Translate

fb

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Τσιτσάνης: Δίνω ζωή και φτερά σε ό,τι αισθάνομαι...

 

napster
Αρχικά είχε τον τίτλο "Ματωμένη Κυριακή"...

Ήταν που είχε ματώσει η καρδιά του, όταν εκείνο το ξημέρωμα Κυριακής γυρνώντας απ'το μαγαζί  στη Θεσσαλονίκη είδε με τα μάτια του το θάνατο ενός παλικαριού....πάνω στο παγωμένο χιόνι ήταν ακόμη ζεστό το παγωμένο αίμα του έξω από το σπίτι του...

1943...στην καρδιά της Κατοχής και οι ταλαιπωρίες και οι κακουχίες των Ελλήνων, μυριάδες...Μεγάλη η πείνα, μα και οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια κι οι εκτελέσεις...Τραγικά περιστατικά, με το φόβο και την καταπίεση να πλακώνουν τους εσωτερικούς ουρανούς σα μόνιμα μολυβένια σύννεφα πάνω τους...

Αυτή την αίσθηση είχε ο Βασίλης Τσιτσάνης κι αυτήν αποτύπωσε στο τραγούδι του: "Συννεφιασμένη Κυριακή", το μάτωμα της ψυχής του, την απελπισία και την απόγνωση των συμπατριωτων του.

"Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου..."

Σε κάθε νότα ανατριχιάζεις...Σαν να ξεφυλλίζεις το ασπρόμαυρο φωτογραφικό άλμπουμ της βασανιστικής καθημερινότητας... Κάθε στίχος και ένα δάκρυ μνήμης από τα ζοφερά χρόνια της Κατοχής, χρόνια δυστυχίας και ασφυκτικής καταπίεσης...

"Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που 'χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου..."

Ενας  στραγγαλισμός της ψυχής του υπόδουλου ελληνισμού, που όμως δεν το έβαλε κάτω. Όρθωσε ανάστημα, ύψωσε ελπίδα, φτέρωσε όνειρα και συνέχισε στην προσπάθεια..., που συχνά περνά και μέσα από τα μονοπάτια της έμπνευσης, της δημιουργίας, από τα μονοπάτια της τέχνης του λαού.
Απλή, ρέουσα ομαλά μελωδία, γνήσια και αυθεντική.Μια μουσική δήλωση εκείνων που  ήθελαν τους ρεμπέτες στο περιθώριο της κοινωνίας,  κατώτερους  -τρόπον τινά-, καθώς υπηρετούσαν ένα "βλάσφηµο" για την εποχή, μουσικό είδος.

"Τσιτσάνης στο μπαλκόνι", Από τοιχογραφία σε συνοικία των Τρικάλων
Το τραγούδι άργησε να ολοκληρωθεί όπως ο ίδιος  έχει δηλώσει γιατί σε κάποιο σημείο δεν του έβγαινε ο στίχος μετρικά...
Αναζητούσε μια τρισύλλαβη λέξη να ταιριάξει με τη λέξη "συννεφιά"...Τελικά, η λύση δόθηκε με την επανάληψή της: " που έχει πάντα συννεφιά, συννεφιά".


Λέγεται πως έμπνευση για τον τίτλο αποτέλεσε το έργο του Ούγγρου συνθέτη Rezso Seress : "Gloomy Sunday", που δημοσιεύτηκε το 1933.
Ενα τραγούδι που μιλά για την απελπισία που δημιουργεί η φρίκη του πολέμου και  καταλήγει σε μια ήσυχη προσευχή για όσους χάθηκαν...


"On a sad Sunday with a hundred white flowers 
I was waiting for you, my dear, with a church prayer
That dream-chasing Sunday morning
The chariot of my sadness returned without you.
Ever since then, Sundays are always sad
Tears are my drink, and sorrow is my bread.
Sad Sunday ..."



Η συννεφιά της Κατοχής, το βαρύ κλίμα της, γίνεται έμπνευση για το μεγάλο μουσουργό της λαϊκής μας μουσικής, που διηγείται με άφθαστο τρόπο την  ταραχώδη ιστορία του τόπου μας!
Το τραγούδι ξεκινά με μια χαρακτηριστική, σαν ταξίμι, εισαγωγή, δείγμα της απίστευτης ευκολίας του Τσιτσάνη στη μελωδική έκφραση.
Και κει βρίσκεται το καλλιτεχνικό μεγαλείο και η ιδιοφυία του!
Απείθαρχος, παίρνει τις ανατολίτικες μελωδίες που θεωρούνταν "τουρκόφερτες" και γι'αυτό είχαν απαγορευτεί από τις αρχές και τις παντρεύει με  δυτικότροπες μελωδίες, εγκαινιάζοντας ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού, που απευθύνεται σε ευρύτερες μάζες.



Μια μέρα του Γενάρη, ο Τσιτσάνης είχε δώσει ραντεβού με το πεπρωμένο του. Η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της λαϊκής-ρεμπέτικης μουσικής γεννήθηκε και πέθανε σαν σήμερα, 18 Ιανουαρίου.
Σ'αυτόν τον σπουδαίο δημιουργό είναι αφιερωμένη και η σημερινή ανάρτηση.
Στον μεγάλο Τσισάνη, που αντιμετώπιζε τη σύνθεση και το στίχο με μια πρωτοφανή ευθύνη και που στο περιεκτικό του τραγούδι, μ' ένα ρεφρέν και δυο κουπλέ έδινε μια δυνατή ιστορία, ένα συγκλονιστικό δράμα. Δράμα, που καίγανε την ψυχή της φτωχολογιάς, όπως αυτό της μαυρίλας του θανάτου στη "Συννεφιασμένη Κυριακή".

Δεν είναι τυχαίο, που οι ειδικοί, όπως ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας αναφέρει πως ο συνθέτης:
"έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απoμακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας το ρόλο του ρεφρέν" 
(Λ. Λιάβας: "Το Ελληνικό τραγούδι από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950", εκδ. ΕΤΕ, σελ.12)

Το κοινό λάτρεψε τον κορυφαίο συνθέτη, στιχουργό, και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού που γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915, στις 18 του Γενάρη κι έφυγε την ίδια μέρα μετά από 69 χρόνια.
Με τα τραγούδια του γαλούχησε πολλές γενεές γιατί με την αυθεντικότητά τους εκφράζουν τους καημούς και τις ελπίδες του απλού ανθρώπου. Όπως είχε πει ο ίδιος, "…ό,τι αισθάνομαι το στιχουργώ, το μελοποιώ, του δίνω ζωή και φτερά, με το μπουζούκι και το μπαγλαμαδάκι μου. Οι στίχοι και οι νότες είναι εκφράσεις της ψυχής μου"...

Σας αφήνω με τη θαυμαστή εικόνα που πλάθει ο μεσολογγίτης ποιητής, Θωμάς Γκόρπας, λουσμένη στον ήχο της παραπονιάρικης πενιάς του Τσιτσάνη:

"Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η "Συννεφιασμένη Κυριακή".

Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος…"



Άλλο κείμενο για τον Τσιτσάνη μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου