Η Φλωρεντία μοσχοβολούσε την αίγλη του παρελθόντος της. Ο Τσαϊκόφσκυ στεκόταν μπροστά στο παρεκκλήσι των Μεδίκων. Τα μάτια του υψώθηκαν στο θόλο σαν να αναζητούσαν εκεί μέσα ένα κλειδί για το αίνιγμα της ιδιοφυΐας. Ο Μιχαήλ Άγγελος, σιωπηλός και τιτάνιος, φαινόταν να του απαντά με το πέτρινο στόμα του "Μωυσή" του.
-"Να, λοιπόν, ο Μπετόβεν της γλυπτικής", συλλογίστηκε. Η ίδια ορμή, η ίδια τραγική υπερβολή. Η τόλμη που αγγίζει τη μελαγχολία που βαραίνει σαν ουρανός πριν την καταιγίδα¨.
Κι εκεί, μέσα στο ιερό φως, θυμήθηκε την "Ηρωική Συμφωνία", εκείνη την κολοσσιαία αποκάλυψη όπου για πρώτη φορά η δημιουργική δύναμη του Μπετόβεν ξεσπούσε ως μνημείο πνευματικής θέλησης.
-"Δάσκαλε, σε θαυμάζω! Όμως, δεν ξέρω αν σ' αγαπώ", σκέφτηκε διστακτικά.
Η φράση βγήκε ασυναίσθητα. Ήταν εξομολόγηση και ετυμηγορία μαζί. Ο Μπετόβεν του φαινόταν όπως ο Θεός των παιδικών του χρόνων, επιβλητικός, απόμακρος. Δεν ήταν Θεός της στοργής, αλλά Θεός του αιώνιου δέους και της δύναμης.
"Ο Χριστός", ψιθύρισε μέσα του, "ο Χριστός είναι αγάπη, και ο Χριστός της μουσικής είναι ο Μότσαρτ"
Λίγο καιρό αργότερα, στο Παρίσι, τον Ιούνιο του 1886, η μοίρα του επιφύλασσε μια απαράμιλλη συγκίνηση. Η μεγάλη σοπράνο Πολίν Βιαρντό τον υποδέχτηκε στο σπίτι της. Εκεί, μέσα στην ευωδιά των παλιών χειρόγραφων παρτιτούρων, του έδειξε το χειρόγραφο του "Ντον Τζιοβάνι". Το είχε αγοράσει το 1855 στο Λονδίνο και το φύλαγε σαν ιερό φυλαχτό.
Ο Τσαϊκόφσκυ άγγιξε το χειρόγραφο με δέος, σαν να φοβόταν μήπως βεβηλώσει κάτι θεϊκό.
-"Νιώθω την παρουσία της θεότητας" ψιθύρισε συγκλονισμένος.
Κοιτούσε σαστισμένος το μελάνι του Μότσαρτ....Δεν έβλεπε νότες, αλλά δέσμη απο ακτίνες φωτός, μια απλότητα που ακτινοβολούσε σοφία. Για κείνον, ο Ντον Τζιοβάνι δεν ήταν όπερα, ήταν αποκάλυψη. Και ο Μότσαρτ, δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Θεός της Μουσικής.
Η στάση του απέναντι στο έργο του ήταν πάντα πιστή και στοργική. Δεν τον αντιμετώπιζε ως πρόγονο της τέχνης, αλλά ως πνευματικό πατέρα. Ο Μότσαρτ δεν ήταν αντικείμενο μελέτης, ήταν οικείος, αγαπημένος, ήταν ο "Άγιός" του.
Έτσι, όταν πλησίαζε το 1887 και η Ευρώπη ετοιμαζόταν να τιμήσει την εκατονταετηρίδα από την πρεμιέρα του Ντον Τζιοβάνι, ο Τσαϊκόφσκυ ένιωσε ότι όφειλε να προσφέρει κάτι, πρωτίστως ως πιστός μαθητής και λιγότερο ως συνθέτης. Έτσι γεννήθηκε η "Mozartiana, έργο 61", ένα λουλούδι από νότες που άνθισε πάνω στον τάφο και μέσα στην αιωνιότητα του Μότσαρτ.
Δεν ήταν έργο επίδειξης. Ήταν μια μουσική προσευχή.
Ο Τσαϊκόφσκυ δεν μιμήθηκε τον Μότσαρτ, τον ανέστησε. Πήρε τις λεπτές, διαφανείς του φράσεις και τις έντυσε με ρωσική τρυφερότητα, προσθετοντας μελαγχολία που δεν αλλοιώνει αλλά φωτίζει. Κάθε κίνηση της σουίτας μοιάζει με υπόκλιση, με μια πράξη ευγνωμοσύνης από μαθητή προς δάσκαλο.
"Σ' αγαπώ, γιατί μέσα σου δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθώ...", συλλογίστηκε.
Το χέρι του ακούμπησε στο πιάνο. Μια φράση από τη "Μozartiana" κύλησε...
Εκείνη τη στιγμή, ο Τσαϊκόφσκυ κατάλαβε. Ο Μπετόβεν ήταν το δράμα του ανθρώπου που παλεύει με τον Θεό κι ο Μότσαρτ, η συμφιλίωση.
Κι εκείνος, ο ίδιος, στεκόταν ανάμεσά τους. Ανάμεσα στη βροντή και στο φως, ανάμεσα στην ορμή και στην τρυφερότητα.
Η Mozartiana δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής, είναι η εσωτερική εξομολόγηση και η πνευματική λύτρωση του Τσαϊκόφσκυ. Εκεί όπου ο Μπετόβεν τον πλημμύριζε με δέος και αγωνία, ο Μότσαρτ του πρόσφερε γαλήνη και τρυφερότητα.
Μέσα από αυτό το έργο, ο Ρώσος συνθέτης βρήκε τρόπο να συμφιλιώσει το δέος με την αγάπη, το μεγαλείο με την απλότητα.
Η σύνθεση αναπτύσσεται σε 4 μέρη:
Η εισαγωγή γίνεται με μια ζωηρή Gigue, Ο Τσαϊκόφσκυ την ενορχήστρωσε με λαμπερή διάθεση, αποδίδοντας μια αίσθηση ελαφρότητας και κομψότητας. Εδώ κυριαρχεί η χαρά, η καθαρότητα και η απλότητα του Μότσαρτ.
Ακολουθεί ένα ευγενικό μενούετο, απαλό και νοσταλγικό, σαν ανάμνηση του παλαιού, γαλήνιου μιυσικού κόσμου.
Στο τρίτο μέρος, την Προσευχή(Preghiera) ο Τσαϊκόφσκυ μετατρέπει το Ave verum corpus σε μια στιγμή βαθιάς συγκίνησης, μια μουσική επίκληση που αγγίζει το ιερό.
Στο τρίτο μέρος, την Προσευχή(Preghiera) ο Τσαϊκόφσκυ μετατρέπει το Ave verum corpus σε μια στιγμή βαθιάς συγκίνησης, μια μουσική επίκληση που αγγίζει το ιερό.
Το έργο κορυφώνεται με ένα Θέμα και παραλλαγές, λαμπερό και δεξιοτεχνικό, όπου η πειθαρχία του Μότσαρτ συναντά τη ρομαντική έξαρση του Τσαϊκόφσκυ.
Στην πρεμιέρα της σύνθεσης στη Μόσχα τον Νοέμβριο του 1887 διηύθυνε ο Τσαϊκόφσκυ, ο οποίος προλόγισε την παρτιτούρα με τα εξής:
"Πολλά από τα σύντομα κομμάτια του Μότσαρτ είναι -για κάποιο ακατανόητο λόγο- ελάχιστα γνωστά και στο κοινό και στους μουσικούς. Τιτλοφόρησα τη Σουίτα "Μοτσαρτιάνα" γιατί θέλω να δώσω μια νέα ευκαιρία για την πιο συχνή εκτέλεση αυτών των μαργαριταριών της μουσικής τέχνης, ανεπιτήδευτων στη μορφή, αλλά γεμάτων με απαράμιλλες ομορφιές..."
"Πολλά από τα σύντομα κομμάτια του Μότσαρτ είναι -για κάποιο ακατανόητο λόγο- ελάχιστα γνωστά και στο κοινό και στους μουσικούς. Τιτλοφόρησα τη Σουίτα "Μοτσαρτιάνα" γιατί θέλω να δώσω μια νέα ευκαιρία για την πιο συχνή εκτέλεση αυτών των μαργαριταριών της μουσικής τέχνης, ανεπιτήδευτων στη μορφή, αλλά γεμάτων με απαράμιλλες ομορφιές..."
Tchaikovsky - Suite No. 4, Op. 61 "Mozartiana":

.jpg)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου