-"Είναι πάρα πολύ δύσκολη σύνθεση. Σχεδόν μου τέλειωσαν τα δάκτυλα!", είπε ο Φραντς Λιστ, σηκώνοντας τα χέρια του από τα πλήκτρα και κοιτάζοντας τον νεαρό Γκαμπριέλ Φωρέ με ένα χαμόγελο θαυμασμού, αλλά και απορίας. Ο Φωρέ χαμήλωσε το βλέμμα και σχεδόν απολογητικά, ψιθύρισε:
-"Ήθελα να περιγράψω τους ψιθύρους του δάσους... Τις νύμφες που παίζουν και χορεύουν κάτω απ’ το φως, όπως στο δάσος του Zίγκφριντ. Ο Βάγκνερ με συγκλόνισε. Eγραψα τους δικούς μου ψιθύρους, με τον τρόπο μου". Ο Λιστ χαμογέλασε πλατιά, σηκώθηκε και τον συνεχάρη. "Δύσκολο και απαιτητικό έργο, ναι... αλλά θαυμάσιο".
Έτσι γεννήθηκε η "Ballade, Op.19" του Γκαμπριέλ Φωρέ, ένα από τα πιο λεπτά και πρωτοποριακά έργα της πρώτης περιόδου του συνθέτη.
Γραμμένη αρχικά για σόλο πιάνο γύρω στο 1877, η Μπαλάντα παρουσιάστηκε στη Βαϊμάρη στον Λιστ, που ήταν ο πρώτος ακροατής της. Ίσως μάλιστα το σχόλιό του για τη δεξιοτεχνική της δυσκολία να οδήγησε τον Φωρέ να προσθέσει, λίγο αργότερα, μια διακριτική συνοδεία ορχήστρας, με ενορχήστρωση που, όπως θα έγραφε αργότερα ο Αλφρέντ Κορτώ, "της χαρίζει καθαρότητα και διάφανη ισορροπία".
Η Μπαλάντα του Φωρέ δεν θυμίζει τις ομώνυμες του Σοπέν, που ξεσπούν σε ρομαντική αφήγηση και δραματική μεγαλοπρέπεια. Ο Φωρέ, πιο εσωστρεφής και ποιητικός, δεν επιδιώκει αφηγηματική έξαρση ούτε ρητορική ένταση. Αναζητά κάτι πιο λεπτό, πιο εσωτερικό, την απεικόνιση μιας ποιητικής φύσης, τους ψιθύρους του δάσους όπου σαν σε ονειρική σκηνή, οι νύμφες παίζουν και χορεύουν.
Η έμπνευση γι’ αυτήν τη μουσική σελίδα γεννήθηκε από τη βαθιά εντύπωση που προξένησε στον συνθέτη η σκηνή του δάσους από τον Ζίγκφριντ του Βάγκνερ.
Μαγεμένος από το ηχητικό εκείνο τοπίο, ο Φωρέ θέλησε να το αναδημιουργήσει με τον δικό του, τελείως προσωπικό τόνο, έναν τόνο πιο διακριτικό, πιο φωτεινό, όπου η φύση ανασαίνει απαλά, διαφορετικά από τον συγκλονιστικό, δραματικό τρόπο του Βάγκνερ. Όπως ο ίδιος έλεγε: "Πάντα απολαμβάνω να βλέπω το φως του ήλιου να παιχνιδίζει με τους βράχους, το νερό, τα δέντρα, τις πεδιάδες. Τι ποικιλία εντυπώσεων, τι λαμπρότητα, τι απαλότητα… Μακάρι η μουσική μου να μπορούσε να δείξει τόση ποικιλία!". Βλέπουμε πως η παρατήρηση του φυσικού κόσμου γίνεται μουσική εμπειρία για τον Φωρέ, όπου η πολυμορφία, η λεπτότητα και η φωτεινότητα των ήχων αντικατοπτρίζουν τη ζωντάνια και την ομορφιά της φύσης.
Έτσι, η ιδέα του "δάσους του Ζίγκφριντ" μεταμορφώνεται στα χέρια του σε τοπίο από φως και σκιές, όπου οι ήχοι κυματίζουν απαλά σαν ανάσες της φύσης. Κι αυτό το έργο γίνεται ένα ζωντανό παράδειγμα της απόστασης που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε δύο δημιουργούς οι οποίοι εμπνέονται από το ίδιο πρότυπο, αλλά εκφράζουν μέσα απ' αυτό δύο διαφορετικούς, μοναδικούς κόσμους.
Για την εποχή της, η αρμονική γλώσσα του έργου υπήρξε τολμηρή, αινιγματική. Οι χρωματισμοί, η απουσία ρητορικών κορυφώσεων, η λεπτότητα της γραφής έκαναν τη μπαλάντα να μοιάζει "πολύ σύγχρονη" για τα τέλη του 19ου αιώνα. Και πράγματι, έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν άγνωστη, μέχρι ν' ανακαλυφθεί ξανά από τους θαυμαστές του Φωρέ στις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα τη βλέπουμε ως έργο-γέφυρα, από τον λυρισμό του ρομαντισμού προς τη διαύγεια του γαλλικού μοντερνισμού, προαναγγέλλοντας τη γλώσσα του Ντεμπυσί και του Ραβέλ.
Στην ουσία της, όμως, παραμένει εκείνο που ο ίδιος ο Φωρέ είπε στον Λιστ...Μια μουσική περιδιάβαση στο δάσος, όπου οι νύμφες ψιθυρίζουν και χορεύουν και ο άνεμος περνά ανάμεσα στα δέντρα, γεμάτος φως...Κάθε νότα λειτουργεί σαν ψίθυρος του φύλλου, κάθε μελωδική καμπύλη σαν κίνηση της φύσης, οι αρμονίες του Φωρέ, λεπτές και διαυγείς, δίνουν χρωματισμούς που αναδύονται σαν ηλιαχτίδες μέσα απ' τα κλαδιά, ενώ οι ανεπαίσθητες μετατροπίες του δημιουργούν την αίσθηση μιας συνεχούς ροής που συνδέει τον χώρο με τον χρόνο.
Το έργο γίνεται μια ηχητική ζωγραφιά, όπου η ψυχή της φύσης συναντά την ψυχή του συνθέτη και η μουσική, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως αφήγηση και ψυχολογικό τοπίο, καλεί τον ακροατή να βιώσει την υποβλητική διάσταση του χρόνου, του χώρου και της φύσης...
Θα απολαύσουμε την εκδοχή με ορχήστρα, που ο Φωρέ παρουσίασε για πρώτη φορά με την ορχήστρα του Εντουάρ Κολόν το 1881. Εδώ η Μπαλάντα δεν επιδεικνύει δεξιοτεχνία, είναι πιο χαλαρή, πιο φωτεινή και γοητευτική. Ίσως γι’ αυτό ο Ντεμπισί την είχε χαρακτηρίσει "υπερβολικά θηλυπρεπή". Η φόρμα της είναι ελεύθερη, αλλά στην ουσία χωρίζεται σε τρία μέρη που αναπτύσσουν τα δικά τους θέματα και κορυφώνεται σε ένα τέταρτο, όπου τα θέματα συνδυάζονται, δημιουργώντας μια μουσική αφήγηση γεμάτη αίσθηση και εσωτερική συνοχή...
G. Faure: "Ballade for Piano and Orchestra, Op. 19"
Το κείμενο γράφτηκε στη μνήμη του Γκαμπριέλ Φωρέ. Απεβίωσε στις 4 Νοεμβρίου 1924 στο Παρίσι, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο μουσικό έργο που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς συνθέτες της γαλλικής μουσικής παράδοσης. Παρά την αργή, σταδιακή απώλεια της ακοής του, συνέχισε να δημιουργεί, αποδεικνύοντας ότι η μουσική ήταν για εκείνον υπόθεση ψυχής. Ο θάνατός του σήμανε το τέλος μιας εποχής όπου η λεπτότητα, ο λυρισμός και η αίσθηση του εσωτερικού κόσμου στην μουσική αναδεικνύονταν με μοναδική ευαισθησία. Η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή μέσα από τα έργα του, που συνεχίζουν να γοητεύουν και να εμπνέουν..
Ο Φέλιξ Μέντελσον δεν υπήρξε μόνο συνθέτης μεγάλης ευαισθησίας, αλλά και ταξιδιώτης με πνεύμα ανήσυχο και καλλιεργημένο. Για κείνον, το ταξίδι δεν ήταν απλώς μετακίνηση ή περιήγηση. Ήταν μια αναζήτηση του ωραίου, του καλαίσθητου, του θείου μέσα από τη φύση, την τέχνη και τους ανθρώπους. Κάθε τόπος που επισκεπτόταν γινόταν πηγή έμπνευσης, ένα ζωντανό εργαστήριο συναισθημάτων και ήχων. Το 1830, σε ηλικία μόλις 21 ετών, ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι στην Ιταλία, τη γη του φωτός, της αρμονίας και της τέχνης. Εκεί βρήκε τη λάμψη που ταίριαζε στην ψυχή του και την ηρεμία που τροφοδότησε το στοχαστικό βάθος της μουσικής του.
Σε επιστολή που έγραψε ο συνθέτης από τη Φλωρεντία, διαβάζουμε:
"Φλωρεντία, 23 Οκτωβρίου 1830 Βρίσκομαι στη Φλωρεντία, μια πόλη με ζεστό αέρα και λαμπερό ουρανό. Όλα γύρω μου φαίνονται όμορφα, πλημμυρισμένα από την παλιά τους αίγλη. Ο οδηγός μου υπέδειξε ένα σημείο ανάμεσα στους λόφους, καλυμμένο από μπλε ομίχλη, λέγοντας: "Να τη η Φλωρεντία!". Κοίταξα με λαχτάρα! Διέκρινα τον στρογγυλό θόλο του Ντουόμο να ξεπροβάλλει, καθώς η απέραντη κοιλάδα που φιλοξενεί την πόλη απλωνόταν μπροστά μου.[...] Καθώς περπατούσα στον δρόμο, κοίταξα τα δέντρα που νόμιζα ότι ήταν ιτιές, ώσπου ο οδηγός μου είπε "Buon olio". Τότε αντιλήφθηκα ότι ήταν ελιές γεμάτες καρπούς.
Κάθε ύψωμα φιλοξενούσε βίλες με βεράντες γεμάτες τριαντάφυλλα, αλόες, λογής άλλα λουλούδια και σταφύλια. Οι κορυφές των κυπαρισσιών και των πεύκων ξεχώριζαν εντυπωσιακά στον ουρανό, ενώ η έντονη ζωή στους δρόμους πρόσθεταν ζωντάνια στο τοπίο... Σκοπεύω αύριο να επισκεφτώ το Tribune στην Oυφίτσι για να νιώσω την αίσθηση της ευλάβειας. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο σημείο, που μου αρέσει να κάθομαι. Από κεί παρατηρώ τη "Αφροδίτη των Μεδίκων" ακριβώς απέναντι και στρίβοντας λίγο αριστερά, τη Madonna del Cardellino, έναν αγαπημένο μου πίνακα του Ραφαήλ. Δεν έχω ακόμη επισκεφτεί το Παλάτσο Πίτι, όπου βρίσκονται ο "Άγιος Ιεζεκιήλ" και η "Madonna della Scientia", επίσης του Ραφαήλ. Χθες, ωστόσο, είδα τους κήπους του παλατιού λουσμένους στον ήλιο. Oι πυκνοί μίσχοι των μυρτιών και των δαφνών, μαζί με τα αμέτρητα κυπαρίσσια, μου προκάλεσαν μια παράξενη, γοητευτική εντύπωση με αύρα εξωτισμού..."
Η επιστολή του Μέντελσον από τη Φλωρεντία αποκαλύπτει τη βαθιά του λατρεία για τα ταξίδια, που δεν περιορίζονται στη μετακίνηση αλλά γίνονται μέσο ανακάλυψης και μάθησης. Κάθε θέα, από την μπλε ομίχλη των λόφων ως τον στρογγυλό θόλο του Καθεδρικού ξυπνά μέσα του ενθουσιασμό και θαυμασμό. Η φύση και η πόλη μετατρέπονται σε ζωντανή εμπειρία, πλούσια σε χρώματα, μορφές και ζωντάνια. Στην περιήγησή του στα μουσεία και τις πινακοθήκες, η προσοχή του στα έργα του Ραφαήλ και άλλα έργα τέχνης αποκαλύπτει την επιθυμία να συνδεθεί με το πνεύμα των μεγάλων καλλιτεχνών, να αντλήσει έμπνευση και να κατανοήσει το μυστικό της δημιουργίας.
Την ίδια ευαισθησία που αποπνέει η επιστολή του εκφράζει και η υδατογραφία του με τίτλο "Άποψη της Φλωρεντίας", που φιλοτέχνησε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη(ΦΩΤΟ). Στο έργο αυτό, ο Μέντελσον αποτυπώνει με το ίδιο βλέμμα του μουσικού και του ποιητή μια γαλήνια άποψη της πόλης, όπου διακρίνεται στο βάθος ο εμβληματικός τρούλος του Ντουόμο. Η σύνθεση είναι φωτεινή και ισορροπημένη, όπως και η μουσική του. Η Φλωρεντία μοιάζει να αιωρείται μέσα σε μια ατμόσφαιρα ηρεμίας και ευλάβειας, σαν προέκταση της ψυχής του ταξιδιώτη που αναζητά το θείο μέσα στο κάλλος.
Η τέχνη και η φύση, στη μουσική και στα χρώματα του Μέντελσον, γίνονται γέφυρα προς το υπερβατικό, προσφέροντας αισθητική απόλαυση αλλά και πνευματική έκσταση. Η επιστολή και η υδατογραφία του μαρτυρούν πως για κείνον το ταξίδι, η τέχνη και η ζωή ενώνονται σε μια ολοκληρωμένη εμπειρία που μορφώνει, εμπνέει και συνδέει τον άνθρωπο με το θαύμα της δημιουργίας και την αιωνιότητα του θείου.
Από το ταξίδι του στην Ιταλία ο Μέντελσον εμπνεύστηκε την 4η Συμφωνία του, την ονομαζόμενη "Ιταλική".
Πιο ταιριαστή ενότητα στο ύφος των περιγραφών του συνθέτη από τη Φλωρεντία βρίσκω τη 2η κίνηση, Andante con moto, που θυμίζει θρησκευτική πομπή και αποπνέει την ηρεμία εσωτερικού στοχασμού. Η λυρική και διαλογιστική ατμόσφαιρα του μέρους αντικατοπτρίζει τον θαυμασμό του για τον λαμπερό ουρανό, τους κήπους και τα μνημεία της πόλης, ενώ οι αρμονικές εναλλαγές αντανακλούν τα αναγεννησιακά τοπία, τις περίτεχνες πλατείες και τις ανθοφορεμένες βεράντες, που είδε. Η εσωτερική συγκίνηση που του προκαλούσαν τα έργα τέχνης συνδέεται με την ήρεμη, ιερή εκφραστικότητα της μουσικής, δημιουργώντας μέσα από τον ήχο την αίσθηση της πνευματικής εμπειρίας και του θαύματος της Φλωρεντίας. Mendelssohn: "Symphony N.4 "Italian", II: Andante con moto / Claudio Abbado:
Το κείμενο γράφτηκε στη μνήμη του Φ.Μέντελσον. Ο θάνατος τον βρήκε στην ηλικία των τριάντα οκτώ χρόνων από εγκεφαλική αιμορραγία μια μέρα σαν σήμερα, 4 Νοέμβρη του 1847.
Στη γενέτειρά του, την Κατάνια, οι συμπατριώτες του Βιντσέντσο Μπελίνι μιλούν μέχρι σήμερα για το αξεπέραστο ταλέντο και τη χαρισματική του φύση, που φάνηκαν από πολύ μικρή ηλικία. Υπάρχουν αρκετές ανώνυμες αφηγήσεις που περιγράφουν το θαυμαστό ταλέντο του:
"Από τότε που ήταν μόλις ενός έτους, ο Βιντσέντσο έδειχνε πως ζούσε και ανέπνεε για τη μουσική. Τα παιχνίδια του είχαν πάντα σχέση μ’ αυτήν, και κάθε ήχος από κάποιο όργανο, τον μαγνήτιζε. Αν τύχαινε ν' ακούσει μουσική, έτρεχε αμέσως προς την πηγή του ήχου, αφήνοντας πίσω του ό,τι κι αν έκανε, το φαγητό, το παιχνίδι, τα πάντα. Μόνο όταν βρισκόταν κοντά στη μουσική φαινόταν αληθινά ευτυχισμένος".
Από δεκαοκτώ μόλις μηνών λέγεται ότι μπορούσε να τραγουδά μια άρια, ενώ σε ηλικία τριών ετών άρχισε να μελετά πιάνο. Στα έξι του συνέθεσε τα πρώτα του έργα και έναν χρόνο αργότερα ξεκίνησε επίσημα τη μελέτη της σύνθεσης υπό την καθοδήγηση του παππού του. Παρά τις υπερβολές που συχνά συνοδεύουν τις αφηγήσεις για τα παιδιά-θαύματα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ιστορία αυτή αποτυπώνει τη διαδρομή ενός εξαιρετικά χαρισματικού νεαρού μουσικού.
Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων στη Νάπολη, ο Μπελίνι συνέθεσε τα πρώτα του έργα, ανάμεσά τους την πρώτη του όπερα "Adelson e Salvini" το 1825, που παρουσιάστηκε από συμφοιτητές του στο Ωδείο. Ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκδοθεί το πρώτο του τυπωμένο έργο, η αριέτα "Dolente imagine di Fille mia - Θλιμμένη μορφή της αγαπημένης μου", προαναγγέλλοντας το λυρισμό και τη μελωδικότητα που θα χαρακτήριζαν όλη του την καλλιτεχνική πορεία.
"Θλιμμένη μορφή της αγαπημένης μου,
γιατί ετσι ωχρή και σιωπηλή στέκεις μπροστά μου;
Τι άλλο ζητάς; Ήδη ποταμός από δάκρυα
πάνω στη στάχτη σου έχει κυλήσει.
Φοβάσαι μήπως λησμονήσω τους ιερούς όρκους
κι ανάψω στην ψυχή μου νέα φλόγα;
Ω σκιά της αγαπημένης μου, γαλήνια κοιμήσου
ποτέ δε θα σβήσει ο παλιός μου έρωτας"
Πορτραίτο του 19χρονου Μπελίνι
Η αριέτα "Dolente immagine di Fille mia - Θλιμμένη εικόνα της Αγαπημένης μου" είναι ένα από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά πρώιμα έργα του Βιντσέντσο Μπελίνι, με έντονο λυρισμό και ρομαντική ευαισθησία.Συντέθηκε όταν ο Μπελίνι ήταν περίπου 19 ετών κι ανήκει στον κύκλο των "Sei ariette da camera - Έξι αριέτες δωματίου", μικρών συνθέσεων για φωνή και πιάνο, που ο Μπελίνι έγραψε για σπουδαστική χρήση και ιδιωτικές εκτελέσεις.
Στο ποίημα, ο αφηγητής μιλάει στην εικόνα της αγαπημένης του που δεν υπάρχει πια (πιθανώς έχει πεθάνει ή χαθεί) και την παρακαλεί να του επιστρέψει τη γαλήνη που του στέρησε η απουσία της. Το ύφος είναι λυρικό, ελεγειακό και νοσταλγικό, προαναγγέλλοντας τον συναισθηματικό κόσμο των οπερών του Μπελίνι.
Παρότι υπάρχουν μελετητές που υποστηρίζουν πως ο νεαρός Μπελίνι αναφέρεται στη δική του αγαπημένη, δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένες πηγές για κάτι τέτοιο. Πιο πιθανό είναι ότι στη "Dolente immagine di Fille mia" ο συνθέτης μελοποίησε ένα ποιμενικό, λογοτεχνικό κείμενο, όπως συνηθιζόταν στις ariettes της εποχής, όπου ο έρωτας δεν παρουσιαζόταν από πραγματικά πρόσωπα, αλλά μέσα από συμβολικές μορφές. Ωστόσο, η αριέτα αποπνέει τέτοια ευαισθησία και εσωτερική αλήθεια, ώστε πολλοί θεωρούν πως αντανακλά το πάθος και τη μελαγχολία του ίδιου του Μπελίνι, περισσότερο μια ψυχική διάθεση παρά μια συγκεκριμένη ιστορία αγάπης. Απλή στη μορφή, αλλά βαθιά εκφραστική, αφήνει τη φωνή να κυριαρχήσει πάνω στη διακριτική συνοδεία του πιάνου, ενώ στη μελωδική της γραμμή διαφαίνεται ήδη το ύφος που θα χαρακτηρίσει τον ώριμο Μπελίνι...μακριές, ανάλαφρες φράσεις, καθαρότητα και μια λεπτή αίσθηση θλίψης. Η "Dolente immagine di Fille mia" αποτελεί έτσι ένα από τα πρώτα, γοητευτικά δείγματα του μπελκάντο, που ο συνθέτης θα οδηγήσει αργότερα στην τελειότητα με έργα όπως η Norma, η Sonnambula κ.α....
Bellini: "Dolente immagine di Fille mia" / Renata Tebaldi:
Η σχέση του Henri Matisse με τη μουσική υπήρξε βαθιά και διαρκής. Από νεαρή ηλικία έπαιζε βιολί και ενθάρρυνε τα παιδιά του να ασχοληθούν με τη μουσική, μαθαίνοντάς τους βιολί, τσέλο και πιάνο. Η μουσική αποτέλεσε προσωπικό του πάθος αλλά και βασική πηγή έμπνευσης για το έργο του.
Henri Matisse self portrait
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, δούλευε μέσα σε περιβάλλοντα εμποτισμένα με ήχους και ρυθμούς, που του ενέπνεαν κίνηση, χαρά και αρμονία. Η τέχνη του εντάσσεται στη μακρά παράδοση δεσμών μεταξύ ζωγραφικής, μουσικής και χορού. Οι αναπαραστάσεις μουσικών και χορευτών εμφανίζονται συχνά στα έργα του, είτε πρόκειται για σχέδια, χαρακτικά, πίνακες ή χαρτοκοπτική με την τεχνική του κολάζ.
Όπως έλεγε χαρακτηριστικά: "Ο ζωγράφος επιλέγει το χρώμα του στην ένταση και το βάθος που του ταιριάζει, όπως ο μουσικός επιλέγει τη χροιά και την ένταση των οργάνων του"
Στις αρχές της δεκαετίας του 1890, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου παράλληλα με την καλλιτεχνική του πορεία καλλιέργησε ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον του για τη μουσική. Tα μουσικά-καφέ, οι λαϊκές γιορτές και οι θεατρικές παραστάσεις του πρόσφεραν ευκαιρίες να διευρύνει τη μουσική του εμπειρία. Από την Opéra-Comique έως τις παραδοσιακές χορευτικές μορφές της Μεσογείου, ο Mατίς παρέμεινε ένθερμος θαυμαστής της μουσικής και του χορού.
Από το 1905 άρχισε να απεικονίζει συστηματικά μουσικά θέματα(μουσικά όργανα, μουσικοί και χορευτές) αποδίδοντάς τα με κομψότητα και φυσικότητα.
Henri Matisse self portrait
Η συνεργασία του με τα Ballets Russes του επέτρεψε να ασχοληθεί με τη σκηνογραφία και τα κοστούμια(π.χ για το μπαλέτο του Στραβίνσκι "The Nightingale’s Song", "Rouge et Noir" με μουσική του Σοστακόβιτς κ.α).
Για τον Matisse, η μουσική υπήρξε πηγή απόλαυσης, δημιουργικής έμπνευσης αλλά και παρηγοριάς. Για δεκαετίες στο ατελιέ του μουσικά όργανα όπως πιάνο, βιολί, κιθάρα, μαντολίνο, αποτελούσαν αναπόσπαστο στοιχείο του χώρου.
Η γλώσσα του σπουδαίου ζωγράφου συχνά αντλούσε όρους από τη μουσική. Έννοιες όπως "βιμπράτο", "σουρντίνα" ή "ενορχήστρωση" χρησιμοποιούνται για να περιγράψει τις χρωματικές και ρυθμικές ισορροπίες των έργων του, αποδεικνύοντας πόσο βαθιά είχε ενσωματώσει τη μουσικότητα ως θεμελιώδες στοιχείο της τέχνης του.
Ο παραπάνω πίνακας με τίτλο "La Musique" αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του Ανρί Ματίς, όπου η ζωγραφική και η μουσική συναντιούνται σε απόλυτη αρμονία. Δύο γυναικείες μορφές κυριαρχούν στο προσκήνιο. Η μία κάθεται και παίζει κιθάρα, ενώ η άλλη τραγουδά διαβάζοντας την παρτιτούρα. Οι μορφές αποδίδονται με τη χαρακτηριστική απλότητα και καθαρότητα του ύφους του Mατίς, πλατιές, επίπεδες χρωματικές επιφάνειες, καθαρές γραμμές, απουσία κάθε περιττής λεπτομέρειας.
Το φόντο χωρίζεται σε δύο βασικές χρωματικές ζώνες, ένα βαθύ μπλε και ένα έντονο κόκκινο, που δημιουργούν έντονη αντίθεση και δονούνται μεταξύ τους, σαν να παράγουν έναν "οπτικό ήχο". Αυτή η αντιπαράθεση λειτουργεί σαν "βιμπράτο", μια πάλλουσα δόνηση μεταξύ θερμής και ψυχρής χρωματικής ενέργειας. Η στάση της κιθαρίστριας, με το σώμα στραμμένο ελαφρά και τα χέρια να αγγίζουν το όργανο, εκφράζει ηρεμία και συγκέντρωση. Αντίθετα, η τραγουδίστρια δίπλα της φαίνεται έτοιμη να απελευθερώσει τον ήχο. Μαζί σχηματίζουν ένα οπτικό ντουέτο, όπου η μία ενσαρκώνει το ρυθμό και η άλλη τη μελωδία.
Matisse: "La Dance"
Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Ανρί Ματίς είναι "La Dance - Ο Χορός", ένας πίνακας που αποτυπώνει την ουσία της κίνησης, της ενέργειας και της χαράς της ζωής. Με τρία μόνο χρώματα, το κόκκινο των σωμάτων, το μπλε του ουρανού και το πράσινο της γης, ο καλλιτέχνης δημιουργεί μια σύνθεση πρωτόγονης δύναμης και ελευθερίας. Οι πέντε γυμνές μορφές, πιασμένες χέρι με χέρι, κινούνται σε κυκλική κίνηση, που παραπέμπει σε τελετουργικό χορό. Μέσα από αυτό το έργο, ο Matisse δεν απεικονίζει απλώς την κίνηση, τη μεταμορφώνει σε οικουμενική γλώσσα χρώματος και συναισθήματος.
Henri Matisse self portrait
Ο Βρετανός συνθέτης Edward Gregsonστο έργο του "Three Matisse Impressions - Τρεις Εντυπώσεις απ' τον Ματίς", επιχειρεί μια μουσική συνομιλία με την εικαστική γλώσσα του ζωγράφου. Εμπνευσμένος από τρία εμβληματικά έργα του(Pastorale - Luxe, calme et volupté και La Danse), ο Γκρέγκσον μεταφράζει σε ήχο τις χρωματικές αντιθέσεις, τις τονικές ισορροπίες και τη ρυθμική ενέργεια που χαρακτηρίζουν την τέχνη του Ματίς. Αντιμετωπίζει τον Γάλλο καλλιτέχνη ως έναν από τους πιο πολυδιάστατους ύστερους ιμπρεσιονιστές, διερευνώντας πώς το φως, η κίνηση και η μορφή μπορούν να μετατραπούν σε μουσική.
Στο μέρος που εμπνέεται από το "La Danse", ο συνθέτης αποδίδει την υπονοούμενη ταχύτητα, την εκρηκτική ροή και τη στροβιλιστική ενέργεια του πίνακα μέσα από ένα ζωηρό και ρυθμικά έντονο μουσικό τοπίο. Το φλάουτο, με τη φωτεινή και εύπλαστη χροιά του, καθορίζει τον χορευτικό ρυθμό, ενώ τα έγχορδα δημιουργούν ένα παλλόμενο υπόβαθρο, που θυμίζει το ελαφρύ έδαφος πάνω στο οποίο κινούνται οι χορευτές του Mατίς. Όπως και στον πίνακα, έτσι και στη μουσική του Γκρέγκσον, ο ακροατής μεταφέρεται από τον γήινο χώρο στον αφαιρετικό, εσωτερικό κόσμο του χορού, έναν κόσμο όπου η ύλη εξαφανίζεται και απομένει μόνο η καθαρή ουσία της κίνησης και του ρυθμού.
Edward Gregson: "Three Matisse Impressions, Mov III: La Dance":
"Ημέρα των Ψυχών" η 2 του Νοέμβρη, είναι μια γλυκιά ανάπαυλα μέσα στο πέρασμα του χρόνου, μια μέρα που οι σκέψεις μας γίνονται προσευχή και τα δάκρυα μεταμορφώνονται σε φως. Είναι ο ψίθυρος της καρδιάς προς όσους αγαπήσαμε και δεν είναι πια κοντά, μα συνεχίζουν να μας αγγίζουν αόρατα, όπως το αεράκι που περνά ανάμεσα στα δέντρα. Οι καμπάνες ηχούν απαλά, σαν να μην θέλουν να ταράξουν τη σιωπή. Το φως απλώνεται τρυφερά πάνω στη γη, κι ο ουρανός σκύβει από πάνω μας. Δεν είναι μέρα θλίψης, είναι μέρα αγάπης και μνήμης, μέρα συνάντησης ψυχών, όπου ζωντανοί και απόντες συναντιούνται σε ένα χαμόγελο μνήμης. Η μνήμη σήμερα δεν βαραίνει..., ανθίζει. Είναι κερί που καίει ήσυχα, μια καρδιά που ψιθυρίζει: "...δεν έφυγες...είσαι εδώ, πάντα εδώ, στη μνήμη και την καρδιά μου..."
Στο έργο του William-Adolphe Bouguereau "The Day of the Dead", η Ημέρα των Ψυχών μεταμορφώνεται σε εικαστική προσευχή και ύμνο στη μνήμη. Στο επίκεντρο βρίσκονται μια γυναίκα και ένα παιδί, πιθανόν μητέρα και κόρη, ντυμένες στα μαύρα μπροστά σ' έναν τάφο. Η γυναίκα, με το βλέμμα στραμμένο χαμηλά και την έκφραση στοχαστική και γαλήνια, ακουμπάει απαλά σε έναν πέτρινο σταυρό, κρατώντας μικρό στεφάνι από λευκά άνθη, σύμβολα αγνότητας, αιωνιότητας και μνήμης των αγαπημένων. Το παιδί αναζητά παρηγοριά στην αγκαλιά της κρύβοντας το πρόσωπό του, υποδηλώνοντας τη βαθιά συναισθηματική σύνδεση και την κοινή θλίψη τους.
Η παλέτα του Μπουγκερώ είναι ήπια, γήινη, ντυμένη με απογευματινό φως που μαλακώνει τα περιγράμματα και μετατρέπει το πένθος σε ποιητική στιγμή. Οι μορφές δεν κλαίνε, συλλογίζονται, μεταφέροντας την ιδέα ότι η αγάπη δεν τελειώνει με τον θάνατο αλλά μεταμορφώνεται σε ανάμνηση, προσευχή και ψίθυρο. Στο φόντο, φθινοπωρινά δέντρα με γυμνά κλαδιά ενισχύουν την αίσθηση θνητότητας και περάσματος του χρόνου. Το έργο δεν είναι σκηνή θρήνου, αλλά ύμνος στην τρυφερότητα της μνήμης. Το απαλό, διάχυτο φως και η καθαρότητα της σύνθεσης δημιουργούν ατμόσφαιρα βαθιάς γαλήνης, όπου το ανθρώπινο πένθος ανυψώνεται σε πνευματική σιωπή και η ψυχή συναντά το άπειρο με ταπεινότητα και αγάπη.
Ήταν μόλις δεκαεννέα ετών όταν ο Φραντς Σούμπερτ συνέθεσε τη "Litanei auf das Fest Aller Seelen - Λιτανεία για την Ημέρα των Ψυχών, D.343", μία από τις πιο κατανυκτικές και τρυφερές δημιουργίες του, αφιερωμένη στη μνήμη των εκλιπόντων.
"Αναπαύονται εν ειρήνη όλες οι ψυχές,
που πέρασαν από αγωνία και λύπη,
που τελείωσαν το γλυκό τους όνειρο,
γεμάτες ζωή ή μόλις γεννημένες,
κι έφυγαν απ’ αυτόν τον κόσμο.
Όλες οι ψυχές, ας αναπαύονται εν ειρήνη.
Κι εκείνες που ποτέ δεν γέλασαν στον ήλιο,
που αγρύπνησαν κάτω απ’ τ’ αγκάθια του φεγγαριού,
Εσύ, Θεέ που τις έπλασες με έλεος,
δώσε κι αυτές ν’ ακούσουν τη φωνή Σου
σε όσες έφυγαν μέσα στον πόνο
σε όλες τις ψυχές, δώσε ειρήνη"
(ελεύθερη απόδοση δική μου)
Franz Schubert
Το ποίημα, γραμμένο από τον Johann Georg Jacobi, αποπνέει ηρεμία, πίστη και ελπίδα. Δεν πρόκειται για θρήνο, αλλά για μια ήσυχη προσευχή προς όσους έχουν φύγει, με παρακλητικούς στίχους για ανάπαυση και ειρήνη των ψυχών μεταδίδοντας παράλληλα τη βεβαιότητα της αιώνιας ζωής.
Η σύνθεση είναι για φωνή και πιάνο, σε σι ύφεση μείζονα, τονικότητα ζεστή και λυρική, που αποφεύγει τη σκοτεινή δραματικότητα του πένθους. Η μουσική έχει υμνικό, εκκλησιαστικό χαρακτήρα, με απαλή μελωδική γραμμή και ρυθμική γαλήνη, θυμίζοντας λιτανεία. Το πιάνο συνοδεύει διακριτικά, με ήρεμες συγχορδίες, που δημιουργούν αίσθηση αιώνιας ειρήνης. Η μελωδία ηχεί διάφανη, βαθιά ανθρώπινη με την απλότητά της να γίνεται φορέας συγκίνησης. Ο Σούμπερτ κατορθώνει να αποδώσει το πνεύμα της συγχώρεσης και της ανάπαυσης με μουσική ιερή ευγένεια. Πολλοί θεωρούν τη "Litanei", προσευχή σε μουσική μορφή, ένα μικρό θαύμα εσωτερικότητας και γλυκιάς κατάνυξης. Δεν είναι απλώς θρησκευτικό έργο, αλλά μια εξομολόγηση. Μια μεταμόρφωση της πένθιμης μνήμης σε ειρηνική αποδοχή, σε ύμνο για την αιώνια ανάπαυση και την ομορφιά της ψυχής που επιστρέφει στο φως...
Όπως έχει ειπωθεί: "Στον Σούμπερτ, ακόμη και ο θάνατος μοιάζει με ήρεμο ύπνο κάτω από τον ήλιο του Θεού.."
F. Schubert: "Litanei auf das Fest Aller Seelen, D.343"
H συγκινητική ερμηνεία της Elisabeth Schwarzkopf δημιουργεί αίσθηση μυσταγωγίας, που κάνει τον ακροατή να νιώθει "συνδεδεμένος" με το πνεύμα της Ημέρας των Ψυχών...
Η χορωδιακή διασκευή της σύνθεσης ηχεί αγαλλιαστικά, γεμίζει τον χώρο με τρυφερή γαλήνη και μετατρέπει τη μνήμη των αγαπημένων που έφυγαν σε συγκινητική, μουσική προσευχή...
Υπάρχουν έργα τέχνης που μας καλούν να σταματήσουμε, να δούμε ή να ακούσουμε και να νιώσουμε με τ' αυτιά, τα μάτια, αλλά κυρίως με την καρδιά μας. Μας προσκαλούν να δούμε πέρα από την επιφάνεια, να αγγίξουμε το βαθύτερο νόημα του απλού, του καθημερινού, του φθαρτού, εκεί όπου η ζωή αποκαλύπτεται γυμνή και αληθινή. Στον κόσμο της τέχνης, απλές σκηνές ή ταπεινά προϊόντα της φύσης μεταμορφώνονται σε σύμβολα μιας σιωπηλής ομορφιάς και μιας υπαρξιακής αναζήτησης που αγγίζει κάθε ανθρώπινη ψυχή.
Στον πίνακα "Saison d’ Οctobre" του Jules Bastien-Lepage, η φθινοπωρινή γη αναπνέει μέσα από τα χέρια μιας νέας γυναίκας που κάθεται κουρασμένη στο χωράφι και βγάζει πατάτες μέσα από τη γη. Το πρόσωπό της αποπνέει μια γλυκιά μελαγχολία, την ήρεμη βαρύτητα του τέλους μιας εποχής. Το φως του ήλιου πέφτει απαλά στα ξερά φύλλα και στο χώμα, ενώ το χρυσαφένιο φθινόπωρο κυριαρχεί στον πίνακα με την παλέτα του.
Το έργο απεικονίζει ένα χωράφι, όπου εργάτες συλλέγουν πατάτες. Στο πρώτο πλάνο, μια αγρότισσα αδειάζει τις πατάτες από το ψάθινο καλάθι της σε έναν σάκο. Στα δεξιά, μια δεύτερη γυναίκα συνεχίζει τη συγκομιδή σκυμμένη, γεμίζοντας το δικό της καλάθι. Στο βάθος, διακρίνονται φιγούρες άλλων εργατών που συμμετέχουν στη διαδικασία. Η σκηνή εκτυλίσσεται μια συννεφιασμένη μέρα του Οκτώβρη (όπως μας πληροφορεί ο τίτλος) με τον ουρανό σκεπασμένο από βαριά σύννεφα.
Ο Μπαστιέν-Λεπάζ ζωγράφισε τον πίνακά του στο χωριό καταγωγής του, το Νταμβιλέ. Το έργο εντυπωσίασε με τη ρεαλιστική του δύναμη, συγκινώντας τόσο το κοινό όσο και τους κριτικούς της εποχής, αλλά και σπουδαίους καλλιτέχνες. Ανάμεσά τους, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ και ο Βασίλι Σουρίκοφ αναγνώρισαν τον πίνακα ως σημείο αναφοράς για την ειλικρινή, ουσιαστική απεικόνιση της αγροτικής ζωής. Ο Βαν Γκογκ, μάλιστα, επηρεάστηκε έντονα από τη θεματολογία και την ηθική δύναμη του έργου, που δημιούργησε τους δικούς του "Πατατοφάγους".
Όταν ο Ρώσος ζωγράφος Βασίλι Σουρίκοφ είδε το έργο στο Παρίσι, σημείωσε:
"Τώρα ζω στο Παρίσι. Ήρθα εδώ για να δω μια έκθεση γαλλικής ζωγραφικής. Λίγα ήταν τα έργα που ν' αγγίζουν την ψυχή… Όμως θέλω να σταθώ σ’ εκείνα τα ελάχιστα που ξεχωρίζουν για την ειλικρίνεια και το βάθος τους. Πάρτε, για παράδειγμα, τον πίνακα του Bastien-Lepage "Γυναίκα που μαζεύει πατάτες". Το πρόσωπο μοιάζει ζωντανό. Τα πάντα, το φως, ο αέρας, οι αντανακλάσεις, τα χρώματα, η έκφραση, είναι αποδοσμένα με τέτοια φυσικότητα, που το αποτέλεσμα μοιάζει θαυμαστό".
Πράγματι, γυναίκα και γη γίνονται ένα. Μια ύπαρξη που αντέχει, που ζωντανεύει μέσα από την απλότητα της καθημερινότητας και την αδιάκοπη εναλλαγή της φύσης.
Στον ίδιο παλμό, το πειραματικό πιανιστικό έργο "Three Winter Potatoes" του άγγλου Cornelius Cardew φέρνει στο προσκήνιο την ίδια φιλοσοφία.
Ο τίτλος του μπορεί να φαίνεται χιουμοριστικός, αλλά μέσα από το έργο του αποκαλύπτεται μια βαθιά κατανόηση της τέχνης που αγκαλιάζει το απλό και το καθημερινό. Οι "πατάτες" εδώ δεν είναι απλά τρόφιμα. Είναι σύμβολα της καθημερινής ύπαρξης, της ταπεινότητας, της βιωμένης πραγματικότητας που όταν την προσεγγίζουμε με ευαισθησία, μετατρέπεται σε έργο τέχνης. Η μουσική, μέσα από την απλότητά της, πειραματίζεται με τη φόρμα, οδηγώντας το κοινό σε έναν κόσμο όπου ακόμη και τα φαινομενικά ασήμαντα αποκτούν ξεχωριστό νόημα και συναισθηματικό βάθος.
Αυτά τα δύο έργα, ζωγραφικό και μουσικό, αναπτύσσουν κοινή θεματική. Την αξία της απλότητας και τη δύναμη της σιωπηλής ομορφιάς. Είτε μέσα από το βλέμμα μιας γυναίκας που σκύβει πάνω στη γη μέσα στην ήσυχη παρακμή του φθινοπώρου, είτε μέσα από τον ήχο μιας καθημερινής εικόνας που γίνεται μουσική, η τέχνη μάς υπενθυμίζει πως η ζωή βρίσκει νόημα στα μικρά, στα ταπεινά, στα καθημερινά.
Τελικά, η τέχνη μάς καλεί να σταθούμε με προσοχή απέναντι στη ζωή, να αποδεχτούμε τη φθορά, να τιμήσουμε την απλότητα, να ακούσουμε την ομορφιά που κρύβεται μέσα της και να ανακαλύψουμε εκεί τη γνήσια έκφραση της ύπαρξης.
Η μουσική σύνθεση "Three Winter Potatoes" του Cornelius Cardew ανήκει στην κατηγορία της πειραματικής μουσικής και πιο συγκεκριμένα στην αβανγκάρντ, ελεύθερη αυτοσχεδιαστική μουσική. Ο Cardew ήταν γνωστός για την πρωτοποριακή του προσέγγιση, συχνά χρησιμοποιώντας γραφικές παρτιτούρες, ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς και συλλογικές εκτελέσεις, απομακρυνόμενος από τους παραδοσιακούς κανόνες της κλασικής μουσικής.
Έτσι, το "Three Winter Potatoes" χαρακτηρίζεται από πειραματισμό, ελευθερία στην ερμηνεία και μια έντονη σύνδεση με την καθημερινή ζωή και το απλό, μέσα από μια καλλιτεχνική ματιά.
Cornelius Cardew: "Three Winter Potatoes":
Jules Bastien-Lepage, αυτοπροσωπογραφία
Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τον Γάλλο ζωγράφο και από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νατουραλισμού στη ζωγραφική του 19ου αιώνα, Jules Bastien-Lepage.
Γεννήθηκε στο Νταμβιλέ της Λωρραίνης την 1η Νοεμβρίου 1848. Αντλώντας έμπνευση από τη ζωή της υπαίθρου, δημιούργησε έργα που απεικονίζουν με ρεαλισμό και τρυφερότητα την καθημερινότητα των αγροτών. Το ύφος του συνδυάζει τη ρεαλιστική απεικόνιση με λυρική ευαισθησία. Αν και πέθανε πρόωρα σε ηλικία μόλις 36 ετών, άφησε ισχυρό αποτύπωμα στη γαλλική και ευρωπαϊκή τέχνη.
Ο Κατσουσίκα Χοκουσάι γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1760 στο Έντο, το σημερινό Τόκιο, και αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους Ιάπωνες καλλιτέχνες, χαράκτες και σκιτσογράφους. Θεωρείται κορυφαίος εκπρόσωπος του ουκίγιο-ε, του ιδιαίτερου είδους ξυλογραφίας και ζωγραφικής που αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές εκφράσεις του ιαπωνικού πολιτισμού, όρος μεταφράζεται ως "εικόνες από τον εφήμερο κόσμο".
Η καλλιτεχνική του πορεία ήταν μακρά και πολυδιάστατη. Άλλαξε περισσότερα από τριάντα ψευδώνυμα και πειραματίστηκε με διάφορα ύφη, αναζητώντας συνεχώς νέους τρόπους έκφρασης. Ο Χοκουσάι συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της ιαπωνικής εικαστικής ταυτότητας και άσκησε μεγάλη επιρροή στη δυτική τέχνη του 19ου και 20ού αιώνα, ιδιαίτερα στους ιμπρεσιονιστές και μεταϊμπρεσιονιστές ζωγράφους. Μέχρι τον θάνατό του το 1849, παρέμεινε δημιουργικά ανήσυχος, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι "στα εβδομήντα πέντε μόλις άρχισα να κατανοώ τη φύση της πραγματικής μορφής", μια φράση που αποτυπώνει το πνεύμα της αδιάκοπης καλλιτεχνικής του αναζήτησης.
Hokusai, από τη σειρά: "36 Views of Mount Fuji"
Η πιο διάσημη δημιουργία του είναι η σειρά "36 Απόψεις του Όρους Φούτζι", όπου το τοπίο μετατρέπεται σε πεδίο πνευματικής παρατήρησης και αρμονίας. Φιλοτεχνημένες γύρω στο 1830 όταν ο Χοκουσάι ήταν ήδη 70 ετών και αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, αποτελούν προϊόν της αφοσίωσής του στην τέχνη, καθοδηγούμενης και από το θρησκευτικό του συναίσθημα. Το Όρος Φούτζι θεωρούνταν από παλιά πηγή του μυστικού της αθανασίας, στοιχείο που τροφοδότησε την εμμονή του. Εμπνευσμένος από τη φύση και την ανθρώπινη μορφή, δημιούργησε εικόνες λεπταίσθητες, ρευστές και ονειρικές, αν και βασισμένες σε πραγματικά τοπία και καθημερινές σκηνές, αναδεικνύοντας έτσι τη σπουδαιότητα της τέχνης του.
Hokusai, από τη σειρά: "36 Views of Mount Fuji"
Η σουίτα για πιάνο "Zes Gezichten op den Fuji - Έξι όψεις του όρους Φούτζι, Op. 9", αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ολλανδού συνθέτη Bernhard van den Sigtenhorst Meyer. Συντέθηκε το 1919 προς "τιμήν του Χοκουσάι", γεγονός που αποκαλύπτει την έμπνευσή της από τις διάσημες ξυλογραφίες του Ιάπωνα καλλιτέχνη και ιδιαίτερα από τη σειρά "36 Απόψεις του Όρους Φούτζι".
Η σουίτα αποτελείται από έξι σύντομα μέρη, καθένα από τα οποία αποτυπώνει διαφορετική όψη του βουνού και της φύσης που το περιβάλλει:
Η γέννηση του Φούτζι, Σύννεφα σαν μαλλί γύρω από το Φούτζι, Το Φούτζι μέσα από τα καλάμια, Το Φούτζι στη βροχή, Το Φούτζι στο χιόνι και Το Φούτζι από τα βάθη της θάλασσας
Hokusai, από τη σειρά: "36 Views of Mount Fuji"
Όπως και ο Χοκουσάι, ο Meyer προσεγγίζει το ίδιο θέμα μέσα από πολλαπλές οπτικές και συναισθηματικές μεταμορφώσεις, από τη γαλήνη της γέννησης ως την κοσμική απόσταση της θάλασσας. Κάθε μέρος λειτουργεί σαν μουσική εικόνα, μια εσωτερική ξυλογραφία φτιαγμένη από ήχους. Η επιλογή του θέματος και των τίτλων συνδέει άμεσα το έργο με τον κύκλο του Χοκουσάι για το όρος Φούτζι, όπου το βουνό εμφανίζεται υπό διαφορετικά φώτα, εποχές και οπτικές. Η μουσική, όπως και οι ξυλογραφίες, αποδίδει την αιώνια σταθερότητα του τοπίου μέσα από τις εναλλαγές του φυσικού κόσμου. Η αφιέρωση "προς τιμήν του Χοκουσάι" δεν είναι τυπική. Εκφράζει τη βαθιά συγγένεια ανάμεσα στην ιαπωνική αισθητική της παρατήρησης και της απλότητας και στη δυτική ιμπρεσιονιστική ευαισθησία του συνθέτη.
Hokusai, από τη σειρά: "36 Views of Mount Fuji"
Η σουίτα χαρακτηρίζεται από λεπτή χρωματική παλέτα, διαφανείς υφές και πλούσιες αρμονίες που θυμίζουν Ντεμπισί και Σατί. Οι σύντομες φόρμες αποτυπώνουν στιγμιαίες εντυπώσεις, δημιουργώντας ένα μουσικό ισοδύναμο της ιαπωνικής ζωγραφικής περισσότερο υπαινικτικό παρά περιγραφικό. Η μουσική γλώσσα του Meyer συνδυάζει δυτικό ρομαντικο-ιμπρεσιονιστικό ύφος με την ανατολική αίσθηση ισορροπίας, σιωπής και ρυθμικής απλότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένας εσωτερικός στοχασμός πάνω στη φύση, μια ακουστική "μετάφραση" της πνευματικής ηρεμίας που εκπέμπει το έργο του Χοκουσάι.
Το "Zes Gezichten op den Fuji,Op. 9" αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ευρωπαϊκής αναζήτησης για διάλογο με την ιαπωνική τέχνη στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Meyer δεν επιχειρεί απλώς να εικονογραφήσει τον Χοκουσάι, αλλά μεταπλάθει τη φιλοσοφία του βλέμματος σε μουσική,... τη συνεχή παρατήρηση του ίδιου τοπίου, όπου κάθε στιγμή είναι διαφορετική, αλλά η ουσία παραμένει αμετάβλητη.
Bernhard van den Sigtenhorst Meyer: "Zes gezichten op den Fuji, Op. 9"
Για το Χοκουσάι υπάρχουν και παλαιότερα κείμενα στο μπλογκ. Περιηγηθείτε!
Ο Γάλλος γλύπτης Antoine Bourdelle, από τους πρωτοπόρους της γλυπτικής των αρχών του 20ού αιώνα, γεννήθηκε σαν σήμερα, 30 Οκτωβρίου 1861.
Antoine Bourdelle, αυτοπροσωπογραφία
Υπήρξε μαθητής του Auguste Rodin, ο οποίος επηρέασε καθοριστικά τα πρώτα του βήματα. Ωστόσο, η ανάγκη για προσωπική έκφραση και το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησαν να απομακρυνθεί σταδιακά από τον δάσκαλό του και να στραφεί προς την ελληνική αρχαιότητα και τον κλασικό ιδεαλισμό, που έκτοτε αποτέλεσαν σταθερή πηγή έμπνευσης.
Τα έργα του όπως ο Ηρακλής τοξότης, ο Μαχητής Απόλλων, η Παλλάς Αθηνά και ο Θνήσκων Κένταυρος εκφράζουν αυτή την αναζήτηση του ηρωικού, του αρμονικού και του αιώνιου μέσα από την ύλη.
Η μουσική υπήρξε επίσης θεμέλιο της καλλιτεχνικής του ταυτότητας. Η μορφή του Λούντιβιχ Βαν Μπετόβεν έγινε για τον Bourdelle σύμβολο της δύναμης του ανθρώπινου πνεύματος και της δημιουργικής υπέρβασης.
Ως ενσάρκωση της ρομαντικής ιδιοφυΐας, ο Μπετόβεν υπήρξε για κείνον ό,τι και η αρχαιότητα, ένας φάρος εσωτερικής δύναμης και πνευματικής αντοχής.
Λέγεται πως, ο νεαρός Μπουρντέλ, ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο για τον συνθέτη, εντυπωσιάστηκε από τη φυσική τους ομοιότητα. Από τότε άρχισε να ακούει τη μουσική του με πάθος και βαθιά συγκινημένος, σημείωσε:
"Κάθε κραυγή αυτού του κωφού άνδρα που άκουγε τον Θεό δονούσε κατευθείαν στην ψυχή μου. Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπο του Μπετόβεν στην πληγωμένη μου καρδιά".
Ταυτιζόμενος με τον συνθέτη, ο Μπουρντέλ φιλοτέχνησε πάνω από ογδόντα γλυπτά εμπνευσμένα από τον Μπετόβεν, χωρίς να υπολογιστούν τα πολυάριθμα σχέδια και παστέλ. Κάθε έργο αποτελεί μια μετάφραση της μουσικής σε ύλη, μια προσπάθεια να αποδοθεί η εσωτερική πάλη και ο ρυθμός της δημιουργίας μέσα από την πέτρα και το μπρούτζο.
Η περίφημη "Βασανισμένη Προτομή του Μπετόβεν" εκφράζει αυτή τη σύζευξη πάθους και μορφής. Η ένταση συγκεντρώνεται στο μέτωπο και στη φλογερή τούφα των μαλλιών, ενώ διατηρούνται ίχνη της επίδρασης του Ροντέν. Ωστόσο, η μορφή έχει αποκτήσει τη λιτότητα και την καθαρότητα του κλασικού ιδεώδους, όπως φαίνεται και στο Κεφάλι του Απόλλωνα, που επίσης εκτίθεται στο Μουσείο Ορσέ.
Το 1929, λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Μπουρντέλ δημιούργησε το τελευταίο του έργο αφιερωμένο στον Μπετόβεν, με τίτλο "Le Pathétique". Ο ίδιος σημείωσε:
"Είμαστε δύο αγωνιστές που δεν χωριστήκαμε ποτέ. Μπορούμε να σφίξουμε τα χέρια".
Η επιλογή του τίτλου -αναφορά στην περίφημη "Παθητική Σονάτα" του Μπετόβεν- δεν ήταν τυχαία. Όπως και στη μουσική της Σονάτας το πάθος, η οδύνη και η λύτρωση συνυπάρχουν, έτσι και στο γλυπτό του Μπουρντέλ, η ύλη δοκιμάζεται, υπομένει και τελικά μεταμορφώνεται σε φως. Για τον καλλιτέχνη, ο Μπετόβεν υπήρξε ο καθρέφτης της ψυχής του, το πρόσωπο μέσα από το οποίο αναγνώρισε τη δική του καλλιτεχνική μοίρα, τη μοίρα του δημιουργού που όπως και στην Παθητική, μετατρέπει τον πόνο σε φως και τη σιωπή σε αιώνια αρμονία...
Η "Παθητική" είναι η Σονάτα για πιάνο αρ. 8 σε Ντο ελάσσονα, που ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν συνέθεσε το 1798, αφιερώνοντάς την στον φίλο και προστάτη του, πρίγκιπα Καρλ φον Λιχνόβσκι. Τον τίτλο δεν τον επέλεξε ο ίδιος ο συνθέτης, αλλά ο εκδότης του, ο οποίος συγκλονίστηκε από τη δραματική ένταση και τον τραγικό λυρισμό του έργου.
Η σονάτα αποτελεί ορόσημο του πρώιμου ρομαντισμού, όπου η αυστηρή κλασική φόρμα μεταμορφώνεται μέσα από τη φλόγα της προσωπικής έκφρασης, προαναγγέλλοντας τον συναισθηματικό κόσμο που θα χαρακτηρίσει το ώριμο έργο του Μπετόβεν. Η "Παθητική" είναι ένας εσωτερικός διάλογος ανάμεσα στο πάθος και τη γαλήνη, στην οδύνη και τη λύτρωση. Με τον επιβλητικό πρόλογο, το τρυφερό, λυρικό δεύτερο μέρος και το θυελλώδες φινάλε, το έργο αυτό συνοψίζει τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου απέναντι στη μοίρα, έναν αγώνα που ο Μπετόβεν μετουσιώνει σε μουσική καθαρτήριας δύναμης.
Όπως ο συνθέτης μεταμορφώνει τον πόνο και το πάθος σε μουσική, έτσι και ο Μπουρντέλ πλάθει την ίδια ένταση στα γλυπτά του, χαράσσοντας στην πέτρα και το μπρούντζο την αθέατη φλόγα της ανθρώπινης ψυχής.
Ήταν καταμεσής της Κατοχής, στις αρχές του 1942, όταν ο σπουδαίος Έλληνας συνθέτης Μενέλαος Παλλάντιος ολοκλήρωνε το συμφωνικό του ποίημα με τον μυστικό τίτλο "Ελλάς 1940".
Ήταν τα χρόνια της απόγνωσης και της σιωπής, τότε που η Ελλάδα στέναζε κάτω από τη βαριά σκιά της πείνας και της σκλαβιάς. Μέσα σε κείνη την κόλαση, ο Παλλάντιος αναζητά μέσα από τη μουσική του ένα φως, μια πνευματική έξοδο, μια προσευχή.
Το έργο του είναι μια συγκλονιστική αλληγορία για την πορεία του ελληνικού λαού..."Από την ταπείνωση και τον πόνο, από τη δοκιμασία και την καρτερία, ως τη λύτρωση και τον τελικό θρίαμβο", όπως ο ίδιος θα δήλωνε αργότερα.
Η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε στο θέατρο Ολύμπια τον Απρίλη του 1943, με τον αλληγορικό τίτλο -που διατηρείται έως σήμερα-, "Προσευχή στην Ακρόπολη".
Ο συνθέτης, γνωρίζοντας πως κάθε ρητή αναφορά στην εθνική αντίσταση ήταν επικίνδυνη, επέλεξε να καλύψει το έργο του με τον πέπλο του συμβολισμού. Η "Ακρόπολη" δεν είναι απλώς ο ιερός βράχος των Αθηνών. Είναι το άσβεστο σύμβολο του ελεύθερου πνεύματος, ο βωμός της ψυχής όπου μπορούσε να κατατεθεί η τελευταία ελπίδα για τη "Μεγάλη Ιδέα και τον οραματιζόμενο Θρίαμβο".
Η μουσική του έργου ακολουθεί μια πορεία βαθιά εσωτερική, σαν εξομολόγηση ενός λαού. Η αρχή ακούγεται σκοτεινή, δηλώνοντας την περίοδο υποδούλωσης. Ενα χορικό αναδύεται δειλά, σαν ικεσία ή παράκληση, και ξαφνικά διακόπτεται βίαια από τα χάλκινα, που εισβάλλουν με μια φράση απειλητική, σαν κραυγή εξουσίας. Έπειτα, σιωπή...και πάλι ο πόνος, η σκλαβιά, η συντριβή. Από τη σιωπή αυτή ξεπηδά το βασικό μουσικό θέμα, θρηνητικό και βαθιά ανθρώπινο, που το αγγλικό κόρνο αποδίδει με λυγμό. Το θέμα αυτό μεταφέρεται στα έγχορδα, διαμορφώνεται σε κανόνα στα πνευστά και σταδιακά γίνεται ο ζωντανός κορμός ολόκληρου του έργου.
Γύρω απ' αυτό το κεντρικό μουσικό μόρφωμα υφαίνονται δευτερεύοντα θέματα, λεπτές ηχητικές αποχρώσεις και ρυθμικές μεταπτώσεις, που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα διαρκούς εξέλιξης και εσωτερικής έντασης. Μέσα απ' αυτή τη μουσική πάλη αναδύεται μια νέα φράση σε ρυθμό 5/4, ταραγμένη, αλλά με μια επίφαση ηρεμίας, μια στιγμή περισυλλογής πριν από τη λύτρωση. Το μοτίβο της αρχής επιστρέφει με ύφος αποφασιστικό, επιβλητικό, σαν να αφυπνίζεται η συλλογική ψυχή.
Η ελληνική σημαία μεταφέρεται για να υψωθεί
στην Ακρόπολη μετά την απελευθέρωση
Στο φινάλε, το αρχικό χορικό επανεμφανίζεται μεγαλοπρεπές, πλατύτερο, ντυμένο φως. Ο ήχος δυναμώνει σταδιακά, ανυψώνεται, σαν να διαλύονται τα δεσμά της νύχτας. Είναι η προσευχή του ανθρώπου που αντέχει, η μουσική αποθέωση της ελπίδας.
Ο Παλλάντιος, μέσα από την "Προσευχή στην Ακρόπολη", δεν υμνεί μονάχα την πατρίδα. Υμνεί την ακατάβλητη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος. Εκείνη τη μυστική φλόγα που δεν σβήνει ποτέ, ακόμη κι όταν όλα γύρω μοιάζουν χαμένα. Μέσα στα πιο σκοτεινά χρόνια, στα χρόνια της ταπείνωσης και του φόβου, η μουσική του γίνεται μια πράξη πίστης, μια κραυγή που μεταμορφώνεται σε προσευχή, μια εσωτερική ανάταση που αρνείται να υποταχθεί στο σκοτάδι.
Η "Προσευχή στην Ακρόπολη" δεν είναι μόνο ένας ύμνος στην ελευθερία. Είναι η αποκάλυψη της πνευματικής αντοχής ενός λαού, η μουσική αναλαμπή της ελπίδας του. Ενός λαού που, παρά την οδύνη, συνεχίζει να αναζητά το φως και, τελικά, να το βρίσκει μέσα του.
M. Pallantios: "Greece 1940 - Prayer to the Acropolis":