Translate

fb

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025

Ψίθυροι του δάσους: η "Μπαλάντα, Op.19" του Γκαμπριέλ Φωρέ...





-"Είναι πάρα πολύ δύσκολη σύνθεση. Σχεδόν μου τέλειωσαν τα δάκτυλα!", 
είπε ο Φραντς Λιστ, σηκώνοντας τα χέρια του από τα πλήκτρα και κοιτάζοντας τον νεαρό Γκαμπριέλ Φωρέ με ένα χαμόγελο θαυμασμού, αλλά και απορίας.
Ο Φωρέ χαμήλωσε το βλέμμα και σχεδόν απολογητικά, ψιθύρισε: 

-"Ήθελα να περιγράψω τους ψιθύρους του δάσους... Τις νύμφες που παίζουν και χορεύουν κάτω απ’ το φως, όπως στο δάσος του Zίγκφριντ. Ο Βάγκνερ με συγκλόνισε. Eγραψα τους δικούς μου ψιθύρους, με τον τρόπο μου".
Ο Λιστ χαμογέλασε πλατιά, σηκώθηκε και τον συνεχάρη. "Δύσκολο και απαιτητικό έργο, ναι... αλλά θαυμάσιο".

Έτσι γεννήθηκε η "Ballade, Op.19" του Γκαμπριέλ Φωρέ, ένα από τα πιο λεπτά και πρωτοποριακά έργα της πρώτης περιόδου του συνθέτη. 
Γραμμένη αρχικά για σόλο πιάνο γύρω στο 1877, η Μπαλάντα παρουσιάστηκε στη Βαϊμάρη στον Λιστ, που ήταν ο πρώτος ακροατής της. Ίσως μάλιστα το σχόλιό του για τη δεξιοτεχνική της δυσκολία να οδήγησε τον Φωρέ να προσθέσει, λίγο αργότερα, μια διακριτική συνοδεία ορχήστρας, με ενορχήστρωση που, όπως θα έγραφε αργότερα ο Αλφρέντ Κορτώ, "της χαρίζει καθαρότητα και διάφανη ισορροπία".


Η Μπαλάντα του Φωρέ δεν θυμίζει τις ομώνυμες του Σοπέν, που ξεσπούν σε ρομαντική αφήγηση και δραματική μεγαλοπρέπεια. Ο Φωρέ, πιο εσωστρεφής και ποιητικός, δεν επιδιώκει αφηγηματική έξαρση ούτε ρητορική ένταση. Αναζητά κάτι πιο λεπτό, πιο εσωτερικό, την απεικόνιση μιας ποιητικής φύσης, τους ψιθύρους του δάσους όπου σαν σε ονειρική σκηνή, οι νύμφες παίζουν και χορεύουν. 
Η έμπνευση γι’ αυτήν τη μουσική σελίδα γεννήθηκε από τη βαθιά εντύπωση που προξένησε στον συνθέτη η σκηνή του δάσους από τον Ζίγκφριντ του Βάγκνερ. 
Μαγεμένος από το ηχητικό εκείνο τοπίο, ο Φωρέ θέλησε να το αναδημιουργήσει με τον δικό του, τελείως προσωπικό τόνο, έναν τόνο πιο διακριτικό, πιο φωτεινό, όπου η φύση ανασαίνει απαλά, διαφορετικά από τον συγκλονιστικό, δραματικό τρόπο του Βάγκνερ. 
Όπως ο ίδιος έλεγε: "Πάντα απολαμβάνω να βλέπω το φως του ήλιου να παιχνιδίζει με τους βράχους, το νερό, τα δέντρα, τις πεδιάδες. Τι ποικιλία εντυπώσεων, τι λαμπρότητα, τι απαλότητα… Μακάρι η μουσική μου να μπορούσε να δείξει τόση ποικιλία!".
Βλέπουμε πως η παρατήρηση του φυσικού κόσμου γίνεται μουσική εμπειρία για τον Φωρέ, όπου η πολυμορφία, η λεπτότητα και η φωτεινότητα των ήχων αντικατοπτρίζουν τη ζωντάνια και την ομορφιά της φύσης.

Έτσι, η ιδέα του "δάσους του Ζίγκφριντ" μεταμορφώνεται στα χέρια του σε τοπίο από φως και σκιές, όπου οι ήχοι κυματίζουν απαλά σαν ανάσες της φύσης.
Κι αυτό το έργο γίνεται ένα ζωντανό παράδειγμα της απόστασης που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε δύο δημιουργούς οι οποίοι εμπνέονται από το ίδιο πρότυπο, αλλά εκφράζουν μέσα απ' αυτό δύο διαφορετικούς, μοναδικούς κόσμους.

Για την εποχή της, η αρμονική γλώσσα του έργου υπήρξε τολμηρή, αινιγματική. Οι χρωματισμοί, η απουσία ρητορικών κορυφώσεων, η λεπτότητα της γραφής έκαναν τη μπαλάντα να μοιάζει "πολύ σύγχρονη" για τα τέλη του 19ου αιώνα. Και πράγματι, έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν άγνωστη, μέχρι ν' ανακαλυφθεί ξανά από τους θαυμαστές του Φωρέ στις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα τη βλέπουμε ως έργο-γέφυρα, από τον λυρισμό του ρομαντισμού προς τη διαύγεια του γαλλικού μοντερνισμού, προαναγγέλλοντας τη γλώσσα του Ντεμπυσί και του Ραβέλ.

Στην ουσία της, όμως, παραμένει εκείνο που ο ίδιος ο Φωρέ είπε στον Λιστ...Μια μουσική περιδιάβαση στο δάσος, όπου οι νύμφες ψιθυρίζουν και χορεύουν και ο άνεμος περνά ανάμεσα στα δέντρα, γεμάτος φως...Κάθε νότα λειτουργεί σαν ψίθυρος του φύλλου, κάθε μελωδική καμπύλη σαν κίνηση της φύσης, οι αρμονίες του Φωρέ, λεπτές και διαυγείς, δίνουν χρωματισμούς που αναδύονται σαν ηλιαχτίδες μέσα απ' τα κλαδιά, ενώ οι ανεπαίσθητες μετατροπίες του δημιουργούν την αίσθηση μιας συνεχούς ροής που συνδέει τον χώρο με τον χρόνο. 
Το έργο γίνεται μια ηχητική ζωγραφιά, όπου η ψυχή της φύσης συναντά την ψυχή του συνθέτη και η μουσική, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως αφήγηση και ψυχολογικό τοπίο, καλεί τον ακροατή να βιώσει την υποβλητική διάσταση του χρόνου, του χώρου και της φύσης...

Θα απολαύσουμε την εκδοχή με ορχήστρα, που ο Φωρέ παρουσίασε για πρώτη φορά με την ορχήστρα του Εντουάρ Κολόν το 1881. Εδώ η Μπαλάντα δεν επιδεικνύει δεξιοτεχνία, είναι πιο χαλαρή, πιο φωτεινή και γοητευτική. Ίσως γι’ αυτό ο Ντεμπισί την είχε χαρακτηρίσει "υπερβολικά θηλυπρεπή".
Η φόρμα της είναι ελεύθερη, αλλά στην ουσία χωρίζεται σε τρία μέρη που αναπτύσσουν τα δικά τους θέματα και κορυφώνεται σε ένα τέταρτο, όπου τα θέματα συνδυάζονται, δημιουργώντας μια μουσική αφήγηση γεμάτη αίσθηση και εσωτερική συνοχή...

G. Faure: "Ballade for Piano and Orchestra, Op. 19"


Το κείμενο γράφτηκε στη μνήμη του  Γκαμπριέλ Φωρέ. Απεβίωσε στις 4 Νοεμβρίου 1924 στο Παρίσι, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο μουσικό έργο που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς συνθέτες της γαλλικής μουσικής παράδοσης. Παρά την αργή, σταδιακή απώλεια της ακοής του, συνέχισε να δημιουργεί, αποδεικνύοντας ότι η μουσική ήταν για εκείνον υπόθεση ψυχής. Ο θάνατός του σήμανε το τέλος μιας εποχής όπου η λεπτότητα, ο λυρισμός και η αίσθηση του εσωτερικού κόσμου στην μουσική αναδεικνύονταν με μοναδική ευαισθησία. Η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή μέσα από τα έργα του, που συνεχίζουν να γοητεύουν και να εμπνέουν..



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου