουργηθεί πληθώρα διασκευών για διαφορετικά σύνολα: από κουαρτέτο εγχόρδων έως συνθέσεις για 12 τσελίστες ή και για ορχήστρα δωματίου. Η εκδοχή που θα ακούσουμε για βιολί, έγχορδα και κρουστά γράφτηκε το 1992.

Το έργο ξεκινά με ένα πρελούδιο από το βιολί, που εισάγει το ακροατήριο σε έναν υπνωτιστικό ηχητικό κόσμο. Στη συνέχεια, η ορχήστρα παρουσιάζει οκτώ φορές το κύριο θέμα, μια γαλήνια και σχεδόν διαλογιστική μελωδία, ενώ το βιολί πλέκει πάνω της απλές και κομψές παραλλαγές. Το αποτέλεσμα είναι ένας ήχος υπερχρονικός, αιώνιος, που μαγνητίζει τον ακροατή δημιουργώντας μια μεταφυσική μουσική εμπειρία.

Το Fratres έχει καθιερωθεί ως ένα από τα πιο δημοφιλή και αγαπημένα έργα του Aρβο Περτ λόγω της αισθητικής του δύναμης, αλλά και της πνευματικής του απλότητας.Μιας απλότητας βαθιά λυτρωτικής.

Arvo Pärt: Fratres For Violin, String Orchestra and Percussion