Ήταν βασικό μέλος των «Σκαθαριών».
Μπορεί να μην είχε ποτέ προς τα έξω το music status του Λέννον ή του ΜακΚάρτνευ, όμως στις φλέβες κάθε νέας δουλειάς του συγκροτήματος κυλούσε πολύ από το αίμα του Τζωρτζ Χάρρισον.
Ο Χάρρισον γεννήθηκε μια μέρα σαν τη σημερινή, στις 25 Φλεβάρη του 1943 στο Λίβερπουλ...
Αφορμή λοιπόν ζητούσα να παρακάμψω ελαφρώς της ύλης σήμερα στο σχολείο και να αναφερθώ, αφηνόμενη μαζί με τους μαθητές μου στη μαγεία των Μπητλς, ενός ιστορικού μουσικού γκρουπ, που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή, συνδεδεμένης με το ειρηνιστικό κίνημα, το Μάη του '68, τα παιδιά των λουλουδιών και τη σεξουαλική επανάσταση (εδώ έπεσε πολύ γέλιο…όσο και να μιλάμε για απελευθέρωση, οι έφηβοι δεν έχουν ακόμη την ωριμότητα να συζητήσουν ανοιχτά το θέμα αυτό…) το φυλετικό…μια πληθώρα ιδεών και καινοτομιών…
Επικεντρώθηκα βέβαια στον κιθαρίστα Χάρρισον λόγω των γενεθλίων του και για να’ μαι και καλυμμένη (μιας και έπρεπε να κινηθώ στα πλαίσια της ινδικής μουσικής σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα, και να γράψω το αυτό, στο υποχρεωτικό βιβλίο ύλης), αναφέρθηκα περισσότερο στην εποχή που ο Χάρισσον πειραματιζόμενος με νέα πράγματα, εντυπωσιάζεται από τους ψυχεδελικούς ήχους του ινδικού χορδοφώνου σιτάρ, που γνωρίζει σε μια εκδήλωση με ινδούς μουσικούς στο Λονδίνο.
Όλο το βράδυ δεν άφησε το όργανο από τα χέρια του…επεξεργαζόταν το ηχείο από κολοκύθα, τα κλειδιά, τον εξωτικό ήχο του…
Την επόμενη μέρα έτρεξε στα India crafts κι αγόρασε ένα φτηνιάρικο σιτάρ…
Οι μήνες περνούσαν…
Ήταν η περίοδος που ηχογραφούσε το Norwegian Wood, κάτι όμως δεν επέτρεπε στην έμπνευση να ολοκληρωθεί…
Λες κι αναζητούσε μια νέα πνοή, ένα ιδιαίτερο χρώμα να βάψει το τέλος της μουσικής ιστορίας του…
Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει όταν το μάτι του έπεσε στο σιτάρ, το αφημένο για καιρό πίσω από τον καναπέ. Το πήρε στα χέρια του... Αυτοσχεδιάζοντας και χωρίς να γνωρίζει τίποτα από τον τρόπο εκτέλεσης του οργάνου βρήκε τη μελωδία…
Το Norwegian Wood ήταν έτοιμο, είχε έρθει όμως και η ώρα να γνωρίσει περισσότερα πάνω στην ινδική μουσική.
thetimes.co.uk |
Αυτή η επιθυμία του τον κάνει να αναζητήσει τον Ραβί Σανκάρ, με τον οποίο επισκέπτεται την Ινδία για να μάθει και να ακούσει, να οσφρηστεί τις ιδιαίτερες μουσικές οσμές της!
Ο Σανκάρ γίνεται μέντοράς του κι ο Τζωρτζ νοιώθει να μαγεύεται από την αμεσότητα και τη φρεσκάδα της ινδικής μουσικής, μια μουσική, που το κάρυ και το κύμινό της, τού ταίριαζε πολύ.
Για ένα σχεδόν χρόνο μαθητεύει δίπλα στον μάγο του σιτάρ, Ραβί Σανκάρ.
Κοντά του βρίσκει μιαν άλλη πραγματικότητα στη μουσική.
Βρίσκει έναν άλλο τρόπο να τοποθετεί τους ήχους στο μουσικό σύμπαν και να ερμηνεύει μουσικά τα συναισθήματά του.
Όταν το 1966 οι Μπητλς ετοιμάζουν το άλμπουμ τους «Revolver», ο Χάρρισον γράφει το «Love you too», το πρώτο τραγούδι που αντικατοπτρίζει πλήρως την επίδραση της ινδικής κλασικής μουσικής στους Μπητλς, χρησιμοποιώντας εκτός από το σιτάρ και την τάμπλα, ένα ζευγάρι τυμπάνων, που εμφατικά πάντα συνοδεύει το όργανο αυτό.
Το άνοιγμα του τραγουδιού με το εξωτικό ηχόχρωμα του σιτάρ, ένα ηχητικό μέλισμα, που συγχωνεύει τον αποκρυφισμό και το μυστήριο της Ανατολής στην ποπ κουλτούρα του συγκροτήματος και των οπαδών του.
Παράγει δονήσεις βαθιά μυστικιστικές και δημιουργεί ένα ξεχωριστό ηχητικό τοπίο.
Πλάθεις εικόνα με τον ξυπόλητο εκτελεστή καθισμένο οκλαδόν πάνω στο περίτεχνα κεντημένο κιλίμι και το όργανο να ισορροπεί ανάμεσα στο αριστερό πόδι και το δεξί γόνατό του...
Εσύ στήνεις αφτί, ακούς...δεν ανασαίνεις μη τυχόν και βεβηλώσεις...νοιώθεις την ψυχή που προσπαθούν να βγάλουν οι νύξεις κι έπειτα ξεσπάς...
Ξεσπάς ενθουσιασμένος σε χειροκροτήματα!
H μελωδική έμπνευση του Χάρρισον ρυθμική, γρήγορη και εκστατική, ταυτόχρονα όμως αναβλύζει την ανάγκη για βαθύ στοχασμό κι εσωτερικό μονόλογο…
Οι κριτικοί, ακούγοντας το τραγούδι κάνουν λόγο για ένα «Χάρρισον- Μαχαραγιά της ροκ-ράγκα»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου