"L'Embarquement pour Cythère", Ανατουάν Βαττώ, η εκδοχή του Λούβρου |
To έργο του χαρακτηρίζεται από βαθύ ποιητικό αίσθημα συνδυασμένο με ήπια μελαγχολική διάθεση κι αποτυπώνει τα ήθη ενός κόσμου με εμφανή τα σημάδια της φθοράς.Κόσμου, βυθισμένου στην κενότητα και την ελευθεριότητα.
Ο Ζαν Αντουάν Βαττώ, περί ου ο λόγος, γεννήθηκε σαν σήμερα 10 Οκτωβρίου 1684 κι είναι ο ζωγράφος που στο έργο του περικλείει το λεπτό γαλλικό πνεύμα των αρχών του 18ου αι.Τον χαρακτηρίζουν τα ωραία χρώματα, ο απαλός φωτισμός και τα ειδυλλιακά θέματα!
Ιδιαίτερα οι σκηνές στην εξοχή με ανθρώπους να γλεντούν και να χαίρονται τον έρωτα και τη ζωή.Εκμεταλλευόμενος την αξία του φωτός μεταμορφώνει οποιοδήποτε τοπίο σε χώρους λυρισμού κατοικημένους από μορφές λεπτά χρωματισμένες.
Από τις πιο δημοφιλείς σειρές του είναι οι "Fetes Galantes-Ερωτικές Γιορτές", όρος που δημιουργήθηκε από τη Γαλλική Ακαδημία ειδικά για τους πίνακες του Antoine Watteau.
Οι σκηνές στους πίνακες του γάλλου ζωγράφου θυμίζουν τη γη της Αρκαδίας, όπου οι άνθρωποι ζούσαν με χαλαρότητα και σε αρμονία με τη φύση!
Ο πλέον ονομαστός πίνακας της σειράς αυτής είναι ο αριστουργηματικός: "Επιβίβαση στα Κύθηρα". Με ποιητικό χαρακτήρα παρουσιάζονται χορευτικές, μουσικές και ερωτικές συγκεντρώσεις κομψών ευγενών...
"L'Embarquement pour Cythère", Αντουάν Βαττώ, η εκδοχή του Βερολίνου |
Ο ονειροπόλος στοχασμός του καλλιτέχνη ανεβάζει το θεατή στον ύψιστο ουρανό, καθώς παρατηρεί τη λικνιστική κίνηση των μορφών δίπλα στο άγαλμα της Κυθέρειας Αφροδίτης, προστάτιδας του έρωτα. Το τοπίο με τη σεμνή αγνότητά του εξευγενίζει την ερωτική ατμόσφαιρα, που εικονίζεται διάχυτη...
Ντεμπισί και Έμμα στη νήσο Τζέρσεϋ (zhsmercedes) |
Το πραγματικό νησί είναι η νήσος Jersey, στα ανοιχτά της Μάγχης , στην οποία ο Ντεμπισί δραπέτευσε εκείνο το καλοκαίρι με την Emma Bardac, το νησί του έρωτα, το νησί της χαράς, για το ζευγάρι, που προσπαθούσε να ξεφύγει από τις δυσκολίες του διαζυγίου και του θυμού των οικογενειών και των φίλων τους.
Ο Ντεμπισί μεταφέρει με απόλυτη ακρίβεια τις εικόνες, την γενεσιουργό αιτία, δηλαδή το συναίσθημα του απαγορευμένου ερωτά του, που απελευθερώνεται στο "νησί της χαράς"!
Όλα αυτά επιβεβαιώνονται από τον ίδιο τον συνθέτη. Σε επιστολή του αναφέρει πως όταν ζητήθηκε από κάποιον πιανίστα να τού υποδείξει τον τρόπο ερμηνείας εκείνος τον παρέπεμψε "να εμπνευστεί από το εικαστικό του Βαττώ, όπου επικρατεί λιγότερη μελαγχολία...Να ανακαλύψει το συναίσθημα πίσω από τις μάσκες της commedia dell'arte των μορφών, που τραγουδούν και χορεύουν και να φτάσει σε ερμηνευτική κορύφωση έχοντας στο νου τον ήλιο που προβάλλει σ'όλη του τη δόξα..."
Το ακούμε στην πιανιστική του εκδοχή από τα μαγικά χέρια του Walter Gieseking, πιανίστα για τις εκτελέσεις του οποίου η χήρα Ντεμπισί έλεγε ότι πλησίαζε αρκετά σε εκείνο του συζύγου της.
Debussy : "L'isle Joyeuse":
...και στην ορχηστρική εκδοχή του το 1923 από τον Bernardino Molinari
Το υπέροχο εικαστικό του Βαττώ εκτός από τον Ντεμπισί ενέπνευσε και το σπουδαίο γάλλο ποιητή Κάρολο Μπωντλαίρ, που συγκλονισμένος από τη θέαση του πίνακα στο Λούβρο προσπάθησε να μεταφέρει την ατμόσφαιρά του και τα αλληγορικα του στοιχεία στους στίχους του. Ξεκινά με μια λυρική περιγραφή του νησιού των Κυθήρων, υμνώντας τα κάλλη του και συνεχίζει παραθέτοντας το μυθολογικό του παρελθόν.
Στις τελευταίες στροφές του ποιήματος, ο "καταραμένος" ποιητής ξεφεύγει από το στόχο του ζωγράφου, δίνοντας μια στοχαστική διάσταση στο πόνημά του, καθώς υπονοεί ότι παρόλη τη γοητεία του τοπίου, η αγάπη συχνά προκαλεί ηθικό και σωματικό πόνο...
Σαν το πουλί περίχαρη πετούσε και η καρδιά μου
κι ελεύτερη τριγύριζεν ανάμεσα απ' τα ξάρτια.
Κάτου απ' τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι
σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο.
Το μαυρονήσι ποιο είν' αυτό το θλιβερό; Μας είπαν:
— Τα Κύθηρα· των τραγουδιών η φημισμένη χώρα,
των γεροντοπαλίκαρων η χιλιοπατημένη
παράδεισο· και μ' όλα αυτά φτωχή του η γη, για κοίτα!
Για τα γλυκά τα μυστικά, για όσες γιορτές γιορτάζει,
νησί, η καρδιά, νά! της αρχαίας το φάντασμα Αφροδίτης
απάνου από τα κύματά σου υπέρκαλο αρμενίζει,
γιομίζοντας τους λογισμούς λαγγέματα και αγάπες.
Ωραίο νησί με τις χλωμές μυρτιές, μυριανθισμένο,
κι απ' όλα τα έθνη δοξαστό στων αιώνων τους αιώνες,
που σ' εσέ φέρνουν οι καρδιές τ' αναστενάσματά τους,
σαν της λατρείας το λιβάνι απάνου από 'να κήπο
ρόδων ή σαν περιστεριού παντοτινό το βόγγο!
Τα Κύθηρα δεν ήταν πια παρά χωράφι χέρσο
και μια ερημιά κακοτοπιά που την αναταράζαν
στριγγιές φωνές. Μα ξάνοιγα παράξενο εκεί κάτι.
Ναοί δεν ήταν που ίσκιωνα τα δεντρολίβανα, όπου
η νέα ιέρεια των ανθών η ερωτεμένη ερχόταν
με το κορμάκι από κρυφές φωτοκαμένο φλόγες,
σε φόρεμα μισανοιγμένο από διαβάτρες αύρες.
Μα νά! Καθώς πλευρώνοντας άκρη-άκρη το ερμονήσι,
ξαφνίζαμε και τα πουλιά με τ' άσπρα τα πανιά μας,
που ήταν είδαμε στητή κρεμάλα από τρεις κλάδους·
ξεχώριζε μαυριδερή σα να ήταν κυπαρίσσι.
Όρνια άγρια στο ταΐνι τους σκαρφαλωμένα απάνου
με λύσσα τρώγανε ώριμο πια κάποιον κρεμασμένο·
και το καθένα φύτευε τη βρωμερή του μύτη,
χώνοντάς τη, σα σύνεργο, παντού μέσ' στη σαπίλα.
Τρύπες τα μάτια του, κι απ' την αδιάντροπη κοιλιά του
βαριά τ' άντερα χύνονταν απάνου στα μηριά του,
κι από γλυκάδες βδελυρές χορτάτοι οι δήμιοί του,
δέρνοντάς τον, ολότελα τον είχαν ευνουχίσει.
Κάτου στα πόδια του αγριμιών ζηλιάρικα κοπάδια,
με μούρες ανασηκωτές, γυρίζαν τριγυρίζαν,
και ζώο πιο μεγαλόκορμο στη μέση τους κουνιούνταν
από τους παραστάτες του τριγυριστός, ο μπόγιας.
Στα Κύθηρα που κάθισες, παιδί ουρανού πανώριου,
αμίλητος υπόμενες βρισιές, χτυπιές, ω φρίκη!
για να πλερώσεις άτιμες λατρείες σου κι αμαρτίες
που σου το απαγορέψανε το μνήμα.
Ω κρεμασμένε
ρεζιλεμένε, οι συφορές σου, οι συφορές σου, και όταν
είδα να ρεύει το κορμί σου, αιστάνθηκα ώς απάνου
στα δόντια μου, σαν εμετός, να μου ξανανεβαίνει
των πόνων του παλιού καιρού το φαρμάκι, ποτάμι.
Μπροστά σ' εσέ, φτωχέ άμοιρε και πόσο αγαπημένε!
όλα τα ράμφη αιστάνθηκα των που τρυπούν κοράκων
και που πονούν, και τα σαγόνια των παρδάλεων όλα
που άλλοτε τόσο ορέγονταν τη σάρκα μου να τρίβουν.
— Ωραίος ήταν ο ουρανός και η θάλασσα καθρέφτης,
για μένα αιματοσπάραχτα μαύρα στο εξής τα πάντα,
και νά! την είχα, αλίμονο! σα σε χοντρό σουδάρι
σ' αυτό το παραμάντεμα θαμμένη την καρδιά μου.
Δεν ηύρα στο νησί σου ορθό, Αφροδίτη, ή μια κρεμάλα,
ένα σημείο, και κρέμοταν η εικόνα μου από κείνη.
Το θάρρος και τη δύναμη, Θεέ μου, ν' αντικρύσω
το σώμα μου και την καρδιά μου δίχως ν' αηδιάσω.
(Μπωντλαίρ: "Ταξίδι στα Κύθηρα", μτφ. Κ. Παλαμάς)
Για τον Βαττώ μπορείτε να διαβάσετε παλαιότερο κείμενο εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου