H Kάλλας στο ρόλο της Ελβίρας |
Στην καρδιά της Βενετίας, λίγο πιο πέρα από τη λιμνοθάλασσα που λάμπει αχνά κάτω από το απογευματινό φως, στέκει μια γέφυρα ξεχωριστή. Δεν είναι επιβλητική ούτε στολισμένη με μύθους. Δεν ανήκει στα αρχιτεκτονικά θαύματα. Κι όμως, φέρει επάνω της ένα βάρος που υπερβαίνει την πέτρα και το μάρμαρο. Μια φωνή, αθάνατη και ζωντανή.
Ponte Maria Callas.Βενετία, Ponte Maria Callas, ακριβώς πίσω
από την κύρια είσοδο της Όπερας La Fenice
Η μόνη γέφυρα στη Βενετία που φέρει το όνομα μιας τραγουδίστριας. Της φωνής, που η ίδια η μουσική επέλεξε να κατοικήσει: Μαρία Κάλλας.
Η γέφυρα είναι λευκή, επενδυμένη με κομψή πέτρα, τα κιγκλιδώματά της σμιλεμένα σαν ραφές πάνω σε μεταξωτό φόρεμα. Δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά στο Teatro La Fenice, τον Ναό της Όπερας. Δεν είναι για το πέρασμα των τουριστών ή την αποτύπωση φωτογραφιών. Είναι για κείνους που περπατούν αργά κι ευλαβικά, αναζητώντας μαγεία μέσα από μια άρια.Και πώς να μην είναι το όνομά της εκεί, αφού εδώ, σ’ αυτά τα σανίδια, γεννήθηκε ο μύθος της;
Εκείνη η γέφυρα ανασαίνει τις νύχτες. Κάθε κολονάκι της κρύβει και μια μελωδία, μυρίζει παλιά πούδρα θεάτρου, κουβαλάει τις ανάσες των εραστών που συγκινήθηκαν κάποτε από μια ψηλή νότα.
Η γέφυρα αυτή δεν περνά μόνο πάνω από το βενετσιάνικο κανάλι, περνά πάνω απ'το χρόνο. Ενώνει δύο εποχές. Τότε, που μια νεαρή καλλιτέχνις με σπίθα στα μάτια και φωνή που ξυπνούσε θεούς και δαίμονες και τώρα, που στέκεται μπροστά σε ένα άγνωστο μέλλον κοιτάζοντάς το χωρίς να διστάζει.
Ήταν το 1949 όταν η Μαρία με το "βάρος" της φωνής της πάτησε τη σκηνή του Λα Φενίτσε με την "Μπρουνχίλντε" του Βάγκνερ. Το κοινό την άκουσε με προσοχή. Kάποιοι θαύμασαν, κάποιοι παραξενεύτηκαν. Μα κανείς δεν μπόρεσε να την αγνοήσει.
Όμως το πεπρωμένο αποφάσισε να της στείλει μια πρόκληση που μόνο οι αληθινοί καλλιτέχνες μπορούν να αδράξουν.
Όμως το πεπρωμένο αποφάσισε να της στείλει μια πρόκληση που μόνο οι αληθινοί καλλιτέχνες μπορούν να αδράξουν.
Στο ίδιο Θέατρο εμφανιζόταν η σπουδαία Μαργκερίτα Καρόζιο στο ρόλο της Ελβίρας από τους "Πουριτανούς" του Μπελίνι, η οποία ξαφνικά αδιαθέτησε. Και τότε ο μαέστρος Τούλιο Σεραφίν, που πίστευε στις σπάνιες φωνές και ακόμα σπανιότερα πνεύματα, στράφηκε στην Κάλλας.
-Μαέστρο... εγώ; Τους Πουριτανούς; Μα... δεν έχω καν μελετήσει την παρτιτούρα...
- Μαρία, έχεις τη φωνή, το ένστικτο και την καρδιά. Αυτά δεν διδάσκονται. Θα σε καθοδηγήσω.
- Μαέστρο... είναι μια τρέλα...
-Μπορεί. Μα είναι και η ευκαιρία σου. Κι εσύ, Μαρία, δεν γεννήθηκες για να μείνεις στο περιθώριο.
Η Κάλλας τον κοίταξε για μια στιγμή με δισταγμό. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα.
-Τότε..., ξεκινάμε. Ίσως είναι τρέλα, μα είναι και η μοίρα μου...
-Μαέστρο... εγώ; Τους Πουριτανούς; Μα... δεν έχω καν μελετήσει την παρτιτούρα...
- Μαρία, έχεις τη φωνή, το ένστικτο και την καρδιά. Αυτά δεν διδάσκονται. Θα σε καθοδηγήσω.
- Μαέστρο... είναι μια τρέλα...
-Μπορεί. Μα είναι και η ευκαιρία σου. Κι εσύ, Μαρία, δεν γεννήθηκες για να μείνεις στο περιθώριο.
Η Κάλλας τον κοίταξε για μια στιγμή με δισταγμό. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα.
-Τότε..., ξεκινάμε. Ίσως είναι τρέλα, μα είναι και η μοίρα μου...
Έξι ημέρες. Αυτό είχε. Έξι μόλις ημέρες για να κατακτήσει έναν ρόλο που άλλες σοπράνο μελετούσαν μήνες. Έναν ρόλο που δεν ταίριαζε -τουλάχιστον θεωρητικά- με την ηφαιστειακή, σχεδόν αρχαιοελληνική, δύναμη της φωνής της. Οι νότες του μπελκάντο φάνταζαν ασύμβατες με το μέταλλο της. Η Μαρία όμως, δεν ήταν από κείνες που περιορίζονται στο "πρέπει". Δεν ήταν φτιαγμένη για να ακολουθεί. Ήταν γεννημένη για να αναμετράται. Με το υλικό, με τη σκηνή, με την ίδια της τη φύση.
Το βράδυ της πρεμιέρας, πίσω από τα παρασκήνια, όλα ήταν πιο ήσυχα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Σαν να κράταγε το θέατρο την ανάσα του, λίγο πριν την καταιγίδα.
Η Κάλλας είχε φορέσει το κοστούμι της Ελβίρας. Καθόταν αμίλητη με το βλέμμα καρφωμένο μακριά. Ίσως στο χρόνο, σε μια ανάμνηση, ίσως σε ένα μέλλον που ερχόταν να την καταπιεί ή να τη δικαιώσει.
"Κανείς δεν περιμένει να τα καταφέρω…Ίσως ούτε και γω η ίδια. Μα δεν θα φύγω από δώ χωρίς να παλέψω.Αν πρόκειται να πέσω, θα πέσω με τη φωνή μου ολόκληρη. Με κάθε ράγισμα, κάθε πίστη, κάθε πνοή μου", σκεφτόταν...
Έσφιξε τα δάχτυλα μέσα στις παλάμες της. Το σώμα της έτρεμε ελαφρώς. Δεν ήταν φόβος. Έτρεμε από συγκέντρωση, από πίστη. Από κείνη την ανεξήγητη βεβαιότητα που επισκέπτεται τους αληθινούς καλλιτέχνες, λίγο πριν περάσουν τη "γέφυρα"...
Όταν βγήκε στη σκηνή, για μια στιγμή φάνηκε μικρή. Μόνη. Μα έπειτα, καθώς άνοιξε το στόμα της κι ακούστηκε η πρώτη φράση, το κοινό ένιωσε να αναδύεται από τα σωθικά του θεάτρου μια δύναμη πρωτόγονη, μια φωνή που δεν ανήκε σε άνθρωπο, μα σε κάτι αρχέγονο και αιώνιο. Ήταν η Μαρία...Ήταν η Ελβίρα...Ήταν και οι δύο, κι ήταν καμία.
Η σκηνή της τρέλας δεν ήταν απλώς μια δραματική κορύφωση. Ήταν ένα ρήγμα στον χρόνο. Οι νότες που ξεχύνονταν από τη φωνή της Μαρίας δεν ήταν απλώς ερμηνευμένες, αλλά ζωντανές εμπειρίες, βαθιά ριζωμένες μέσα της. Δεν ερμήνευε την Ελβίρα.Γινόταν η ψυχή της. Ήταν η Κάλλας, σπαρακτικά γυμνή, μπροστά σε ένα κοινό που δεν ήξερε αν έπρεπε να χειροκροτήσει ή να προσευχηθεί.
Όταν έπεσε η αυλαία, η σιωπή κράτησε λίγο παραπάνω από το αναμενόμενο. Και ύστερα, έκρηξη. Οι άλλοτε διστακτικοί κριτικοί, υποκλίθηκαν. Οι θεατές, άφωνοι, ένιωσαν πως είχαν υπάρξει μάρτυρες ενός θαύματος.
Και η Μαρία, πίσω ξανά στη σιωπή των παρασκηνίων, έγειρε για λίγο το κεφάλι της στον τοίχο. Δεν χαμογέλασε. Μόνο ψιθύρισε:
-"Τα κατάφερα! Και δεν θα είμαι ποτέ ξανά η ίδια."
Η πόλη δεν ξέχασε ποτέ το θρίαμβό της...
Η φωνή της Κάλλας, μέσα από τα μάρμαρα του La Fenice, έμεινε να αιωρείται σαν μυστήριο που κανείς δεν κατάφερε να εξηγήσει πλήρως. Εκείνη, με την πειθαρχία του πολεμιστή και τη σπαρακτική μελαγχολία της ντίβας, έφερε το μπελκάντο πίσω από τα χείλη των εραστών του ρομαντισμού.
Η πόλη δεν ξέχασε ποτέ το θρίαμβό της...
Η φωνή της Κάλλας, μέσα από τα μάρμαρα του La Fenice, έμεινε να αιωρείται σαν μυστήριο που κανείς δεν κατάφερε να εξηγήσει πλήρως. Εκείνη, με την πειθαρχία του πολεμιστή και τη σπαρακτική μελαγχολία της ντίβας, έφερε το μπελκάντο πίσω από τα χείλη των εραστών του ρομαντισμού.
Κι από τότε, κάθε φορά που περνάς τη μικρή γέφυρα, κάθε φορά που πατάς την πέτρα της, αν είσαι πολύ προσεκτικός, μπορείς να ορκιστείς πως ακούς ακόμη τη σκηνή τρέλας της Ελβίρας να αντηχεί στον αέρα.
Γιατί αυτή η γέφυρα δεν είναι απλώς μια διαδρομή. Είναι ένα μνημείο για την καθιέρωση. Το σύνορο ανάμεσα στη νεαρή Μαρία που έψαχνε την ευκαιρία και στην Κάλλας που την άρπαξε και έγινε θρύλος.
Οι Βενετσιάνοι δεν της αφιέρωσαν άγαλμα ή κάποια πλατεία. Της χάρισαν μία γέφυρα. Γιατί ήξεραν πως οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν εγκλωβίζονται ποτέ σε τόπους, δεν μένουν ποτέ στάσιμοι... Πάντα διαβαίνουν, πάντα προχωρούν, γίνονται γέφυρα, αέναοι διάδρομοι, διαβατήρια που φωτίζουν το ταξίδι από τη σκιά στο φως...πάντα σε κίνηση, πάντα στο πέρασμα.
Γιατί αυτή η γέφυρα δεν είναι απλώς μια διαδρομή. Είναι ένα μνημείο για την καθιέρωση. Το σύνορο ανάμεσα στη νεαρή Μαρία που έψαχνε την ευκαιρία και στην Κάλλας που την άρπαξε και έγινε θρύλος.
Οι Βενετσιάνοι δεν της αφιέρωσαν άγαλμα ή κάποια πλατεία. Της χάρισαν μία γέφυρα. Γιατί ήξεραν πως οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν εγκλωβίζονται ποτέ σε τόπους, δεν μένουν ποτέ στάσιμοι... Πάντα διαβαίνουν, πάντα προχωρούν, γίνονται γέφυρα, αέναοι διάδρομοι, διαβατήρια που φωτίζουν το ταξίδι από τη σκιά στο φως...πάντα σε κίνηση, πάντα στο πέρασμα.
Bellini: "I Puritani, Σκηνή της τρέλας":
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου