Translate

fb

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Percy Shelley: "...έγινε στάχτη με το βλέμμα στραμμένο στα αστέρια..."



"The Funeral of Shelley", Louis Édouard Fournier




Ο Πέρσυ Σέλλεϋ ήταν ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους ρομαντικούς ποιητές, γνωστός για την ιδεαλιστική του ποίηση, τον επαναστατικό του πνεύμα και τη ρηξικέλευθη σκέψη του.

Γεννημένος σε αριστοκρατική οικογένεια, σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, υπήρξε αντισυμβατικός και ελεύθερου πνεύμα, φλογερός υπερασπιστής της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αγάπης. Το έργο του διακρίνεται για τον μουσικό του ρυθμό, τον λυρισμό και τη βαθιά πίστη του στην ηθική δύναμη της τέχνης.

Πνίγηκε τραγικά σε ηλικία μόλις 29 ετών, στις 8 Ιουλίου 1822, όταν το ιστιοφόρο του έπεσε σε καταιγίδα και βυθίστηκε ανοικτά του κόλπου της Σπέτσια στην Ιταλία, όπου διέμενε ο Σέλλευ για λόγους υγείας. Το σώμα του ξεβράστηκε περίπου 10 μέρες αργότερα κι αναγνωρίστηκε από τα προσωπικά του αντικείμενα, που βρέθηκαν στις τσέπες του.

Σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία της εποχής, τα σώματα των πνιγμένων έπρεπε να καούν για λόγους υγιεινής. Έτσι, οι ποιητές φίλοι του, Λόρδος Βύρωνας, Εντουαρντ Τρελώνυ και Λη Χαντ, διοργάνωσαν μια ιδιότυπη τελετή αποτέφρωσης στην ίδια την παραλία.

Ο Λόρδος Μπάυρον στεκόταν "βουβός και σκοτεινός σαν άγαλμα", ενώ ο Τρελώνυ είπε πως όταν το σώμα άρχισε να καίγεται, η καρδιά του Σέλλεϋ δεν αποτεφρώθηκε πλήρως, κάτι που ερμηνεύτηκε ποιητικά ως "το άφθαρτο στοιχείο του πάθους και της ιδέας". Λέγεται πως την καρδιά την πήρε η σύζυγος του ποιητή, Μαίρη Σέλλεϋ και την κράτησε τυλιγμένη σε μετάξι για όλη της τη ζωή.

Η τελετή αποτέφρωσης έχει περάσει στη λογοτεχνική ιστορία σαν ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Ρομαντισμού: "ένας ποιητής της φωτιάς και του ανέμου, που έφυγε στη θάλασσα και έγινε στάχτη με το βλέμμα στραμμένο στα αστέρια".

Πέρσυ Σέλλεϋ

Τη σκηνή έχει απεικονίσει στο παραπάνω εικαστικό του "The Funeral of Shelley" ο Louis Édouard Fournier με συγκλονιστική ομορφιά και ρομαντική θεατρικότητα. Στο κέντρο βρίσκεται η πυρά, πάνω στην οποία καίγεται το άψυχο σώμα του Σέλλεϋ, σχεδόν αποσπασμένο από το περιβάλλον — σαν να ανήκει ήδη στον άλλο κόσμο. Γύρω του βρίσκονται τρεις μορφές σε πένθιμη στάση, ντυμένοι στα μαύρα: ο Λόρδος Βύρων, ο Έντουαρντ Τρελώνυ και ο Λη Χαντ.


Ο πίνακας κυριαρχείται από χρυσές και καφεκόκκινες αποχρώσεις, που συμβολίζουν τη φωτιά, τον θάνατο αλλά και την εξύψωση. Το φως επικεντρώνεται στη σορό, δίνοντάς της μια σχεδόν αγγελική αύρα. Το υπόλοιπο τοπίο είναι θαμπό, με φόντο μια θάλασσα που διαγράφεται πίσω από τις μορφές, σαν μνημονικό ίχνος του τρόπου θανάτου του ποιητή.
Το ρομαντικό εικαστικό έργο εξιδανικεύει το νεκρό καλλιτέχνη. Ο Σέλλεϋ καίγεται σαν αρχαίος ήρωας ή μάρτυρας της Τέχνης. Η θάλασσα πίσω, ήρεμη και αδιάφορη, λειτουργεί ως υπενθύμιση της αδυναμίας του ανθρώπου μπροστά στο φυσικό στοιχείο.
Η φωτιά είναι λύτρωση. Οι φλόγες καταπίνουν σιγά σιγά το σώμα και το αποδίδουν στο άυλο. Η σκηνή παραπέμπει σε ελληνική τραγωδία, αλλά και σε θρησκευτική τελετουργία.

Η σιωπή του πίνακα, η πένθιμη ηρεμία του τοπίου, η φωτεινότητα της σορού μέσα στις φλόγες, όλα μιλούν για έναν άνθρωπο που ανήκε περισσότερο στο ιδεατό παρά στο εγκόσμιο. Η απώλεια δεν δείχνεται με λυγμούς αλλά με σεβασμό και μεγαλείο. Ένα είδος αισθητικής εξύψωσης του θανάτου.



Τη μνήμη του Πέρσυ Σέλλεϋ τιμούμε με το ποίημά του: "Φιλοσοφία του έρωτα", που έγραψε το 1819. Πρόκειται για ένα στοχαστικό, λυρικό έργο που εξερευνά τη βαθιά μεταφυσική, πνευματική και αισθησιακή διάσταση της αγάπης. Δεν πρόκειται απλώς για έναν ύμνο στον ανθρώπινο έρωτα, αλλά για μια φιλοσοφική θεώρηση που ενώνει το σώμα και το πνεύμα, τη φύση και το άπειρο, τον άνθρωπο και το θείο.

Μέσα στα ρυάκια χύνοντ’ οι πηγές
κι οι ωκεανοί με τα ποτάμια σμίγουν.
Στα ουράνια των ανέμων οι πνοές
η μια την άλλη αόρατες τυλίγουν.
Και τίποτα δε ζει στη μοναξιά.
Νόμος θεϊκός κάθε ύπαρξη του κόσμου
τη ρίχνει σε μιας άλλης αγκαλιά:
– Αχ, έλα πια στην αγκαλιά μου, φως μου!

Τα όρη φιλούνε τον ψηλό τον ουρανό,
τα κύματα αγκαλιάζουν το ’να τ’ άλλο,
και κάθε λουλουδάκι δροσερό
στ’ αδέρφια του έρωτα σκορπά μεγάλο.
Του ήλιου το φως φιλεί τη γη θερμά,
φιλεί η σελήνη πέλαγα αφρισμένα…
– Αχ, τι αξίζουν όλα τούτα τα φιλιά
αν εσύ φως μου δε φιλείς εμένα;

Μετάφραση: Ε. Ψαρά



  • Γνωστός για την αγάπη του στην ποίηση είναι ο Frederick Delius. Tρία ποιήματα του Σέλλευ μελοποιεί ο συνθέτης για φωνή μέτζο και πιάνο το 1891 και τα παρουσιάζει υπό τον τίτλο: "3 Shelley Songs". Πρόκειται για τα: "Indian Love Song", "The Queen of my Heart" και το πιο δημοφιλές: "Love's Philosophy". Ένας κύκλος γνωστός για τις λυρικές μελωδίες και τα ατμοσφαιρικά σκηνικά, αντανακλώντας το χαρακτηριστικό στυλ του Ντήλιους.

Delius: 3 Shelley Songs: II. Love's Philosophy




  • Το 2015 η κορυφαία Βρετανή, Cecilia McDowall εμπνεύστηκε από το ποίημα του Σέλλευ μια a capella χορωδιακή σύνθεση κατόπιν παεαγγελίας από την Europa Cantat.Ενα γλυκό και τρυφερό χορωδιακό τραγούδι που αντανακλά την ιδέα της αγάπης. Η χορωδιακή γραφή και η  ευφάνταστη χρήση στεναγμών με επιφωνήματα από τις φωνές των χορωδών μεταφέρουν τη μελαγχολική αίσθηση του ποιητικού λόγου του Σέλλεϋ, όπως και οι επαναλήψεις της λέξης "εσύ" στο τέλος του κομματιού τονίζουν το θέμα της ανεκπλήρωτης ή χαμένης αγάπης.Η Cecilia McDowall έχει χαρακτηριστεί ως δημιουργός με "επικοινωνιακό χάρισμα, πολύ σπάνιο στη σύγχρονη μουσική". Βραβευμένη συνθέτρια πολλάκις, εμπνέεται από εξωμουσικά θέματα(ποίηση, ζωγραφική...) και η χορωδιακή της γραφή συνδυάζει ρυθμική ζωντάνια με εκφραστικό λυρισμό.

Cecilia McDowall: Love's Philosophy


  • Το ποίημα μελοποίησε νωρίτερα και ο Roger Quilter.
    Ερμηνεύει η Janet Baker:


Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Τ' Αγιαννιού του Κλήδονα, λαμπερές φωτιές και μαγικά πηγάδια...

"Φωτιές τη νύχτα τ' Αη-Γιαννιού", Nikolai Astrup



24 Ιουνίου γιορτάζουμε το Γενέθλιο του Ιωάννη του Προδρόμου, γνωστού ως "Κλήδονα"...

Πολλά είναι τα έθιμα που συνδέονται με τη γιορτή του Αγίου...
  • Πηδούμε τις φωτιές γιατί σύμφωνα με την παράδοση, η φωτιά, επιφέρει την κάθαρση και οι άνθρωποι ξορκίζουν έτσι το κακό. 
  • Άλλο έθιμο είναι το "αμίλητο νερό", μια μαντική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου. Τα ανύπαντρα κορίτσια πήγαιναν στο πηγάδι για νερό και κατά τη διάρκεια της επιστροφής στο σπίτι δεν έπρεπε να μιλήσουν καθόλου μέχρι ν'ακούσουν όνομα ή λέξη, που τα συσχέτιζαν με την τύχη και τη μελλοντική τους ζωή...
"Στο πηγάδι", Paul Signac
Δεν είπαν τυχαία τον Αη-Γιάννη "Κλήδονα", λέξη που προκύπτει από το αρχαίο: "Κληδών" που σημαίνει οιωνός, μαντικό σημάδι, φήμη, αγγελία.

  • Υπάρχει κι άλλο έθιμο, που συνδέεται με την μαντεία σχετικά με τον γαμπρό...
    Το μεσημέρι της γιορτής, ώρα δώδεκα ακριβώς, τα κορίτσια πήγαιναν στο πηγάδι του χωριού, σκέπαζαν το κεφάλι τους μ' ένα μαντήλι και έσκυβαν πάνω απ' το πηγάδι για να δούν στην επιφάνεια του νερού το πρόσωπο εκείνου που θα παντρευτούν ή κάτι που να παραπέμπει στο επάγγελμά του. Αν π.χ έβλεπαν κανένα καράβι, πίστευαν πως θα παντρεύονταν ναυτικό...

    Άλλες πάλι πήγαιναν σε παρέες στο πηγάδι με έναν καθρέφτη η κάθε μια, που τον γύριζε προς την επιφάνεια του νερού για να δούν τον καλό τους, απαγγέλοντας:

"Άη Γιάννη Λαμπαδιάρη, πού' χεις του Θεού τη χάρη,
έχεις το χρυσό βαγγέλιο και της εκκλησιάς θεμέλιο,
δείξε και φανέρωσέ μου ποιός θα' ναι το ταίρι μου..."




Παρόμοια έθιμα συναντάμε και σε άλλες χώρες, όπως στην Τσεχια...

Vilém Blodek
Στα έθιμα της φωτιάς του Αη Γιαννιού και κείνο με το πηγάδι, που φανερώνει τον μέλλοντα γαμπρό βασίζεται η πλοκή της όπερας "V studni-Στο πηγάδι" του Vilém Blodek, ενός συνθέτη που μαζί με τον Μπέντριχ Σμέτανα και τον Αντονίν Ντβόρζακ αποτελούν την σπουδαία τριάδα των μουσικών δημιουργών της χώρας.

Από τις τσέχικες όπερες, η όπερα "V studni" έχει δύο πρωτιές:
είναι η πρώτη μονόπρακτη όπερα και
η πρώτη κωμική όπερα της Τσεχίας.


Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα τσέχικο χωριό στις 23 Ιούνη, παραμονή του Αη-Γιάννη...
Η όμορφη Λιντούνκα είναι ερωτευμένη με το νεαρό αγρότη Bόιτεχ, όμως οι δικοί της θέλουν να την παντρέψουν με έναν χήρο, τον Ζάνεκ. Πηγαίνει να συμβουλευτεί τη Βερούνα, μια γερόντισσα με μαντικές ικανότητες. Εκείνη την προτρέπει την ημέρα του Κλήδονα να πάει στο μαγικό πηγάδι για να της αποκαλυφθεί το μελλοντικό της ταίρι.
Όμως στη μάγισσα Βερούνα έρχεται και ο νεαρός Βόιτεχ ζητώντας βοήθεια, παίρνοντας τη συμβουλή: την κατάλληλη στιγμή να σκαρφαλώσει στο δέντρο πάνω απ' το πηγάδι ώστε το κορίτσι να δει το πρόσωπό του στο νερό του.
Την προτροπή της αντιλαμβάνεται και ο χήρος Ζάνεκ που κρυφακούει. Αποφασίζει ως μέλλων μνηστήρας να ανέβει και κείνος στο δέντρο, όπως και πράττει.
Τη στιγμή που η Λιντούνκα κοιτάζει στην επιφάνεια του νερού αντικρίζει έντρομη το πρόσωπο του χήρου! Εκείνος φοβούμενος μην αποκαλυφθεί, αναγκάζεται να πάει σε ψηλότερο κλαδί, που όμως σπάζει, με τον άντρα να βρίσκεται ευθύς μεσ' το πηγάδι. Τα κορίτσια βλέποντάς τον ξεκαρδίζονται στα γέλια. Η Λιντούνκα απορρίπτει ευγενικά την πρόταση γάμου του Ζάνεκ, ο οποίος παραιτείται της διεκδίκησης της νεαρής νύφης κι έτσι τίποτε πια δεν στέκει εμπόδιο στην ευτυχία των δυο ερωτευμένων. Οι εορτασμοί για την Ημέρα του Αγίου Ιωάννη μπορούν να συνεχιστούν με το ζευγάρι να τραγουδά κλείνοντας την όπερα:

"Όταν κοιταζόμαστε στα μάτια νοιώθουμε ο ένας τον άλλον
Αυτά είναι τα μαγικά πηγάδια, που ποτέ δεν θα μας απογοητεύσουν.
Καθένας μας στα μάτια του άλλου, παντοτινά θα βλέπει την ψυχή του!"

Vilém Blodek: "V studni - Overture":



Σάββατο 21 Ιουνίου 2025

Η Κυρία Παραφωνία και το Φεστιβάλ της Ευηχίας...



(η φωτο αλιευμένη από το διαδίκτυο επεξεργασμένη από μένα)





Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή μελωδική πολιτεία που λεγόταν Ηχηλίδα, ζούσαν τρεις καλοσυνάτοι κάτοικοι:


η Κυρία Μουσική, ευγενική και εκφραστική,
η Κυρία Αρμονία, γλυκιά και ισορροπημένη,
και ο Κύριος Ρυθμός, ζωηρός και σταθερός, που του άρεσε να χτυπάει παλαμάκια όταν περπατούσε.

Όλοι στην πόλη ζούσαν ήρεμα, μέσα σε μελωδίες, συμφωνίες και γλυκόηχες συζητήσεις.

Όλοι… εκτός από την Κυρία Παραφωνία.

Η Παραφωνία ήταν πάντα εκτός τόπου και χρόνου. Μιλούσε με σκληρή φωνή, διέκοπτε, φώναζε άσχετα σχόλια και λάτρευε να κουτσομπολεύει:

-"Είδα την Αρμονία να βγαίνει από το σπίτι της Μουσικής! Λες να γράφουν νέα συμφωνία πίσω από την πλάτη του Ρυθμού;"

Οι κάτοικοι της Ηχηλίδας κουνούσαν απογοητευμένοι το κεφάλι τους. Η παρουσία της χαλούσε τη γλυκύτητα της καθημερινότητάς τους. Και το χειρότερο; Κάθε φορά που πλησίαζε η Παραφωνία, τα πουλάκια στα δέντρα σώπαιναν, και οι μελωδίες χάνονταν.

Κάποια μέρα, η Κυρία Μουσική, η Αρμονία και ο Ρυθμός μαζεύτηκαν στο Ωδείο της πόλης για να βρουν μια λύση.

-"Δεν γίνεται να τη διώξουμε," είπε η Μουσική. "Κάθε ήχος έχει θέση - αρκεί να τον μάθουμε να τραγουδά σωστά."
– "Ίσως της λείπει η σωστή συγχορδία," 
είπε η Αρμονία.
– "Ή ίσως… ο σωστός ρυθμός!" πρότεινε γελώντας ο Ρυθμός.

Έτσι, ετοίμασαν ένα σχέδιο. Κάλεσαν την Παραφωνία στο πρώτο Φεστιβάλ Ευηχίας.

Εκείνη ήρθε, ντυμένη -όπως πάντα- με ένα φόρεμα σε ασύμβατα χρώματα και μια "τσιριχτή" κορδέλα στο κεφάλι της. Μπήκε και αμέσως άρχισε τα σχόλια:

-"Ωχ, πολύ αργό αυτό το κομμάτι…Μήπως ο Ρυθμός πήγε για υπνάκο; Ή μπλέχτηκε στα παπούτσια του και περπατάει σαν χελώνα;"

- Αχού! Αυτή η μελωδία είναι τόσο γλυκιά, που θα μου κολλήσει στα μαλλιά σαν καραμέλα!"

Αντί να θυμώσουν, οι συμπολίτες της απάντησαν με καλοσύνη.

- "Θες να ανέβεις στη σκηνή μαζί μας;" ρώτησε η Αρμονία.
- "Θα σου δείξουμε πώς να τραγουδάς με τη φωνή σου -όχι για να φωνάζεις, αλλά για να… συντονίζεσαι," είπε τρυφερά η Μουσική.

Η Παραφωνία, για πρώτη φορά, ένιωσε να μην την κρίνουν, αλλά να την καλούν να ανήκει κάπου.

Αργά-αργά, άρχισε να αλλάζει. Έμαθε να ακούει πριν μιλήσει. Να περιμένει το σωστό χρόνο όπως της έμαθε ο Ρυθμός. Να επιλέγει φράσεις που δένουν με τις φράσεις των άλλων όπως της έδειξε η Αρμονία. Και με την καθοδήγηση της Μουσικής, έμαθε να τραγουδά, όχι δυνατά, αλλά με νόημα και κυρίως συναίσθημα.

Στο τέλος του Φεστιβάλ, βγήκε στη σκηνή με ένα νέο φόρεμα φτιαγμένο από απαλές συγχορδίες, στολισμένο με χαμόγελα και ταιριαστά χρώματα -γαλάζια, ροζ, πράσινα και κίτρινα. Ήταν το φόρεμα της Ευηχίας.

Από τότε, η Παραφωνία δεν ήταν πια η κουτσομπόλα της γειτονιάς. Ήταν η Κυρία Επινόηση, που με τις παλιές της παραφωνίες, έφτιαχνε νέες, ενδιαφέρουσες μελωδίες που κανείς δεν είχε φανταστεί πριν.

Και έτσι, στην Ηχηλίδα, κάθε ήχος είχε τη θέση του.
Και όλοι έζησαν καλά, αρμονικά και ρυθμικά...





Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Alfred Brendel: ένα ποίημα για τον Μότσαρτ...

(πηγή: nytimes)



"Όταν δολοφονήθηκε ο Μότσαρτ,
κανείς, ούτε καν ο Χάυντν,
δεν θα μπορούσε να μαντέψει
ότι ο Μπετόβεν ήταν
αυτός που είχε διαπράξει την ειδεχθή πράξη.
Κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής
ενώ ο Μότσαρτ
εξαντλημένος από το παιχνίδι
ξεκουραζόταν στο γρασίδι,
ο Μπετόβεν
μεταμφιεσμένος σε Σαλιέρι ,
πλησίασε
αθόρυβα σαν γάτος
και έριξε δηλητήριο
στο αυτί του δημιουργού της "Νυχτερινής Μουσικής".

Στο σημείο αυτό ας αναφερθεί
ότι στη ζωή του Μπετόβεν υπήρχε
ένα καλά φυλαγμένο μυστικό:
Ο Μπετόβεν ήταν νέγρος
κι ο Μότσαρτ το' χε ανακαλύψει.
Μετά από έναν από τους θαυμαστούς αυτοσχεδιασμούς του Μπετόβεν,
ο Μότσαρτ είχε ψιθυρίσει στον Συσμάιερ:
"Όχι άσχημα για έναν νέγρο".
Τώρα κείτονταν εκεί
με το δηλητήριο να κυλά στις φλέβες του.
Γελώντας απαίσια,
ο ένοχος έφυγε κρυφά
έχοντας στην κατοχή του το κλειδί της Ντο ελάσσονας,
που από δω και πέρα
​​κανείς δεν θα του έπαιρνε"

("Όταν δολοφονήθηκε ο Μότσαρτ", ποίημα του πιανίστα Alfred Brendel)
(μτφ δική μου)

***


"Το πιάνο είναι ο τόπος που συντελείται μια "μεταμόρφωση". Μπορεί ο πιανίστας, αν το θέλει, με τον ήχο του να μάς θυμίσει το τραγούδισμα της ανθρώπινης φωνής, τη χροιά άλλων οργάνων ή της ορχήστρας, ένα ουράνιο τόξο, ακόμη και την αρμονία των σφαιρών. Η μεταμορφωτική αυτή ικανότητα και αλχημεία είναι ο πλούτος μας."

Αυτά σημειώνει ο σπουδαίος αυστριακός πιανίστας Αλφρεντ Μπρέντελ , βαθύς γνώστης της μουσικής, μα και της ποίησης και της ζωγραφικής στο βιβλίο του: "Αλφαβητάρι ενός πιανίστα, το εγχειρίδιο ενός πιανομανούς".

("Η σαγήνη του πιάνου", ανθολογία Cecile Balavoine, εκδ. ΑΓΡΑ, Γ. Σιδέρης, σελ. 80)



Ο Άλφρεντ Μπρέντελ, ένας από τους πιο καταξιωμένους πιανίστες στον κόσμο, πέθανε χτες 17 Ιουνίου 2025 σε ηλικία 94 ετών. Υπήρξε από τους σπουδαιότερους βιρτουόζους του πιάνου στον 20ό αιώνα. Ιδιαίτερα γνωστός για την ερμηνεία του στο έργο του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, υπήρξε ο πρώτος πιανίστας που ηχογράφησε ολόκληρο το έργο του συνθέτη για πιάνο. Παράλληλα, συνέβαλε καθοριστικά στην καθιέρωση των έργων του Σούμπερτ, όπως και άλλων.

amazon
Ήταν επίσης γνωστός ως διακεκριμένος δοκιμιογράφος και ποιητής, με αστείρευτο χιούμορ, στοιχεία που εντοπίζουμε στο παραπάνω ποίημά του, "Όταν δολοφονήθηκε ο Μότσαρτ", όπου παρουσιάζει μια σατιρική και ευφάνταστη αναπαράσταση του θανάτου του Μότσαρτ, συνδυάζοντας ιστορικά πρόσωπα με φανταστικά στοιχεία. Αποτελεί μέρος της συλλογής του Μπρέντελ: "Kleine Teufel -Μικροί Διάβολοι", η οποία εκδόθηκε το 1999.



Καθώς το ποιητικό ύφος του Μπρέντελ αποτελεί κράμα στοιχείων Ιστορίας της μουσικής με χιούμορ και ειρωνεία, καταλαβαίνουμε πως ο τίτλος του ποιήματος, "Όταν δολοφονήθηκε ο Μότσαρτ", υπαινίσσεται την ιστορική αντιπαλότητα μεταξύ Μότσαρτ και Σαλιέρι, αν και ο Μπρέντελ την αντιστρέφει και παρουσιάζει τον Μπετόβεν ως μυστικό δολοφόνο.
Η ιδέα ότι ο Μπετόβεν δολοφόνησε τον Μότσαρτ για να μονοπωλήσει την κλίμακα Ντο ελάσσονα είναι μια χιουμοριστική υπερβολή που υπογραμμίζει τη σημασία αυτής της κλίμακας στην ιστορία της μουσικής.
Επίσης, η προκλητική χρήση του όρου "Νέγρος" για τον Μπετόβεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σχόλιο στο ζήτημα του ρατσισμού στην ιστορία της μουσικής.



Μεγάλα πανεμιστήμια του κόσμου(Οξφόρδης, Κέιμπριτζ, Τζούλιαρντ, Γέηλ) αναγνωρίζοντας την προσφορά του Μπρέντελ στην τέχνη της Μουσικής, του απένειμαν θέσεις επίτιμου διδάκτορα, ενώ τιμήθηκε με διεθνή βραβεία, ανάμεσά τους το "Herbert von Karajan Music Prize" για το σύνολο του έργου του. Στα τελευταία του χρόνια, καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα με την ακοή του είχε σταματήσει τις εμφανίσεις, όμως έγραφε ποίηση και δοκιμιακά κείμενα κι έδινε διαλέξεις περί μουσικής...

Την πιανιστική καριέρα του ολοκλήρωσε ο Μπρέντελ το 2008, δίνοντας το τελευταίο ρεσιτάλ του στη Βιέννη με το "Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 9", του Μότσαρτ. Η συναυλία αυτή ψηφίστηκε ως ένα από τα 100 σπουδαιότερα πολιτιστικά δρώμενα της δεκαετίας.Ο Άλφρεντ Μπρέντελ αποκαλούσε αυτή τη Μοτσάρτια σύνθεση "ένα από τα θαύματα του κόσμου". 
Eίναι το πρώτο μεγάλο κοντσέρτο για πιάνο του Μότσαρτ και σημείο καμπής στο συνθετικό του ύφος, πολύ πρωτοποριακό για την εποχή του, καθώς είναι από τα πρώτα κοντσέρτα για πιάνο όπου το όργανο μπαίνει αμέσως αντί να ακολουθεί την παρουσίαση της ορχήστρας.

Ήταν έφηβος όταν ξεκίνησε να παίζει Μότσαρτ, αν και όπως ισχυριζόταν ο Μπρέντελ, δυσκολεύτηκε με τη μουσική για πιάνο του Σαλτσβουργιανού. Ήταν αργότερα και μετά τη διδασκαλία του Έντουιν Φίσερ που τού ανοίχτηκε η τεράστια πύλη της μουσικής του.
Στα νιάτα του αντιλαμβανόταν τη Μοτσάρτια μουσική περισσότερο χαριτωμένη και παιγνιώδη. Όμως στην πορεία μελετώντας αντιλήφθηκε όλο το φάσμα του Μότσαρτ, διέκρινε το βάθος του, εντόπισε τους "δαίμονες" στη μουσική του, τους οποίους αποφάσισε να επιτρέψει να εμφανιστούν στις ερμηνείες του...



Το "
Piano Concerto No. 9" 
Ο 21 χρονος Μότσαρτ την εποχή σύνθεσης του Κονσέρτου Ν.9
αποτελεί ένα από τα πολυαγαπημένα κονσέρτα του Μπρέντελ γιατί εκτός από το ότι διαθέτει μία από τις σπουδαιότερες καντέντσες, έχει ένα μέρος του σε Ντο ελάσσονα - μια από τις ιδιαιτέρως αρεστές κλίμακες του πιανίστα και εξίσου σημαντική για τον Μότσαρτ όσο και για τον Μπετόβεν.


Το Κονσέρτο φέρει το προσωνύμιο: "Jeunehomme". Ο συνθέτης ήταν 21 ετών όταν το συνέθεσε για τη Βικτουάρ Ζεναμί, φίλη του και βιρτουόζο πιανίστα της οποίας οι εκτελέσεις τον είχαν ενθουσιάσει. Παλαιότερα, υπήρχαν κάποιοι που ισχυρίζονταν ότι ο Μότσαρτ έγραψε το έργο για ένα νεαρό Γάλλο πιανίστα "Jeunehomme" (στα γαλλικά "νεαρός άνδρας") με τη σύγχυση των ονομάτων να οφείλεται στο γεγονός ότι στις επιστολές τους ο Μότσαρτ και ο πατέρας του την αναφέρουν ποικιλοτρόπως: jenomy...Madame jenomè..κλπ.


Ο Μπρέντελ ωστόσο δεχόταν την ύπαρξη της γυναίκας καλλιτέχνιδας να εμπνέει τον αυστριακό συνθέτη για την οποία -όπως έλεγε- του άρεσε να τη φαντάζεται πανέμορφη, με ένα ιδιαίτερο κάλλος εξωτερικό και εσωτερικό, ικανό να πυροδοτήσει αυτές τις εκπληκτικές μουσικές ιδέες σε ένα κονσέρτο με άφθαστη κομψότητα, φρεσκάδα και λεπτότητα.



Θα απολαύσουμε τον διακεκριμμένο πιανίστα στο 2ο μέρος του Κονσέρτου γραμμένο στην περιβόητη Ντο ελάσσονα κλίμακα.

Ο Μπρέντελ, σαν ποιητής εκτός από μουσικός, μια προσωπικότητα με ευρεία ακαδημαϊκή μόρφωση προσεγγίζει το πιάνο, μ'ένα πρωτόγνωρα βελούδινο άγγιγμα!
Ο σπουδαίος πιανίστας πετυχαίνει να εκφράσει την καλλιτεχνική δύναμη του δημιουργού, και να την συνδυάσει με άφθαστο λυρισμό. Ερμηνεία χρωματισμένη, παίξιμο με ευαισθησία με στόχο την αναζήτηση της μουσικής ψυχής...


Mozart: Piano Concerto No. 9, K.271 - "Jeunehomme" 
Mov. 2: Andantino





Burne-Jones: "O Βασιλιάς Κοφέτουα", πίνακας της χρονιάς...

 


Edward Burne-Jones: "King Cophetua and the Beggar Maid"




[Στη μνήμη του κορυφαίου Άγγλου ζωγράφου, εικονογράφου και χαράκτη, Σερ Έντουαρντ Μπερν - Τζόουνς, του οποίου τα έργα συγκαταλέγονται στα τελευταία δείγματα της προραφαηλιτικής τεχνοτροπίας αφιερώνεται το σημερινό κείμενο.

Πέθανε στις 17 Ιουνίου 1898 μετά από κρίση γρίπης, την οποία η φιλάσθενη κράση του δεν άντεξε. Μετά τον θάνατο του Μπερν-Τζόουνς και με παρέμβαση του πρίγκιπα της Ουαλίας, πραγματοποιήθηκε επιμνημόσυνη δέηση στο Αββαείο του Γουέστμίνστερ. Ήταν η πρώτη φορά που αποδίδονταν τόσο υψηλές τιμές σε έναν καλλιτέχνη].



Γεννημένος στο Μπέρμιγχαμ, ο Μπερν - Τζόουνς φοίτησε αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών της γενέτειράς του και Θεολογία στην Οξφόρδη, όπου γνώρισε τον Ουίλλιαμ Μόρρις, αλλά και τον προραφαηλίτη Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέττι, η γνωριμία με τον οποίο υπήρξε καθοριστική για τη σταδιοδρομία του.

Ως οπαδός του Ροσέτι, η θεματογραφία του Μπερν-Τζόουνς επικεντρώθηκε στο ρομαντισμό της μεσαιωνικής ιπποσύνης,

Aπό τα διασημότερα έργα του είναι "Ο Βασιλιάς Κοφέτουα και η Ζητιάνα", που το Art Journal, (το σημαντικότερο βρετανικό περιοδικό τέχνης του 19ου αι.) το ανακήρυξε ως τον "πίνακα της χρονιάς", ενώ οι Times τον χαρακτήρισαν σαν "μια από τις ωραιότερες ελαιογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν ποτέ από Άγγλο καλλιτέχνη".

Ο πίνακας απεικονίζει το θρύλο του αφρικανού βασιλιά Κοφέτουα, ο οποίος ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα μια φτωχή κοπέλα, που ο ζωγράφος γνώριζε από την ομώνυμη Ελισσαβιετιανή μπαλάντα, αλλά και το δεκαεξάστιχο ποίημα του λόρδου Άλφρεντ Τένυσσον: "Ο Βασιλιάς και η Ζητιάνα":

"Τα χέρια έβαλε στο στήθος.
Ήταν πιο όμορφη από ό,τι τα λόγια μπορούν να πουν:
Ξυπόλητη ήρθε η ζητιάνα
μπρος στο βασιλιά Κοφέτουα
Εκείνος με πανοπλία και στέμμα κατέβηκε,
για να τη συναντήσει και να της απευθύνει χαιρετισμό
"Δεν είναι περίεργο", είπαν οι άρχοντες,
"Είναι πιο όμορφη κι από το φως του ήλιου".



Όπως το φεγγάρι λάμπει σε συννεφιασμένους ουρανούς,
Ετσι και κείνη φάνηκε με τα φτωχά της ρούχα:
Ένας επαίνεσε τους αστραγάλους της, ένας τα μάτια της,
άλλος τα σκούρα της μαλλιά της και τ' απερίγραπτο κάλλος της:
Τόσο γλυκιά στο πρόσωπο κι η χάρη της αγγελική,
που σ' ολάκερη την πλάση ποτέ δεν θα υπάρξει:
Ο Κοφέτουα στη βασιλική του τιμή, ορκίστηκε:
"Αυτή η ζητιάνα θα γενεί η βασίλισσά μου!"

(Alfred Tennyson: "The Beggar Maid")


Ο πίνακας που ολοκληρώθηκε το 1884 ξεχώρισε για την ιδιαίτερη απεικονιστική του συναισθήματος κι αποτελεί εικαστικό σχόλιο για τη δύναμη του έρωτα και την ικανότητά του να υπερβαίνει εμπόδια, όπως η κοινωνική τάξη. Επίσης ο πίνακας αναδεικνύει θέματα εξουσίας και πλούτου, που σε ορισμένες εποχές κυριάρχησαν έναντι του κάλλους και της αρετής.

Σχεδόν σκοτεινό, το εικαστικό μεταφέρει τη σκηνή της συνάντησης του Κοφέτουα (ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχει νιώσει ουδεμία έλξη για γυναίκα) με μια ζητιάνα ντυμένη μ'ένα γκρίζο κουρελιασμένο φόρεμα, την οποία και ερωτεύεται κεραυνοβόλα.
Η εικαστική σύνθεση, που αναπτύσσεται κάθετα, παρουσιάζει έντονη θεατρικότητα. Ο Τζόουνς τοποθετεί τη ζητιάνα στο κέντρο υπερυψωμένη πάνω σε σκάλα, λουσμένη στο φως, τονίζοντας την αγνότητα και την πνευματική της ομορφιά παρά την ταπεινή της θέση. Ο βασιλιάς Κοφέτουα υποκλινόμενος στο φυσικό κάλλος την κοιτάζει με θαυμασμό και δέος γονατιστός και λίγο χαμηλότερα, συμβολίζοντας τη συναισθηματική και ιπποτική του καταγωγή. Μπορεί η ζητιάνα να' ναι ξυπόλητη, χλωμή και ντυμένη ευτελώς, όμως οι αρετές και αρχές της δεν κρύβονται. Η στάση του σώματός της είναι σεμνή, σχεδόν παθητική, ωστόσο οπτικά είναι ανώτερη από το βασιλιά.

Ο βασιλιάς Κοφέτουα φοράει περίτεχνο μανδύα και πανοπλία που μαρτυρούν τον πλούτο του. Όμως χωρίς καμμιά υπεροψία γονατίζει μπρος στη γυναίκα, βγάζει το στέμμα του και τής προτείνει να γίνουνε ταίρι. Όλα αυτά δηλώνονται μέσα από την ελισσαβετιανή μπαλάντα την οποία γνώριζε ο καλλιτέχνης και αυτό υπογραμμίζεται από τις δυο μορφές στο μπαλκόνι που μελετώντας παρτιτούρα φαίνεται να ερμηνεύουν το αφηγηματικό τραγούδι που σε κάποιους από τους στίχους του αναφέρει πως ο βασιλιάς:

"κατεβαίνει απ' το άλογό του, βγάζει το χρυσό του στέμμα
και την κοιτάζει θαμπωμένος.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή παίρνει την απόφαση να την παντρευτεί
κι αν η γυναίκα δεν δεχτεί, να θέσει τέλος στη ζωή του.
Η ζητιάνα ενθουσιασμένη με την πρόταση, δέχεται.
Κυβερνούν μαζί ειρηνικά κι αγαπημένοι
μέχρι το θάνατό τους..."



ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ:

Ο θρύλος του βασιλιά Κοφέτουα ενέπνευσε στον πολωνό συνθέτη, Ludomir Rozycki, το συμφωνικό του ποίημα: "Król Kofetua-Βασιλιάς Κοφέτουα", μια σύνθεση του 1912, που κέρδισε πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό που διοργανώθηκε για την 10η επέτειο της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βαρσοβίας. Είναι ένα από τα πρώτα ορχηστρικά του έργα, το οποίο του χάρισε μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση.

Ο συνθέτης δεν ακολουθεί πιστά σε ύφος το κείμενο της μπαλάντας, που είναι αρκετά παιχνιδιάρικο, αλλά έναν μουσικό δρόμο πιο φιλοσοφημένου και πνευματώδους χαρακτήρα, με εξισωτική τάση ώστε ο χαμηλότερος κοινωνικά να είναι ίσος με τον υψηλότερο, παρά το γεγονός ότι η πλοκή απαιτεί την προϋπόθεση του έρωτα.
Έτσι, το θέμα της εισαγωγής ακούγεται αρκετά απόκοσμο και μυστηριώδες, παρουσιασμένο αρκετές φορές και σε διαφορετικές διαθέσεις για να δείξει το κενό του βασιλιά σε αντίθεση με τη λαχτάρα που προκαλεί η ζητιάνα. Ακολουθεί μελωδία περισσότερο ενεργητική και "οικεία", αναλαμβάνοντας αφηγηματική λειτουργία... Προς το τέλος τα θέματα συγκρούονται, με την ενορχήστρωση που θυμίζει Ρίχαρντ Στράους ή Σιμανόφσκι, χωρίς ωστόσο η σύνθεση να αποκλίνει από το τυπικό στυλ της Σχολής των "Νέων Πολωνών" *.

H πλούσια αρμονική γλώσσα, η δραματική ενορχήστρωση, η μελωδική ευαισθησία και η εκφραστική ένταση του Ρόζιτσκι 
τον τοποθετούν ξεκάθαρα στο ύστερο ρομαντικό κίνημα, ενώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως τα λογοτεχνικά και εικαστικά θέματα αποτελούσαν συχνή πηγή έμπνευσης για τον πολωνό συνθέτη.

Ludomir Rozycki"Król Kofetua":


*"Νέα Πολωνία" είναι η πολωνική εκδοχή του μοντερνισμού στην Τέχνη. Στην τέχνη της μουσικής, οι συνθέτες της στόχευαν να αναζωογονήσουν τη μουσική κουλτούρα της γενιάς τους, με πρωτότυπες δημιουργίες όπου η πολωνική μουσική εναρμονιζόταν με την ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα. Διακήρυτταν ότι η μεγάλη τέχνη μπορεί να είναι εθνική χωρίς να καταφεύγει στη συμβατική λαογραφία.
 





Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Έγκον Σίλε: Μια αδιάσπαστη διαδοχή χρωμάτων, ρυθμών και διαθέσεων...

Egon Schiele - Leopold Czihaczek am Klavier

 




Η οικογένεια του Έγκον Σίλε.
Οι γονείς,  Άντολφ και Μαρί Σίλε με τα 3 παιδιά τους
Έγκον, Μέλανι και Ελβίρα.

Ο αυστριακός ζωγράφος, Έγκον Σίλε είναι γνωστός για τις τραχιές, δύσκαμπτες, αποστεομένες, σχεδόν αποτρόπαιες φιγούρες του.
Ιδιαίτερος, εκκεντρικός, απογυμνώνει την ομορφιά από κάθε τι εξωραϊστικό, με τρόπο αριστοτεχνικά βέβηλο! Στο έργο του συναντάς την ερωτική εκδοχή ενός σκληρού πεπρωμένου.


Γεννήθηκε σαν σήμερα, 12 Ιουνίου 1890 στο Τουλλν της Κάτω Αυστρίας . Από μικρός άρχισε να σχεδιάζει, όμως ο πατέρας του, που θεωρούσε πως η ζωγραφική τον αποσπούσε από τα μαθήματά του κατέστρεφε κάθε ζωγραφική του δημιουργία.
Σαν παιδί, ο Έγκον ηταν ντροπαλός και συνεσταλμένος, διόλου καλός μαθητής, εκτός από τον αθλητισμό και τα καλλιτεχνικά, όπου τα κατάφερνε με άριστες επιδόσεις.

Ο Σίλε ήταν 14 ετών, όταν πέθανε ο πατέρας του από σύφιλη. 
Την κηδεμονία του Εγκον και της μικρότερης αδερφής του ανέλαβε ο θείος τους, Λέοπολντ Τσίχατσεκ, ανώτερος σιδηροδρομικός υπάλληλος και ερασιτέχνης πιανίστας. Στο σπίτι του στη Βιέννη διατηρούσε 2 πιάνα με ουρά, στα οποία καθόταν τα βράδια και τα απογεύματα της Κυριακής να χαλαρώνει παίζοντας.

O 15χρονος Έγκον Σίλε
(Αυτοπροσωπογραφία)
Εκεί τον έχει απεικονίσει ο 15χρονος Σίλε με ύφος που διόλου θυμίζει τα μετέπειτα έργα του σπουδαίου ζωγράφου. 
Το πινέλο του Σίλε με τα παστέλ χρώματα αποκαλύπτει τάσεις ύστερου ιμπρεσιονισμού. Ο νεαρός καλλιτέχνης αξιοποιώντας τη φωτοσκίαση χειρίζεται δραματουργικά το θέμα αποτυπώνοντας τον άνδρα καθισμένο στο πιάνο μπροστά από τη μεγάλη τζαμαρία, βυθισμένο στην έκσταση που του προσφέρει η μελωδία.
Χαρακτηριστικό του έργου αποτελούν τα χέρια του ερμηνευτή, που ο Σίλε αποδίδει «θολά», σαν αποκομμένα από το υπόλοιπο σώμα για να τονιστεί η εκστατική κατάσταση που η μουσική έχει υποβάλλει τον θείο του, Λέοπολντ Τσίχατσεκ.

Απορροφημένος και δοσμένος ολοκληρωτικά στην ερμηνεία της μελωδίας, μας κάνει να αναρωτιόμαστε…

-Τι να παίζει άραγε;

Σκέφτομαι πως αφού το εικαστικό φιλοτεχνήθηκε στη Βιέννη γύρω στα 1905-10 κι επειδή καλλιτέχνες που μεσουρανούσαν τότε στην αυστριακή πρωτεύουσα ήταν οι Μάλερ, Σαίνμπεργκ, Βέμπερν και Μπεργκ, θα φανταστώ πως ο Τσίχατσεκ ερμηνεύει κάποιο από τα πιανιστικά έργα του πρωτεργάτη της ατονικής μουσικής, Αρνολντ Σαίνμπεργκ εκείνης της περιόδου. Ίσως κάποιο από τα «Drei Klavierstücke-Τρία Κομμάτια για Πιάνο», πρώτο παράδειγμα ατονικότητας του συνθέτη.

Schoenberg's portrait, Egon Schiele
Αν και ελαφρώς απομακρυσμένες από τονικά κέντρα, αυτές οι τρεις σύντομες συνθέσεις παρουσιάζουν στοιχεία κλασικής φόρμας και αρμονίας. Διακρίνονται επίσης αποχρώσεις λυρισμού, συνοδεία με πλατιές συγχορδίες, εκφραστικές αποτζιατούρες και περίτεχνη χρήση πεντάλ δημιουργώντας βάθος στο άκουσμα.

Χαρακτηριστικό των συνθέσεων είναι η έλλειψη δομημένης εξέλιξης και η απόρριψη παραδοσιακών εννοιών. Αντιστοιχίζοντας το ύφος τους με σύγχρονα στυλ στις εικαστικές τέχνες, ο Σαίνμπεργκ -που ήταν ο ίδιος και ζωγράφος- περιγράφει εύγλωττα τη ζωγραφική «χωρίς δομή... μια συνεχώς μεταβαλλόμενη, αδιάσπαστη διαδοχή χρωμάτων, ρυθμών και διαθέσεων», θέση που κάλλιστα θα άρμοζε στο ύφος του τιμώμενου Εγκον Σίλε, του οποίου οι εμπνεύσεις ορίζουν η δυναμική και η συναισθηματική φόρτιση. Η τέχνη του Έγκον Σίλε ακτινοβολεί μια σπλαχνική ένταση, που χαρακτηρίζεται από διαδοχή συναισθηματικών και οπτικών στοιχείων. Η χρήση του χρώματος ήταν ωμή και εκφραστική, συχνά ενοχλητική αλλά βαθιά σκόπιμη. Οι ρυθμοί των γραμμών του γωνιώδεις, παραμορφωμένοι και αδυσώπητοι- αντηχούν έναν σχεδόν μουσικό ρυθμό, σαν οι φιγούρες και οι συνθέσεις του να είναι παγιδευμένες σε έναν χορό αγωνίας και ομορφιάς συγχρόνως.


Schönberg: «Drei Klavierstücke Op. 11»:

Mässige (μέτρια)
Mässige (πολύ αργά)
Bewegte (με κίνηση)


(Στο πιάνο ο Γκλεν Γκουλντ)


Παλαιότερο κείμενο για τον Έγκον Σίλε μπορείτε να διαβάσετε εδώ.













Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Σίλλερ: "Αχ, Έμμα, για την αγάπη μου δεν ζεις ..."

"Πορτρέτο του Φρίντριχ Σίλλερ", Gerhard von Kügelgen

 

Ο Φρήντριχ φον Σίλλερ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγαλύτερους δραματικούς συγγραφείς. Έγραψε θεατρικά έργα, σονέτα και μπαλάντες, που διακρίνονται για την δραματικότητα, τη στοχαστική τους διάθεση και την ανάδειξη υψηλών εννοιών. Ο Σίλλερ εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους συγχρόνους του, oι οποίοι εκτός από τα πεζά και ιστορικά γραπτά του, αναγνώρισαν και την αξία στη λυρική του ποίηση.

Ο Σίλλερ αντιλαμβανόταν την ποίηση σαν φωτεινή διέξοδο, σαν μέσο απελευθέρωσης από κάθε τι που φαντάζει τροχοπέδη στην πνευματική ανάταση και την επαφή με το "Υψηλό". Η τέχνη της ποίησης ικανοποιούσε τη δίψα του για τελειότητα, τη λαχτάρα για εσωτερική αρμονία και της υπογράμμισης πως η τέχνη θριαμβεύει πάνω στην φύση.


"Στην Έμμα"

Μακριά, στo γκρίζο ομιχλώδες,
αναπαύεται μία ευτυχία περασμένη,
μοναχά σ’ αστέρι ονειρώδες
το βλέμμα αγαπά και αναμένει·
και όμως, σαν αστροφεγγιά
η ψευδαίσθηση απλώνεται μες τη νυχτιά.


Κι αν του θανάτου ύπνος μακρύς,
σφράγιζε τη δική σου ματιά,
η θλίψη μου θα σε κυρίευε αιφνής,
και θα ζούσες στη δική μου καρδιά.
Αχ! Μα τώρα ζεις στο φως,
για την αγάπη μου δεν ζεις τελικώς.


Της αγάπης η γλυκιά επιθυμία,
Έμμα, πώς μπορεί να είναι εφήμερη;
Το τέλος και η αποδημία,
Έμμα, μήπως είναι αγάπη αληθινή;
Της φλόγας της το ουράνιο φως –
αργοσβήνει σαν επίγειος καρπός;

(Μτφ: Αντώνης Κερασνούδης)



Ο Σίλλερ στο νεκροκρέβατό του
Σχέδιο του Ferdinand Jagemann, 1805



Για την προσφορά του στα Γράμματα και την Τέχνη του λόγου το 1802 αποδόθηκε στον Σίλλερ 
από τον Δούκα της Βαϊμάρης τίτλος ευγενείας, γι' αυτό στο όνομά του προστέθηκε το "φον".
Ο τιμώμενος άνδρας παρέμεινε στη Βαϊμάρη μέχρι το θάνατό του το 1805 από φυματίωση, σαν σήμερα, 9 Μαΐου 1805. Ήταν 45 χρονών.

Πέντε χρόνια πριν πεθάνει ο Σίλλερ δημοσίευσε το παραπάνω ποίημά του "An Emma".
Αναπτύσσεται σε 3 στροφές των 6 στίχων και ασχολείται με ένα σύνηθες θέμα στη ρομαντική λογοτεχνία, εκείνο της ανεκπλήρωτης αγάπης.
Ο ποιητής αναδεικνύει τη συναισθηματική αναταραχή της ρομαντικής ευαισθησίας μέσα από την έντονη αντίθεση μεταξύ της έντονης λαχτάρας του ομιλητή και του ανέφικτου της αγάπης του.

Είναι από τα λίγα ποιήματα του Σίλλερ που δεν εκφράζει τη φιλοσοφική διάθεση του δημιουργού, αλλά εστιάζει στα προσωπικά συναισθήματα, αντανακλώντας τη ρομαντική έμφαση στην ατομικότητα και την αυτοέκφραση.

Το ποίημα χαρακτηρίζεται από την απλότητα και την αμεσότητά του. Ο Σίλλερ χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και συνοπτικούς στίχους για να μεταφέρει τα συναισθήματα του ομιλητή, προσέγγιση που επιτρέπει στον αναγνώστη να συνδεθεί βαθύτερα με τον πόνο του.



Το ποίημα έτυχε πολλών μελοποιήσεων από συνθέτες διαφόρων εποχών.

  • Σήμερα, 
    προτείνω να ακούσουμε κατ' αρχήν την προσέγγιση του Φραντς Σούμπερτ, ο οποίος στο ομώνυμο ληντ του με τρομερή επιδεξιότητα αποδίδει το ύφος, που υποβάλλει το ποίημα.
    Η πιανιστική συνοδεία δεν περιορίζεται στην απλή υποστήριξη της φωνής, αλλά αναλαμβάνει ανεξάρτητο ρόλο σκιαγραφώντας την ατμόσφαιρα του ποιητικού κειμένου.
    Στο ληντ που γράφτηκε το 1821, μια πρώτη ενότητα από τρεις εξάμετρες φράσεις αποτελεί την εισαγωγή του, την οποία διαδέχεται μια άλλη από τέσσερεις τετράμετρες. Η τρίτη στροφή του ποιήματος σε μορφή σύντομης απαγγελίας ως μορφή ρετσιτατίβο έπεται, με μέρη μελωδικής προσφώνησης να ολοκληρώνουν τη θαυμάσια προσέγγιση. Tρυφερή μελωδία σε μέτριο τέμπο, που διακόπτεται από ταραγμένη αίσθηση πόνου της συνειδητοποίησης της απώλειας στη φράση: 
    "Αber ach, du lebst im Licht - Αχ! Μα τώρα ζεις στο φως"...

    Schubert: "An Emma, D.113":

    Ερμηνεύει ο Dietrich Fischer-Dieskau
    Στο πιάνο συνοδεύει ο Gerald Moore





  • Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1820, στο ίδιο ποίημα του Σίλλερ είχε δώσει τη δική του εκδοχή μελοποίησης ο γιος του Μότσαρτ, Φραντς Ξάβερ Βόλφγκανγκ, το μικρότερο από τα δύο επιζώντα παιδιά του Σαλτσβουργιανού.

    Το μουσικό ύφος του ληντ κινείται στα όρια του πρώιμου ρομαντισμού και οι επιρροές από το ώριμο ύφος του πατέρα Μότσαρτ είναι εμφανείς.


Franz Xaver Mozart: "An Emma, op. 24":
Ερμηνεύει η Barbara Bonney






"O Γκαίτε κρατά στα χέρια του το κρανίο του Σίλλερ"
(πηγή: iliasmalevitis.wordpress)
Αξίζει να σημειωθεί πως τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του Φρήντριχ Σίλλερ στις 9 Μαΐου 1805, το σώμα θάφτηκε βιαστικά σε ένα Μαυσωλείο στη Βαϊμάρη για διακεκριμένους πολίτες των οποίων οι οικογένειες δεν είχαν οικογενειακό τάφο. Η ταφή έγινε γρήγορα και χωρίς τελετή κι όπως έγραψε ο νομπελίστας Τόμας Μαν : "δεν υπήρχε καμμιά πένθιμη μελωδία, καμμιά λέξη από στόμα ιερέα ή φίλου...".

Μόνο μια εικοσαετία αργότερα ο δήμαρχος της πόλης, δεινός λάτρης της γραφής του Σίλλερ έδωσε εντολή εκταφής των λειψάνων του. Η ανακομιδή έφερε στο φως πλέον του ενός κρανίων. Αποφασίστηκε πως το μεγαλύτερο ήταν του γερμανού ποιητή, συγγραφέα και φιλοσόφου. Δεν γνωρίζουμε πώς, πάντως το κρανίο βρέθηκε στα χέρια του Γκαίτε ο οποίος υπήρξε φίλος του Σίλλερ και μέγας θαυμαστής του έργου του. Το κράτησε για χρόνια τυλιγμένο ευλαβικά σε βελούδινο ύφασμα και μάλιστα έγραψε ένα ποίημα γι' αυτό με τίτλο "Bei Betrachtung von Schillers Schädel - Κοιτάζοντας το κρανίο του Σίλλερ", όπου περιέγραψε το κρανίο ως "μυστηριώδες αγγείο":

Στο κοιμητήρι το βαθύ και σκοτεινό κοιτάω
με πόση τάξη αραδιαστά σωπαίνουν τα κρανία
και μεσ’ στο νου τις εποχές που ἐφύγαν μελετάω.

Μένουν πλάϊ-πλάϊ ὅσοι ἄλλοτε μισοῦνταν μὲ μανία·
κόκκαλα ποὺ ὡς τὸ θάνατον ἀλληλοχτυπηθῆκαν,
τώρα ἡσυχάζουν σταυρωτὰ μέσα στὴν ἡσυχία.

Σκόρπιες κουτάλες… Από ποιά φορτιά να κυρτωθῆκαν,
κανένας δε ρωτάει. Μέλη γιερά, γεμᾶτα ζέση,
χέρια και πόδια, π’ απ’ τῆς ζωῆς τη ἄρθρωση λυθῆκαν…

Ὤ, κουρασμένοι, ἀνώφελα στη γῆς ἔχετε πέσει.
Δὲ σᾶς ἀφήνω ἀνάπαψη στὸν τάφο. Στὴν ἡμέρα,
στὴν ἅγια ζήση καὶ στὸ φῶς σᾶς ἔχω ἐδῶ καλέσει:

Τι εν’ ἄθλιο τσώφλι εἶν’ ἄσκοπο να ὑψώνω στον ἀγέρα,
κι ἂς εἶχε τὸν ἐγκέφαλο τὸν πιὸ εὐγενῆ κλεισμένο.
Μα να, που ἕνας παλιός χρησμὸς μ’ ἀκολουθεῖ ἐδῶ πέρα,

(σ’ ἐλάχιστους το νόημά του τό ’χει φανερωμένο)
ὅταν, στὴ μέση ἀπὸ σωροὺς κοκκάλων καὶ κρανίων,
μια ἀτίμητα ἱερὴ μορφὴ στὰ μάτια μου ἀνασταίνω.

Και ἰδέ, σ᾽ αὐτὴ τη στενωσιά, στη μούχλα καὶ στὸ κρύο,
μ’ αἴστηση λευτεριᾶς πλατειᾶς εὐτὺς ἀναγαλλιάζω,
ὡς να ’βγαινε ἀπ’ το θάνατο ζωῆς ἀνάμα θεῖο!

Μὲ ποιά γοητεία μυστηριακὴ τὴν ὄψη σου ἀναπλάζω!
Τὰ θεῖα χαρακτηριστικά, πού ’χε ἄλλοτε κρατήσει!
Μὲ μιὰ ματιὰ μέσ’ στὴ γνωστή μου θάλασσα βουλιάζω,

ποὺ τόσες ξεχειλίζοντας μορφὲς εἶχε ἀναβρύσει.
Σκεῦος, ἱερό, πού ’χεις χρησμοὺς στὸν κόσμο τόσους δώσει,
στὰ χέρια πὼς εἶμ’ ἄξιος νὰ σ’ ἔχω ἐτοῦτα κλείσει;

Ἀπό τη μούχλα, ὦ Θησαυρέ, ψηλὰ σ’ ἔχω σηκώσει,
και προς τα αἰθέρια τ’ ἀνοιχτά, πρὸς τὴν πλατειὰ τὴ σκέψη,
προς το ἠλιοφῶς ἔχω μὲ σὲ τὸν ἴδιο ἐμένα ὑψώσει.

Τι πιο πολὺ μπορεῖ κανεὶς στὸν κόσμο νὰ γυρέψει,
τὴ θέαιανα Πλάση ἂν τοῦ δοθεῖ στὰ μάτια νὰ κοιτάξει,
σὲ πνεῦμα πῶς τὰ πιὸ σκληρὰ μπορεῖ νὰ μετατρέψει,

κι αἰώνια πῶς τοῦ πνεύματος τα τέκνα να φυλάξει.

(Μτφ: Λ.Αλεξίου, πηγή: iliasmalevitis.wordpress)

Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Νικολό Μακιαβέλι: Ποίηση και μουσική, μαδριγάλια και ιντερμέδια...




3 Μαΐου 1469 γεννιέται στη Φλωρεντία ο πολιτικός φιλόσοφος, συγγραφέας, ποιητής, μεταφραστής κλασικών έργων και ιστορικός, Νικολό Μακιαβέλι, μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της Αναγέννησης, που με το έργο και τη σκέψη της άσκησε βαθειά επίδραση στη διαμόρφωση του πνεύματος και απόψεων μεταγενέστερων στοχαστών. 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι, που επέκριναν τον Μακιαβέλι και τον χαρακτήρισαν αυταρχικό ή κυνικό ακόμα και διεφθαρμένο, ωστόσο υπάρχει μεγάλη μερίδα ερευνητών-αναλυτών που τον αποδέχονται πλήρως και τον αποκαλούν "πρωτεργάτη της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης".


Καταγόταν από μια έκπτωτη οικογένεια αριστοκρατών. Η μητέρα του ήταν λάτρης της μουσικής, είχε καλή φωνή και μάλλον είναι από κείνη που κληρονόμησε την αγάπη προς την τέχνη των ήχων. Οι γονεις του μερίμνησαν ώστε ο νεαρός Νικολό να λάβει σύμφωνη με τα κλασικά πρότυπα της εποχής, ουμανιστική εκπαίδευση και αναμφίβολα είχε τις βασικές μουσικές γνώσεις, καθώς στην εποχή του μορφωμένος και πραγματικός "κύριος" θεωρείτο ο γνώστης γραμματικής, ρητορικής, λατινικών και φυσικά μουσικής.
Έτσι διδάχτηκε θεωρητικά της μουσικής και έμαθε να παίζει αρκετά όργανα, λαούτο, βιέλα κλπ...

Αξιοσημείωτο είναι πως ο Μακιαβέλι αναλογίστηκε τη χρήση της μουσικής για επικοινωνία κατά τη διάρκεια μαχών. 
Στο έργο του "Η Τέχνη του Πολέμου" του 1519, εμπνεύστηκε από τη ρωμαϊκή και ελληνική αρχαιότητα και ανέλυσε τη χρήση διαφορετικών ειδών μουσικής και ηχοχρωμάτων προκειμένου να κατευθύνουν τα στρατεύματα.
Ο Μακιαβέλι καθορίζει ποια όργανα πρέπει να χρησιμοποιούνται, από ποιον και πώς.
Όπως γράφει:
"Κοντά στον στρατηγό, τοποθετώ τις σάλπιγγες, ως καλύτερα ταιριασμένες από οποιοδήποτε άλλο όργανο για να ακούγονται πάνω από κάθε είδους θόρυβο και κρότο.  Κοντά στους διοικητές των ταγμάτων, εύχομαι να υπάρχουν φλάουτα και μικρά τύμπανα, που να εκτελούνται όχι όπως στο στρατό, αλλά όπως παίζονταν συνήθως στα αρχαία συμπόσια..."


Αξιοποιώντας τα ποιητικά και μουσικά του ταλέντα, άρχισε να συνθέτει τραγούδια, γράφοντας λόγια και μουσική, για να τα μοιράζεται σε φιλικές συγκεντρώσεις, πίνοντας... Απολάμβανε να γράφει "canti carnivaleschi", είδη εύθυμων τραγουδιών που εκτελούντο κατά τη διάρκεια των ετήσιων εορτασμών του καρναβαλιού με σατιρικό-αλληγορικό ύφος.



"Δείτε! Πόσο χαρούμενη είναι η μέρα
Καθώς γιορτάζετε αρχαίες παραδόσεις και ήθη.
Το βλέπετε γιατί
όλοι αυτοί οι καλοσυνάτοι άνθρωποι
συγκεντρώνονται εδώ για τη γιορτή.

Και γω νύμφη και σεις βοσκοί
που ζούμε σε δάση και κοιλάδες
ερχόμαστε,
τραγουδώντας όλοι μαζί
τους έρωτές μας".


Το παραπάνω ποίημα μελοποιήθηκε στο ύφος του μαδριγαλίου από τον Γάλλο συνθέτη Φιλίπ Βερντελό για μια κωμωδία που είχε γράψει τo 1525 ο Μακιαβέλι και τιτλοφορείτο "Klizia". Το έργο βασίζεται σε ένα κλασικό θεατρικό έργο του Λατίνου κωμωδιογράφου, Τίτου Μάκκιου Πλαύτου, με τίτλο "Κασίνη (Casina)"

Η πλοκή επικεντρώνεται σε έναν ακόλαστο Φλωρεντίνο άρχοντα ονόματι Νικόμαχο, ο οποίος ερωτεύεται μια ορφανή κοπέλα που είχε μεγαλώσει στο σπίτι του ως ψυχοκόρη. Όμως για το κορίτσι ενδιαφέρεται κι ο νεαρός γιος του Νικόμαχου, ενδιαφέρον στο οποίο η κοπέλα ανταποκρίνεται. Οταν κανονίζεται η ημέρα του γάμου με το γέρο Νικόμαχο, επεμβαίνει η πρώην σύζυγός του και μητέρα του γιου του και στέλνει στη γαμήλια τελετή κάποιον άντρα ντυμένο νύφη. Ευτράπελα τα επεισόδια που δημιουργούνται, οδηγούν σε αίσια έκβαση την πλοκή με τους δυο ερωτευμένους να ενώνονται, τελικά...

Η υπόθεση της κωμωδίας είχε όλα όσα αγαπούσε το αναγεννησιακό κοινό: ένα όμορφο νεαρό ανυπεράσπιστο κορίτσι, έναν λάγνο γέρο, την κωμική περίπτωση λανθασμένης ταυτότητας και φυσικά ένα happy end.  Όμως το αξιοσημείωτο είναι πως για πρώτη φορά η μουσική χρησιμοποιήθηκε για να συμπληρώσει την κωμωδία, κάτι σαν μουσικό διάλειμμα, που έμελλε να αλλάξει το θέατρο για πάντα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, τα λεγόμενα "ιντερμέδια" έγιναν τακτικό χαρακτηριστικό των θεατρικών παραστάσεων και η δημοτικότητά τους είχε εμπνεύσει την ανάπτυξη μιας εντελώς νέας μορφής μουσικού θεάτρου, της όπερας. Τα ιντερμέδια αποτελούνταν συνήθως από σόλο ερμηνείες, μαδριγάλια και άλλα πολυφωνικά τραγούδια.

Στην περίπτωση της "Clizia" μια από τις ηθοποιούς ήταν η Μπάρμπαρα Σαλουτάτι με την οποία ο Μακιαβέλι είχε σχέση. Έτσι διάνθισε το έργο με ανάλαφρα μαδριγάλια, που ακούγονται πριν και μετά από κάθε πράξη, ώστε να της δώσει μεγαλύτερο ρόλο. Κανείς δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο.
Ο Μακιαβέλι σε αυτό το εγχείρημά του συνεργάστηκε με τον σπουδαίο -Φλαμανδικής καταγωγής- συνθέτη Φιλίπ Βερντελό, που δραστηριοποιείτο στην Ιταλία, για να διασφαλίσει ότι η μουσική θα επέτρεπε στην καλλιτέχνιδα ερωμένη του να επιδείξει τα ιδιαίτερα φωνητικά και υποκριτικά ταλέντα της.

Από την κωμωδία "Clizia" ακούμε το μαδριγάλι "Quanto sia lieto il giorno - Πόσο χαρούμενη είναι η μέρα", το κείμενο του οποίου έγραψε ο τιμώμενος ιταλός ποιητής και φιλόσοφος και διαβάζουμε παραπάνω.
Πρόκειται για σύνθεση για τέσσερις φωνές, ομοφωνικού χαρακτήρα εμπλουτισμένη με αντιστικτικά περάσματα, ενώ ορισμένες φράσεις του ποιητικού κειμένου χρωματίζονται μουσικά με στόχο την βέλτιστη απόδοση του εκφραστικού τους περιεχομένου.

Ο Φιλίπ Βερντελό έζησε στη Φλωρεντία από το 1521 έως το 1527. Τα μαδριγάλια του αποτελούν την πιο σημαντική παραγωγή της πρώιμης Αναγέννησης και αυτή στην οποία βασίστηκε σαφέστερα η μελλοντική ανάπτυξη της μορφής. Ο Βερντελό είναι χαρακτηριστικός των συνθετών της περιόδου που μετακόμισαν από τις βόρειες χώρες στην Ιταλία αναζητώντας εργασία.

Philippe Verdelot / Niccolo Machiavelli : "Quanto sia lieto il giorno":



Λένε πως αν ο Μακιαβέλι δεν είχε κερδίσει τη φήμη του ως πολιτικός φιλόσοφος μετά τον θάνατό του, "ο ρόλος του στη μουσική της Αναγέννησης αναμφίβολα θα του είχε χαρίσει μια θέση στην ιστορία". Αν και τα τραγούδια του σπάνια ερμηνεύονται σήμερα, τα μαδριγάλια του έμελλε να αλλάξουν για πάντα το χαρακτήρα αυτής της μουσικής.

Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο ότι πριν από τον θάνατό του συμβούλευε τον γιο του Γκουίντο: 
"Να εργάζεσαι σκληρά για να μάθεις γράμματα, αλλά και μουσική. Βλέπεις πόσο βοήθησε εμένα αυτή η μικρή μου δεξιότητα".






Για τη σύνταξη του άρθρου χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και από: historytoday