Τσικνοχαιρετίσματα σε όλους σας, αγαπημένοι μου φίλοι! Χρόνια μας Πολλά! Είμαι σίγουρη πως έχετε ήδη ανάψει τα κάρβουνα, μιας και αυτή τη μέρα, σ’όλη την Ελλάδα επιβάλλεται, από το έθιμο, το "τσίκνισμα".
Εδώ, από νωρίς το πρωί έχουν στηθεί ψησταριές στους δρόμους κι ο ουρανός έχει θολώσει, με την κάπνα να καλύπτει κάθε του εκατοστό! Το "Διονυσιακό" κάθε ψυχής έρχεται στην επιφάνεια, με το κρασί να ρέει άφθονο, το κέφι να παραμένει αμείωτο, το χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στα πρόσωπα, και.., γιατί όχι, τη γλώσσα να μην δέχεται φραγμό, την έκφραση να γίνεται περισσότερο θαρραλέα και ειλικρινής αντιβαίνοντας στους κοινώς αποδεκτούς κανόνες ευπρεπούς συμπεριφοράς...
Τα σκωπτικά λοιπόν τραγούδια και οι χοροί έχουν σήμερα την τιμητική τους με την αθυροστομία της Αποκριάς να αποτυπώνεται σε πλήθος τραγουδιών και πειρακτικά στιχάκια. Παραδοσιακά αθυρόστομα ποιήματα και τραγούδια του λαού μας βρίσκουμε στην ομώνυμη συλλογή του Γιώργη Μελίκη, αλλά και τη συλλογή της αγαπημένης Δόμνας Σαμίου στα "Γαμοτράγουδα", ένα δίσκο που σήκωσε θύελλες αντιδράσεων από κάποιους σεμνότυφους, μη κατανοώντας τη συνέχεια της παράδοσης από αρχαίες Παγανιστικές τελετές, τότε που θεωρούσαν το γλέντι, τη χαρά, το φαγοπότι και το κέφι, ιεροτελεστία για την καλή ευφορία της γης την άνοιξη.
Επειδή είναι πρωί ακόμα, θα διαλέξω να ακούσουμε ένα μη σοκαριστικό σε στίχο, παραδοσιακό τραγούδι της Αποκριάς, με πολλές χιουμοριστικές εικόνες που το κάνουν αγαπητό σε μικρούς και μεγάλους και κάθε φορά που το ακούμε στην τάξη με τους μαθητές μου ξεκαρδιζόμαστε ομαδικώς.
Είναι Αιγαιοπελαγίτικο Αποκριάτικο, που τραγουδούσαν οι παρέες με συνοδεία από βιολί, "τσαμπούνα"(άσκαυλου-νησιώτικης γκάιντας) και "τουμπί".
Το "τουμπί" ή ντουμπακάκι όπως συνηθίζεται να το λένε στις Κυκλάδες, είναι ένα μικρό νταούλι από ξύλο και δέρμα κατσίκας ή σκύλου, και τα στεφάνια του τα έσφιγγαν με σκοινιά για να τεντώσει το δέρμα. Ο εκτελεστής του, που λεγόταν "ντουμπακτζής" , όταν το δέρμα δεν τέντωνε αρκετά, το ζέσταινε κοντά στη φωτιά. Το τουμπί είχε στο πλάι μια τρύπα, όπου έριχναν χαρτονομίσματα όσοι έδιναν παραγγελιές. Ο ντουμπακτζής έπαιζε όρθιος, με το όργανο να κρέμεται με μια ζώνη από το λαιμό του. Όταν κουραζόταν καθόταν σε σκαμνί κι έπαιζε το τουμπί ακουμπώντας το στα γόνατα.
Υπάρχουν και άλλες υπέροχες εκτελέσεις με κανονάκι, λαούτο, κλαρίνο και τουμπελέκι.
Το τραγούδι έχει τίτλο "Στης ακρίβειας τον καιρό" και αναφέρεται στον τύπο της "κακιάς", όπως χαρακτηρίζει ο λαός, γυναίκας, παραπέμποντας στις ανοικοκύρευτες, τις τεμπέλες, τις "ξενοβλεπούσες"(μοιχαλίδες), εκείνες που τρώνε ή πίνουν πολύ ...
"Να σε φυλάει ο Θεός απ' άδικο κι από "κακιά" γυναίκα" συνηθίζεται η λαϊκή φράση κι έτσι τέτοιοι τύποι τροφοδότησαν τη θεματολογία των αποκριάτικων τραγουδιών, που στην περίπτωση του συγκεκριμένου χαρακτηρίζει η εξωφρενική υπερβολή. Το πολύ αστείο και σατιρικό ύφος των στίχων πλάθουν μια γυναίκα που φαντάζει με βαρύτατα ελαττώματα και κατά τις αντιλήψεις των καιρών, αλλά και του καρνάβαλου, χρειάζεται το...μπερτάκι της...
"Στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα και γω
και μου δώσαν μια γυναίκα που 'τρωγε για πέντε δέκα
Πρώτο βράδυ που την πήρα έφαγε μια προβατίνα.
και το δεύτερο το βράδυ προβατίνα και γελάδι
- Bρε γυναίκα οικονομία τώρα που 'ναι δυστυχία.
- Άντρα μου θέλω φουστάνι γύρω γύρω με γαϊτάνι,
άντρα μου θέλω καπέλο, γύρω γύρω με το βέλο,
άντρα μου θέλω γοβάκια γύρω γύρω με φιογκάκια,
άντρα μου θέλω βρακί γύρω γύρω με γαζί
- Bρε γυναίκα οικονομία τώρα που 'ναι δυστυχία.
Και αρπάζω ένα ξύλο και τη φέρνω γύρω γύρω"
Η Αποκριά, φίλοι μου, κόρη του Διόνυσου, μάς κάνει να ξεχνάμε για λίγο τις δυσκολίες, με τύμπανα, κύμβαλα και κρόταλα να "σιγοντάρουν" τη Διονυσιακή μανία!
Χρόνια Πολλά, Καλά Τσικνίσματα, πιστοί στην παράδοση που ο Βάκχος και η λατρεία του θέσπισαν και τουλάχιστον σήμερα, επιτρέπουμε την όποια ελευθεροστομία με όσα στερεότυπα ακολουθείται!
Από τα σκηνικά που έκανε για την παράσταση ο Σπύρος Βασιλείου
Στο πνεύμα των ημερών και αποκριάτικο έθιμο που χάνεται στα βάθη του χρόνου, φέρνει ο χαιρετισμός μου.
Το ΕΘΙΜΟ της "γκαμήλας"
Την περίοδο της Αποκριάς κυκλοφορούσε στις γειτονιές ομοίωμα της «γκαμήλας», που το σώμα της ήταν ένας ξύλινος σκελετός σκεπασμένος με κιλίμια, λινάτσες, πολύχρωμες κουρελούδες, ενώ για κεφάλι χρησιμοποιούσαν κρανίο αλόγου. Δυο άντρες που έμπαιναν από κάτω αποτελούσαν τα πόδια της και την γκαμήλα οδηγούσε ο καμηλιέρης με συνοδεία μουσικής. Πολλοί από τους χωριανούς "φίλευαν" την καμήλα και τότε εκείνη γονάτιζε και για να τους ευχαριστήσει τους φίλαγε το χέρι.
Άλλες φορές, η καμήλα έβρισκε ευκαιρία που ο καμηλιέρης ήταν απορροφημένος στο Διονυσιακό χορό του, και ξέφευγε από την επίβλεψή του. Τότε, άρπαζε με το στόμα της ό,τι κρατούσαν οι παρευρισκόμενοι, που έτρεχαν να την πιάσουν, ενώ της "τις έβρεχαν" κιόλας…,με το συμβολισμό της κακοπάθειας του ζώου να παραπέμπει στις περιπέτειες του ανθρώπου μέσα στη ζωή και το χρόνο.
Το έθιμο συναντάται μέχρι σήμερα στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Φθιώτιδα, όμως ήταν αγαπημένο και των παλαιών Αθηναίων, όπου η "Γκαμήλα" αποτελούσε τη βασίλισσα του λαϊκού καρναβαλιού στις περιοχές του Ψυρρή.
Εικόνες που μάγευαν μικρούς και μεγάλους, ανάμεσά τους και τον Μίκη Θεοδωράκη, που μετουσίωσε την ξέφρενη αύρα τους στη Σουίτα Μπαλέτου "Ελληνική Αποκριά", όπου λαϊκές μελωδίες φορούν "συμφωνικό ορχηστρικό ένδυμα".
Ένα από τα μέρη του έργου είναι οι "Τρεις Καρναβαλικοί χοροί" που περιλαμβάνουν τα: Γαϊτανάκι, Αλογάκι, και Γκαμήλα. Η αρχική έμπνευση δόθηκε όταν ο συνθέτης βρισκόταν εξόριστος στην Ικαρία το 1947 και ολοκληρώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα στην Αθήνα.
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1953 κατόπιν παραγγελίας από το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, η οποία χόρεψε και τον κύριο ρόλο, ενώ τα σκηνικά έκανε ο Σπύρος Βασιλείου.
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Μίκης:
"Εξόριστος στην Ικαρία ήρθα για πρώτη φορά σε ουσιαστική επαφή με τη λαϊκή μας μουσική. Το πρώτο τραγούδι που άκουσα ήταν ο συρτός του Γ. Παπαϊωάννου: "Καπετάν Ανδρέας Ζέππος(Ψαροπούλα) όταν μια μέρα μας μετέφεραν με το καΐκι από τον Άγιο Κήρυκο στον Αρμενιστή. Έτσι, άρχισα να μαζεύω μεθοδικά λαϊκά τραγούδια. Καθώς είχα κάνει και τις σπουδές μου στη συμφωνική μουσική προσπάθησα να συνδυάσω αυτά τα δύο μουσικά ρεύματα. Από την μια την τεχνική της συμφωνικής μουσικής, όπως την διδασκόμαστε στα ωδεία και από την άλλη την λαϊκή μουσική..."
Παρατηρείστε, φίλοι μου και το μοτίβο του σαξοφώνου(1:33) από τη "Γκαμήλα" ... Εμπνέει αργότερα το Μάνο Χατζιδάκι να γράψει τη μουσική πάνω σε στίχους Νίκου Γκάτσου στο τραγούδι του "Το πέλαγο είναι βαθύ", που μπορείτε να ακούσετε παρακάτω για να συσχετίσετε.
Toπράσινο της φύσης, καταιγιστικό. Μια τροπική ζούγκλα, όπου συχνά-πυκνά ξεπετάγονταν ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα της βουδιστικοί ναοί και χρυσά αγάλματα…
Ταξίδι στο βορρά της Ταϊλάνδης…
Περιπλανώμενοι σε τόπους με πυκνή βλάστηση στα σύνορα με τη Βιρμανία, για μια γνωριμία με τις ορεσίβιες φυλές της περιοχής…
Απομονωμένοι, αόρατοι σχεδόν οι οικισμοί τους, τα σπίτια και τα διάφορα οικήματά τους φτιαγμένα από μπαμπού και χόρτο, οργανωμένα πάνω σε χοντρούς πασσάλους…
Tα πρόσωπα πάντα χαμογελαστά... Οι περισσότεροι την ώρα που έφτασα εγώ στο χωριό τους, γυναίκες και παιδιά.
Άλλες ύφαιναν στον αργαλειό, άλλες πότιζαν τα χωράφια με καλλιέργειες βοτάνων, τσαγιού και ρυζιού, άλλες κεντούσαν ή σκάλιζαν πάνω στο ξύλο διάφορα χειροποιήματα…κι άλλες διασκέδαζαν τη σχόλη τους παίζοντας παράξενα πολυκάλαμα αερόφωνα...
Τα παιδιά έτρεχαν τριγύρω χαρούμενα, που ξένοι είχαν έρθει να τους επισκεφτούν.
Το τόπι που κλωτσούσαν, οι κούκλες που νανούριζαν, το μικρό πατίνι που τσούλαγε στους χωματένιους δρόμους, όλα πρωτόγονης κατασκευής κι από υλικά ακατέργαστα.
Όλες τους, φιγούρες χαρακτηριστικές.
Όμως εκείνες που ξεχώρισαν με την εντυπωσιακή αμφίεσή τους ήταν οι γυναίκες με τους μακριούς λαιμούς!
Η παράδοση θέλει τη γυναίκα της φυλής Κάρεν από μικρή να φορά γύρω από το λαιμό χάλκινους κρίκους που με το πέρασμα των χρόνων επιμηκύνει το μέρος αυτό του σώματος.
Μια μακρόχρονη παράδοση που ο μεγάλος αριθμός των κρίκων στον λαιμό αποτελεί σύμβολο αξιοπρέπειας.
Λένε, πως αρχικός σκοπός της παράξενης αυτής συνήθειας ήταν να προφυλάσσονται οι γυναίκες της φυλής από επιθέσεις τίγρεων ή επειδή θεωρούσαν πως οι μακρύλαιμες, σαν κύκνος ή καμηλοπαρδάλεις γυναίκες, έμοιαζαν ομορφότερες…
Όταν μέσω του τοπικού ξεναγού ρώτησα μια ηλικιωμένη Κάρεν πώς νοιώθει που τόσα χρόνια φορά στο λαιμό της αυτά τα επίχρυσα δαχτυλίδια μού απάντησε πως γι’αυτήν αποτελεί σεβασμό στους προγόνους της, σκοπός της διατήρησης της πολιτιστικής ταυτότητας της φυλής της, που δεν σχετίζεται με την ομορφιά και το να κάνει την εμφάνισή της ελκυστικότερη.
Οι συμβολισμοί του εθίμου χάνονται στα βάθη του χρόνου. Άλλοι μιλούν για προστασία από δαγκώματα άγριων ζώων...άλλοι για προστασία των γυναικών από τη δουλεία, καθώς δεν θα ήταν εύκολα εμπορεύσιμες φορώντας τους κρίκους…κι άλλοι πως αυτός είναι ο τρόπος να τιμηθεί ο «δράκος», μια σημαντική, μακρυσώματη φιγούρα στη λαογραφία των Kayan, όπως ονομάζεται η αρχηγός-φυλή, της οποίας οι Κάρεν αποτελούν υποομάδα.
Χαμογέλασα και μάλλον κατάλαβε πως ενστερνιζόμουν την άποψή της, γι’αυτό ίσως προθυμοποιήθηκε να «μεταμορφώσει» και μένα σε μια Κάρεν, έστω για λίγο…
Με ευγένεια (που πραγματικά με ξένισε για φυλή που οι ταξιδιωτικοί οδηγοί χαρακτηρίζουν απολίτιστη), με ρώτησε αν επέτρεπα τα μπρούτζινα δαχτυλίδια της να «αγκαλιάσουν» και το δικό μου λαιμό.
Μια πατέντα τους, ευχαριστήριο σε όσους είναι πρόθυμοι να αναζητήσουν τη φυλή, τα ήθη της και να μεταδώσουν την ύπαρξή της.
Ανασήκωσα τα μαλλιά μου. Με απαλές κινήσεις κάλυψε με κρίκους το λαιμό μου, ενώ ψέλιζε μια μονότονη μελωδία…
Σούφρωσα τη μύτη κι έσμιξα τα φρύδια ασυναίσθητα. Αντιλήφθηκε πώς και γιατί απορούσα και στην ακαταλαβίστικη γλώσσα της έδωσε την εξήγηση:
Ήταν τραγούδι, κάτι σαν επίκληση στο πνεύμα του καλού να με ευλογήσει με αφθονία και τύχη.
Τα πνεύματα για τους Κάρεν, μού είπε, είναι οι ταχυδρόμοι τους…αυτοί που τους μεταφέρουν τις επιθυμίες και τους πόθους τους. Ο θεός έπειτα τούς στέλνει απάντηση με κάποιο σημάδι…με τη βροχή, τις αστραπές, τα πουλιά, το κακάρισμα του κόκορα…
-Πόσο μακρινοί, σκέφτηκα, και πόσο συνάμα κοντινοί οι τόποι, οι λαοί, οι πίστεις και οι δοξασίες μας…
Ρώτησα το όνομά της…
Ήταν η σεβαστή Πι…
«Pi», στη γλώσσα τους είναι η γιαγιά, που χαίρει εκτίμησης όλης της οικογένειας.Το όνομά της ήταν Μποέιπόο, δηλαδή "δροσιά λουλουδιού".
Tο πρόσωπό της χαρακωμένο βαθιά απ’τις ρυτίδες του χρόνου, όμως φωτισμένο σαν μια αντανάκλαση απροσμέτρητης ομορφιάς σε λείο καθρέφτη.
Αυθόρμητα ήρθε η σκέψη να την αγκαλιάσω, όμως σα να θέλησε να με προλάβει, καθώς η κουλτούρα τους δεν επιτρέπει εναγκαλισμό, ούτε καν χειραψία στο χαιρετισμό τους και σηκώθηκε…
Στάθηκε όρθια, έσμιξε τις παλάμες σα να προσεύχεται και υποκλίθηκε μπρος μου.
Με ευχαριστούσε για τη συνομιλία μας με τον τρόπο, που η παράδοσή της επιτάσσει…
Τη μιμήθηκα και γω χαμογελώντας αληθινά! Έπειτα διάλεξα για ενθύμιο δυο από τις ξύλινες κούκλες-ομοιώματα γυναικών Κάρεν από την πραμάτεια της... Μια με κόκκινη και μια με πράσινη φορεσιά. Τις κοιτάζω τώρα στο ράφι μου κι αναπολώ αυτή την ιδιαίτερη γνωριμία πριν μερικούς μήνες στα Ταϊλανδέζικα δάση στα σύνορα με τη Βιρμανία.
Δυο ξύλινες κούκλες με μπρούτζινα δαχτυλίδια στο λαιμό, σουβενίρ από το συναπάντημα της Ελπίδας με μια ρυτιδιασμένη, μα όλο γλυκύτητα Δροσιά Λουλουδιού…
Η ρωσίδα, πάμπλουτη βαρώνη Ναντιέζντα φον Μεκ, στάθηκε μεγάλη ευεργέτις του Πιοτρ ΊλιτςΤσαϊκόφσκυ, υποστηρίζοντάς τον οικονομικά για δεκατρία χρόνια, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αφοσιωθεί στη σύνθεση ολοκληρωτικά. Μόνος όρος, να μην συναντηθούν ποτέ.
Η βαρώνη, πλην του Τσαϊκόφσκυ, υποστήριξε τους: Νικολάι Ρουμπινστάιν και Κλωντ Ντεμπισί.
"Η Ναντιέζντα το γένος Φλορόφσκι βασιλεύει με τρόπο θαυμαστό στο πλευρό του συζύγου της, του βαρώνου Καρλ φον Μεκ.[...] Τον παντρεύτηκε αυτόν τον ευγενή για να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα της. Γιατί αυτός ο πατέρας ήταν κάτι παραπάνω από ένας απλός συγγενής. Μαγεμένη από τη γλυκύτητα του λάτρη της τέχνης, η Ναντιέζντα θαύμαζε την εξυπνάδα, την ευαισθησία και την ειλικρίνειά του. Φιλόμουσος και λάτρης των ταξιδιών, ο Φιλάρετος έπαιζε βιολί, συναναστρεφόταν ανθρώπους από τον καλλιτεχνικό χώρο και δεν δίσταζε να τραβολογά την κόρη του από πόλη σε πόλη, από κονσέρτο σε κονσέρτο.[...]
Η Ναντιέζντα επιβλέπει τα πάντα..Τα ενδιαφέροντά της είναι τέτοια που μπορεί να συγκινηθεί εξίσου από έναν ισολογισμό κι ύστερα ένα μουσικό κομμάτι. Εχει πολυάριθμα ταλέντα και κινείται άνετα ανάμεσα σε αριθμούς και νότες[...]Ο καλόκαρδος Καρλ αποφασίζει πως η καλύτερη αμοιβή για κείνη είναι να τη διασκεδάζει[...] Σεβόμενος τις προτιμήσεις της γυναίκας του, ο Καρλ ακολουθεί μαζί της τους πιανίστες, τους βιολονίστες και τους διευθυντές ορχήστρας, που εκείνη θαυμάζει. [...] Κάποιο βράδυ, ντύνεται με ιδιαίτερη φροντίδα, διότι αποφάσισε να παρευρεθεί σε ένα κονσέρτο. Την ορχήστρα θα διευθύνει ένας οικογενειακός φίλος, ο διάσημος Νικολάι Ρουμπινστάιν. Στο πρόγραμμα γίνεται λόγος για ένα συμφωνικό ποίημα που αποτελεί προσαρμογή του δράματος του Σαίξπηρ "Η Τρικυμία". Πρόκειται για το τελευταίο έργο ενός συνθέτη για τον οποίον ακούγονται καλά λόγια: τον Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι. Η Ναντιέζντα γνωρίζει πως ο Ρουμπινστάιν εκτιμά το νεαρό δημιουργό.[...] Στο άκουσμα των πρώτων κιόλας μέτρων, νιώθει να ανασηκώνεται απ' τη γη, έρμαιο της πνοής ενός ανέμου που ήρθε απ' το υπερπέραν. Αυτό που ακούει είναι ο θόρυβος μιας λυσσασμένης θάλασσας που απειλεί το άσυλο ενός συμβολικού νησιού και η οποία γαληνεύει σιγά σιγά, μέχρι που γίνεται ένα απαλό αεράκι κι ένας αναστεναγμός της ψυχής. Αυτό το κρυφό μήνυμα, έχει την εντύπωση πως απευθύνεται μόνο σ' εκείνη ανάμεσα σε εκατοντάδες ανώνυμους ακροατές. Είναι μάλιστα τόσο συγκινημένη από αυτή την πνευματική ταύτιση, που ξεχνά να χειροκροτήσει στο τέλος του κομματιού. [...] Ενώ οι μουσικοί, όρθιοι, χτυπούν, όπως συνηθίζεται, τα όργανά τους με το δοξάρι ή με το χέρι, ο Ρουμπινστάιν φιλά τον Τσαϊκόφσκι και, γυρίζοντας προς τον κόσμο, δηλώνει με στομφώδες ύφος: "Ιδού η ρωσική μεγαλοφυΐα της εποχής μας, ο μοναδικός Τσαϊκόφσκι, δημιουργός της υπέροχης Τρικυμίας, την οποία μόλις ακούσατε χάρη σε μένα!"
(Ανρί Τρουαγιά, "Η βαρώνη και ο μουσικός", εκδ. Σοκόλη, μτφ. Ελ. Ανδριανού, σελ.8-16)
ΤΟ ΕΡΓΟ:
Η Συμφωνική Φαντασία "Τρικυμία" του Τσαϊκόφσκυ είναι φυσικά εμπνευσμένη από τον άγγλο λογοτέχνη Σαίξπηρ, που τόσο θαύμαζε και διάβαζε μανιωδώς ο συνθέτης και γράφτηκε το 1873, ενώ η πρεμιέρα του έγινε την ίδια χρονιά με τον Νικολάι Ρουμπινστάιν στο πόντιουμ.
Ο ρώσος δημιουργός πετυχαίνει μια μουσική απεικόνιση της θάλασσας και των ποικίλων διαθέσεών της. Ήρεμη αρχικά, που απότομα μεταμορφώνεται σε ταραγμένη θαλασσοταραχή, όλο ένταση και βιαιότητα καθώς αποτυπώνει το υπάκουο πνεύμα, Άριελ, να κατυθύνει μαγικά το καράβι σε ναυάγιο. Πλούσια και λεπτομερής ενορχήστρωση δημιουργεί τη συγκλονιστική ατμόσφαιρα της πλεύσης και βύθισης του πλοίου. Χαρακτηριστική είναι επίσης η δύναμη της ερωτικής αίσθησης που πραγματικά ξεχειλίζει στη Φαντασία, για να εκφράσει τα συναισθήματα μεταξύ Μιράντας και Φερδινάνδου, τόσο που αναλυτές παραλληλίζουν με τα αντίστοιχα από το "Ρωμαίος και Ιουλιέτα".
Το έργο ολοκληρώθηκε μέσα σε μόλις δέκα μέρες "σαν να τον καθοδηγούσε μία υπερφυσική δύναμη" όπως έγραψε ο Τσαϊκόφσκυ.
Tchaikovsky: "The Tempest, Symphonic Fantasia after Shakespeare, Op. Το 18" Evgeny Svetlanov:
Το Μάιο του 1876 κατά τη διάρκεια ενός Κονσέρτου της Ρωσικής Μουσικής Εταιρίας, η Ναντιέζντα πιστεύει πως τής έχει αποκαλυφθεί ένα δεύτερο σημάδι της μοίρας, όταν ακούει το "Πρώτο Κονσέρτο για πιάνο" του Τσαϊκόφσκυ, και πάλι, εκτελεσμένο από τον Σέργιο Τανέγιεφ, έναν εικοσιδυάχρονο βιρτουόζο.
"Με την έναρξη του κομματιού, οι επικοί τόνοι του Κονσέρτου την παρασέρνουν με την ορμή τους. Και δεν μπορεί παρά να σκεφτεί μ' ένα μεταφυσικό δέος πως ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν, αναστήθηκαν κι επέστραψαν στη γη με τα χαρακτηριστικά και το όνομα κάποιου άλλου. [...] Επιτρέφοντας στο σπίτι, η Ναντιέζντα αποφασίζει αμέσως να απευθυνθεί σ'αυτόν τον εξαιρετικό συνθέτη για να τού αναθέσει κάποιες μεταγραφές για τις οποίες θα τον πληρώσει αδρά:
"Αξιότιμε, Πιοτρ Ίλιτς, επιτρέψτε μου να σάς απευθύνω τις ειλικρινείς ευχαριστίες μου[...]Θα μου φαινόταν άτοπο να σάς εκφράσω το θαυμασμό μου, διότι είστε, δίχως αμφιβολία, συνηθισμένος σε επαίνους ανωτέρου επιπέδου[...] Θα σας πω μονάχα πως χάρη στη μουσική σας η ζωή γίνεται πιο εύκολη και πιο ευχάριστη"
(Ανρί Τρουαγιά, "Η βαρώνη και ο μουσικός", εκδ. Σοκόλη, μτφ. Ελ. Ανδριανού, σελ. 17-18)
ΤΟ ΕΡΓΟ:
Το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1, έργο 23 εΊναι έργο του 1875, γραμμένο στη Σι ύφ. ελ. και θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της πιανιστικής φιλολογίας. Όταν ο Τσαϊκόφσκυ έστειλε την παρτιτούρα στον πιανίστα και φίλο του, Νικολάι Ρουμπινστάιν εκείνος το χαρακτήρισε "ελαφρό και δημιουργία προχειρότητος" οπότε ο συνθέτης παρότι είχε κατά νου να τού το αφιερώσει, μετανοιωμένος στράφηκε προς τον μαέστρο και πιανίστα, φον Μπύλοβ, που εκτιμούσε τη μουσική του και εκείνο το διάστημα είχε επαινέσει ανοιχτά τον Τσαϊκόφσκι για τις συνθέσεις του.
Ο Τσαϊκόφσκυ έγραψε στη βαρώνη Φον Μεκ:
"Έπαιξα στο Νικολάι το πρώτο μέρος. Ούτε μία λέξη, ούτε μία παρατήρηση. Αν ήξερες μόνο πόσο απογοητευτικό είναι όταν κάποιος προσφέρει σε έναν φίλο του ένα “πιάτο” από το έργο του και εκείνος τρώει και παραμένει σιωπηλός... Οπλίστηκα με υπομονή και συνέχισα ως το τέλος. Πάλι σιωπή. Σηκώθηκα και ρώτησα: Λοιπόν; Εν τέλει ο Ρουμπινστάιν εκφράστηκε: ...στην αρχή ήρεμα, έπειτα όλο και περισσότερο σαν τον Δία, τον κύριο των κεραυνών...".
Θα ακούσουμε το εξαιρετικά επιβλητικό πρώτο μέρος: "Allegro non troppo e molto maestoso". Στην εισαγωγή πρωταγωνιστούν τα κόρνα που ακολουθούνται από όλα τα όργανα της ορχήστρας. Τα βιολιά σε μια "αιχμηρά κοφτή" εκτέλεση, αναδεικνύουν με το πιτσικάτο τους το κύριο θέμα-έμπνευση από λαϊκή μελωδία, που ο συνθέτης άκουσε να εκτελείται στην Ουκρανία από ένα τυφλό ζητιάνο στο δρόμο...
"Η Ναντιέζντα μαθαίνει πως ο Τσαϊκόφσκυ θα διευθύνει στο Θέατρο Μπολσόι το νέο του έργο, το "Σερβικό Εμβατήριο". [...] Προσέρχεται στο κονσέρτο... Τα πρώτα μέτρα, γεμάτα πατριωτισμό, την τραντάζουν ως τα βάθη της ψυχής της. Ο στρατιωτικός ρυθμός των χάλκινων πνευστών ξυπνά το μαχητικό της πνεύμα.[...] Εκείνος, δεν μοιάζει να συμμετέχει στην εορταστική ατμόσφαιρα. Καθοδηγεί τους μουσικούς διστακτικά, με σκυμμένο κεφάλι σαν να τον έχει τρομάξει η λαίλαπα που εξαπολύει. Θα έλεγε κανείς πως δεν είναι ο δημιουργός αυτού του θριαμβευτικού εμβατηρίου. Στο τέλος αποκαμωμένος, χαιρετά αδέξια το κοινό και καταφεύγει στα παρασκήνια[...] Είναι άραγε τόσο ντροπαλός όσο και μεγαλοφυής; Αυτή η υπόθεση τον κάνει πιο ελκυστικό στα μάτια της[...] Ξεχειλίζει από αισθήματα μητρικής τρυφερότητας απέναντι σ' αυτόν τον ώριμο άντρα, που ήδη ξέρει πως δεν μπορεί παρά να' ναι ένα μεγάλο παιδί"
(Ανρί Τρουαγιά, "Η βαρώνη και ο μουσικός", εκδ. Σοκόλη, μτφ. Ελ. Ανδριανού, σελ. 22-23)
ΤΟ ΕΡΓΟ:
O Τσαϊκόφσκι το 1876 και για τον εορτασμό της Ρωσικής επέμβασης στον Σερβοτουρκικό πόλεμο συνέθεσε το "Σέρβικο Εμβατήριο- Marche slave". Η ανάθεση της σύνθεσης έγινε από τη Ρωσική Μουσική Εταιρεία προκειμένου να εκτελεστεί σε Φιλανθρωπική Συναυλία του Ερυθρού Σταυρού, τα έσοδα της οποίας θα διοχετεύονταν στους Σέρβους τραυματίες του πολέμου.
Το φολκλόρ ύφος είναι και εδώ εμφανές, καθώς ο συνθέτης χρησιμοποιεί ως μοτίβα του λαϊκα σερβικά τραγούδια συνδυασμένα και αρμονικά επεξεργασμένα με τον Εθνικό ύμνο της Ρωσίας. Στο πόντιουμ και σε αυτή την πρεμιέρα ήταν ο Νικολάι Ρουμπινστάιν.
Tchaikovsky: "Marche slave, Op. 31" / Zubin Mehta
Καθώς σύμφωνα με το ρωσικό πρωτόκολλο καλλιτέχνης και πάτρονας θεωρούνταν ίσοι, συχνά οι πρώτοι αφιέρωναν μουσικές συνθέσεις τους ώστε πέρα από την ένδειξη εκτίμησης να επιβεβαιώσουν αυτή την ισοτιμία. Ο Τσαϊκόφσκι αφιέρωσε στην προστάτιδά του Ναντιέζντα φον Μεκ την 4η Συμφωνίατου.
Παρότι δεν συναντήθηκαν ποτέ, συγγένεψαν καθώς ο Νικολάι, ο γιος της Ναντιέζντα, παντρεύτηκε την ανιψιά του Tσαϊκόφσκυ.
Κι αν αναρωτηθείτε, ούτε στο γάμο συναντήθηκαν, αφού μόνο ο συνθέτης παρευρέθηκε. Η Ιστορία της Μουσικής έχει διασώσει τις πολύτιμες επιστολές τους...
Πολύ περίεργος όρος, Ελπίδα μου πραγματικά! Η Ναντέζντα φον Μεκ υπήρξε μια αριστοκράτισσα, δεσποτική μητέρα στα παιδιά της, τόσο που ήταν εξαιρετικά ενοχλητικό να ανακατεύεται στις ζωές τους. Έβλεπε τον Τσαϊκόφσκυ σαν τον "υπεράνθρωπο" του Νίτσε και δεν ήθελε να διαλυθεί αυτή η μαγεία. Αντάλλαξαν πάνω από 1000 επιστολές οι δύο τους μέχρι αυτή να του ζητήσει να τις καταστρέψει. Ο Τσαϊκόφσκυ την διαβεβαίωσε, αλλά δεν τις κατέστρεψε ποτέ κι έτσι μάθαμε πόσα προσωπικά του μυστικά της φανέρωνε. Μαγευτικό, αριστοτεχνικό, δεξιοτεχνικό το κοντσέρτο για πιάνο και πολύ αγαπημένο σε πιανίστες κι ακροατές κι αναρωτιέμαι γιατί ο Ν. Ρουμπινστάιν δεν εξεφράσθη θετικά. Μεγαλειώδες και εμψυχωτικό το Σέρβικο εμβατήριο! Ευχαριστούμε πολύ, αγαπημένη μου Ελπίδα για το υπέροχο άρθρο σου και την υπενθύμιση της γενέθλιας μέρας της σπουδαίας αυτής χορηγού και υποστηρίκτριας των τεχνών και κυρίως της μουσικής. Καλό βράδυ! ❤
Λαϊκό είδωλο στην πατρίδα του, που η ημερομηνία γέννησής του "6 Φλεβάρη" τιμάται ως Εθνική γιορτή. Από τους διασημότερους καλλιτέχνες της ρέγγε. Μπομπ Μάρλεϊ... Τζαμαϊκανός... Από πατέρα λευκό και μητέρα μαύρη... Ως μιγάς, βίωσε το ρατσισμό λόγω της ανάμικτης καταγωγής του. Ο ίδιος κάποτε είχε δηλώσει σχετικά:
"Δεν είμαι σε καμία πλευρά.
Ούτε στην μαύρη, ούτε στην λευκή.
Είμαι στου Θεού την πλευρά.
Αυτού που με έπλασε και με έκανε να προέρχομαι από την μαύρη και την λευκή".
Αν και πέθανε νέος, μόλις 36 ετών, απέκτησε μεγάλη φήμη και καταξιώθηκε σαν καλλιτέχνης. Στα τραγούδια του ύμνησε τον έρωτα, την ανεξαρτησία, την ελευθερία...
Ξεχωρίζω και αγαπώ πολύ το "Redemption Song". Μια δημιουργία από το τελευταίο του άλμπουμ, που τους στίχους του εμπνεύστηκε από μια ομιλία του πολιτικού ηγέτη και ρήτορα Marcus Garvey:
"…Απελευθερώστε τον εαυτό σας από την σκλαβιά του νου.
Μόνο εμείς μπορούμε να αποδεσμεύσουμε το μυαλό μας..."
Σε αντίθεση με τα περισσότερα κομμάτια του Μάρλεϊ, στο συγκεκριμένο ο καλλιτέχνης τραγουδά και παίζει ακουστική κιθάρα, χωρίς συνοδεία. Την εποχή που έγραψε το τραγούδι, γύρω στο 1979, ο Μπομπ είχε διαγνωστεί με καρκίνο. Πολλοί λένε πως μέσα από την αρμονική απλότητα και τη μοναχικότητα αυτού του τραγουδιού εκφράζεται ο κρυφός του πόνος...
Ό,τι λέει, ό,τι προτρέπει ο στίχος του, μού ακούγεται κλάμα... Κλάμα που σκεπάζει τη φωνή του ανέμου, τρυφερό μουρμουρητό, αδιάφορο σε όποια πληγή σιγοτρώει την ύπαρξή του. Μόνη έγνοια να θυμίσει πως έχει φτερά ο νους να πετάξει... Κλάμα πεισμωμένο, προκαλεί σμιχτά μελανά χείλια να δαγκωθούν, να φωνάξουν... Ελευθερία του νου, λύτρωση! Πέταγμα γλάρων εκεί που ευδοκιμούν όνειρα...
Το κείμενο δημοσιεύτηκε και στο ηλεκτρονικό περιοδικό iporta.gr
"Ο Κλάουντιο Αρράου άρχισε να παίζει. Σοπέν, το Νυχτερινό σε φα δίεση ελάσσονα. [...] Ο Αράου θεωρείται ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ των πιανιστών, σκέφτομαι. Ο αληθινός εραστής, που όλες του οι ιστορίες χαρακτηρίζονται από αχαλίνωτο πάθος. Και αυτό όμως το στοιχείο του Αράου είναι συγκρατημένο, αλλά όχι αόρατο, ακριβώς όπως και το παίξιμό του: πάντοτε πένθιμο, στα όρια του μελαγχολικού. Κάτω από αυτή τη συστολή, ωστόσο, κρύβονται συναισθήματα που κοχλάζουν..." (Kέτιλ Μπγιόρνσταντ: "Η λέσχη των νέων πιανιστών", εκδ.Πόλις, σελ.281)
Eίναι πιανίστας, που θαυμάζω απεριόριστα, γιατί καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στην δεξιοτεχνική τελειότητα και την βαθειά εμπνευσμένη ερμηνευτική δύναμη! Τον θαυμάζω όμως και για τις απόψεις του σχετικά με την ανάπτυξη μιας "ολοκληρωμένης" καλλιεργημένης προσωπικότητας. Πίστευε στην αλληλεπίδραση των τεχνών, προέτρεπε για μελέτη κλασικών συγγραφέων, ιστορίας, τις επισκέψεις Μουσείων και θεατρικών παραστάσεων. "Όλ’αυτά, -έλεγε-, επιδρούν και φαίνονται στην ερμηνεία!!" Και νομίζω, έχει δίκιο γιατί οι ερμηνείες υψηλού επιπέδου απαιτούν συνδυασμό φυσικών και πνευματικών προσόντων.
Ας επιστρέψουμε όμως στο απόσπασμα από το εκπληκτικό μυθιστόρημα του Μπγιόρνσταντ... Παραλληλίζει τον Χιλιανό δεξιοτέχνη του πιάνου, φημισμένο για τη ρωμαλεότητα της τεχνικής του με τον Χάμφρει Μπόγκαρτ... Ποτέ δεν το είχα σκεφτεί, αλλά θα'λεγα πως είναι απόλυτα ακριβής... Ας αναλογιστούμε το δυναμισμό που συνυπάρχει με την ευαισθησία στο "Γεράκι της Μάλτας", έναν ρόλο στον οποίο άφησε εποχή ο Μπόγκαρτ,....μα και στη θρυλική "Καζαμπλάνκα", που υποδύεται έναν ήρωα απόμακρο, που πίσω από την επιφανειακή σκληρότητά του υποβόσκει μια έντονη συναισθηματικότητα! Κάπως έτσι δεν είναι στις εκτελέσεις του ο μεγάλος και αγαπημένος πιανίστας, Κλάουντιο Αράου;
"Ο Αράου άρχισε να παίζει. Σοπέν, το Νυχτερινό σε φα δίεση ελάσσονα...", γράφει ο Μπγιόρνσταντ...
Το συγκεκριμένο Νυχτερινό αποτελεί δείγμα ωριμότατης πιανιστικής γραφής και συνθετικής σκέψης. Είναι το δεύτερο από το ζευγάρι του op. 48, που έγραψε ο Σοπέν το 1841 και αφιέρωσε στην δεσποινίδα Laure Duperré. Πολλοί, λόγω της κυλαριστής, ρέουσας μελωδίας το χαρακτηρίζουν ως "μπαλάντα σε μικρογραφία, λεπτεπίλεπτη και καταπραϋντική".
Claudio Arrau, Chopin: "Nocturne Op. 48 No 2"
Ο Κλάουντιο Αράου γεννήθηκε σαν σήμερα, 6 Φλεβάρη 1903.
Μάλλον κληρονόμησε το ταλέντο και την αγάπη για τη μουσική από τη μητέρα του που ήταν ερασιτέχνις πιανίστα. Από κείνη πήρε και τα πρώτα μαθήματα. Υπήρξε παιδί-θαύμα και αναγνώριζε νότες και άλλα μουσικά σύμβολα στο πεντάγραμμο πολύ πριν μάθει ανάγνωση. Σε ηλικία 4 ετών μελετούσε τις σονάτες του Μπετόβεν, δίνοντας το πρώτο του ρεσιτάλ ένα χρόνο αργότερα. Στα έξι εντυπωσίασε τον Πρόεδρο της Χιλής Pedro Montt με τη δεξιοτεχνία του που μερίμνησε ώστε ο Κλάουντιο να φύγει για σπουδές στη Γερμανία με κρατική υποτροφία, όπως κι έγινε. Η εξέλιξή του αντάμειψε την απόφασή του...
Είχε ταλαιπωρήσει το συνθέτη αφάνταστα από την αρχή του γάμου τους. Δεσποτική, δύστροπη, κυκλοθυμική, με τις διαθέσεις της να μεταβάλλονται διαρκώς...' Όμως η γερμανίδα υψίφωνος Παουλίνε ντε Άννα βρισκόταν πίσω από πολλές εμπνεύσεις του Στράους, καθώς εκείνη αποτελούσε τη Μούσα του...και κείνος, αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της υπέμενε κάθε ιδιορρυθμία της...
"Είναι πολύπλοκος χαρακτήρας, μπορείς να την πεις και διεστραμμένη,
είναι όμως απόλυτα θηλυκή, άκρως αισθησιακή...
με τις διαθέσεις της να εναλλάσσονται διαρκώς και ποτέ να μην είναι η στιγμή ίδια
με την προηγούμενη, μαζί της...",
είχε εκμυστηρευτεί ο Ρίχαρντ Στράους στον Ρομαίν Ρολάν...
Ισως αυτό το στοιχείο της ήταν που έλκυε περισσότερο το συνθέτη... Η ποικιλία των στιγμών, που άλλαζαν αποχρώσεις ακαριαία, σβήνοντας οποιαδήποτε υπόνοια ανίας και μονοτονίας...
Η Παουλίνε ντε Άννα γεννήθηκε σαν σήμερα 4 Φλεβάρη 1863 στο γερμανικό Ίνγκολστατ κι ευτύχησε να βρίσκεται στο πλάι ενός κορυφαίου συνθέτη για την οποία μάλιστα είχε γράψει πολλούς οπερατικούς ρόλους... Παρόλες τις ιδιοτροπίες, την αλαζονεία και τις εκκεντρικότητες της Παουλίνε, με τη μακριά γλώσσα και τα απότομα ξεσπάσματα, ο γάμος τους κατά τον Στράους, ήταν μάλλον ευτυχής, με την προσωπικότητα και το ταμπεραμέντο της να γίνεται συχνά πηγή έμπνευσης για τον άντρα της.
Ένα μουσικό πορτραίτο της χτίζει ο Στράους στο συμφωνικό ποίημά του: "Η Ζωή ενός ήρωα, op.40", ένα έργο αυτοβιογραφικό στο οποίο πίσω από την ανωνυμία του πρωταγωνιστή του, ο Στράους αντιμάχεται τους κριτικούς της εποχής του, που τον βομβάρδιζαν με τις κακίες τους, μη μπορώντας να κατανοήσουν τη νεωτεριστική, μουσική του γλώσσα. Συνοδοιπόρο και στυλοβάτη σε αυτή τη μάχη είχε τη σύντροφό του, που παρότι περίπλοκη, δύστροπη και κυκλοθυμική, τόνωνε το ηθικό του, έδινε δύναμη και εμψύχωνε την καλλιτεχνική υπόστασή του να μην τα παρατήσει. Η Παουλίνε παρέμενε πιστή κι αφοσιωμένη στην τέχνη του Ρίχαρντ!
Το τρίτο μέρος του παραπάνω συμφωνικού ποιήματος έχει τίτλο: "Η σύντροφος του ήρωα" στηρίζεται σε μια μελωδία που εκτελείται από σόλο βιολί, ακολουθώντας μια γραμμή άλλοτε τρυφερή κι άλλοτε άγρια και βάναυση, με τοξοτά και ξύλινα πνευστά να εναλλάσσονται με σύντομες παρεμβολές δηλώνοντας την παρουσία της Παουλίνε με ευφυέστατο τρόπο. Μια μακροσκελής καντέντσα, περισσότερο μελωδική, οδηγεί στο νέο θεματικό υλικό, που καταλήγει σε φανφαρόζικες εκρήξεις των χάλκινων προς στιγμήν, ενώ σταδιακά γαληνεύει και αποσύρεται σκιαγραφώντας μια εκστασιακή, ερωτική σκηνή. Η έκθεση και ανάπτυξη των θεμάτων περίτεχνη μέσα στην πολυπλοκότητά τους, καθορίζουν με την αντίθεσή τους στο ρυθμό και το ύφος, το ποτραίτο της Παουλίνε... Η coda ολοκληρώνει το σκίτσο της εκκεντρικής γυναίκας, που αποτέλεσε μια μεγάλη πηγή έμπνευσης για τον ίδιο το δημιουργό, που φαίνεται να πίστεψε στον έρωτα καθώς είναι αυτός που σε βοηθά να ζεις και να δημιουργείς.
Διαφανής και ατμοσφαιρική η γραφή του Στράους, αναδεικνύει με ευφυέστατο τρόπο την ιδιορρυθμία μιας προσωπικότητας σε ένα έργο που το χαρακτηρίζει έντονη θεατρικότητα, ευφάνταστο ύφος και ευρηματική ενορχήστρωση. Λαμπρή, σφριγηλή, δυναμική η εκτέλεση μάς βαφτίζει θεατές σκηνών απείρου κάλλους ανάμεσα στο ζευγάρι, που εδώ τον πρώτο λόγο τον έχει η εκρηκτική Παουλίνε!
Richard Strauss : Ein Heldenleben, Op. 40: III(7:29)
Το κείμενο δημοσιεύτηκε και στο ηλεκτρονικό περιοδικό iporta.gr
O Γιώργος Σικελιώτης υπήρξε από τους σπουδαιότερους Έλληνες ζωγράφους και χαράκτες.
Η θεματολογία του περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια, τη μητρότητα, την εργατιά, την προσφυγιά, τις κακουχίες του πολέμου και τις συνέπειές του, το θάνατο και τους αναπήρους, τη φτώχεια και την πείνα, την Κατοχή και την Αντίσταση.
Στους καμβάδες του απεικονίζεται η αγωνία των κατατρεγμένων της ζωής, η βιοπάλη και ο σκληρός, καθημερινός αγώνας για επιβίωση, αλλά και η χαρά της ψυχής από τα μικρά και απλά...
Εμπνεύστηκε επίσης από τη βυζαντινή και τη λαϊκή μας παράδοση με το σύνολο του έργου του να μαρτυρά το σεβασμό και την αγάπη στη λαϊκή δημιουργία και πολιτισμό.
Τις φιγούρες του χαρακτηρίζουν τα μεγάλα άκρα, η ακαμψία και στιβαρότητα, τα ανέκφραστα πρόσωπα με το έντονο βλέμμα.
"Ποντιακός χορός", Γιώργος Σικελιώτης
Αγαπούσε πολύ τη λαϊκή, ρεμπέτικη μουσική και θεωρούσε συγκλονιστικό το ηχόχρωμα του μπουζουκιού.
Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στη φωνή της Γιώτας Λύδια, τραγουδίστρια για την οποία είχε εκφράσει την επιθυμία να ζωγραφίσει...
Οι επιτυχίες της τον συντρόφευαν την ώρα που ζωγράφιζε τους καμβάδες του, ενισχύοντας το δημιουργική του διάθεση...
Ήταν και κείνη μικρασιάτισσα και τον προσέλκυσε το σπάνιο μέταλλο της φωνής της, η ευχέρειά της να ερμηνεύει με ευκολία κάθε είδος τραγουδιού, από αμανέδες, νησιώτικα και απτάλικα, ως σμυρναίικα, ζειμπέκικα και τσιφτετέλια, αλλά κυρίως η σεμνότητα και ταπεινότητά της.
Πιο αγαπημένο του από τα τραγούδια της, όπως είχε εκμυστηρευτεί στον Πάνο Γεραμάνη, ήταν το τραγούδι: "Η αγάπη δεν είναι παράνομη", γνωστό και με τον τίτλο: "Πανικός", σε στίχους και μουσική του Μπάμπη Μαρκάκη.
"Ο Φέλιξ Μέντελσον το 1830", ακουαρέλα του James Warren Childe
"Βενετία, 10 Οκτωβρίου 1830.
Αγαπημένοι μου,
Eπιτέλους, Ιταλία! Βιώνω αυτό που σε όλη μου τη ζωή θεωρούσα ως τη μεγαλύτερη δυνατή ευδαιμονία, και το απολαμβάνω. Η μέρα ήταν τόσο πλούσια σε συγκινήσεις, που τώρα που βράδιασε, αγαπητοί μου γονείς, βρίσκω το χρόνο να συμμαζέψω τις σκέψεις μου, για να σας ευχαριστήσω που μου χαρίσατε τέτοια ευτυχία. Και σας, αγαπημένα μου αδέρφια και αδερφές, σας σκέφτομαι συνεχώς. Παύλο, πόσο θα χαιρόμουν να ήσουν εδώ μαζί μου, να απολαύσεις τις περιηγήσεις στη λιμνοθάλασσα και τα κανάλια....Χένσελ, πρέπει να σου πω ότι η "Κοίμηση της Θεοτόκου" του Τιτσιάνο είναι έργο θεϊκό, το τελειότερο που έχει δημιουργήσει ποτέ, ανθρώπινο χέρι...
Κάθε ώρα, κάθε στιγμή έφερνε μαζί της τόσα πολλά αυτή την πρώτη μέρα μου στη Βενετία, που θα μείνουν στη ζωή μου, αλησμόνητα!
Mε το ζωγραφικό ταλέντο του ο Μέντελσον απεικονίζει τη "Γέφυρα των Στεναγμών" (themendelssohnproject)
Μετά την "Κοίμηση", ακολούθησε η επίσκεψη στο Palazzo Manfrini, μια θαυμάσια πινακοθήκη. Στη συνέχεια παρακολούθησα μια συναυλία με όργανο σε μια εκκλησία, που θαύμασα και τον "Άγιο Πέτρο" του Τιτσιάνο. Έπειτα βόλτα στην τεράστια πλατεία και το απoμεσήμερο αγνάντεμα στην Αδριατική... Επισκέφτηκα τους δημόσιους κήπους. Είδα ανθρώπους να γευματίζουν ξαπλωμένοι στο γρασίδι. Κατόπιν επέστρεψα στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου την ώρα του δειλινού πηγαινοέρχεται πλήθος κόσμου. [...]
Ήταν αρκετά σκοτεινά όταν φτάσαμε στο Μέστρε χθες το βράδυ. Επιβιβαστήκαμε σε μια γόνδολα και μέσα στη βουβή ηρεμία -σαν νεκρική σιγή- της ατμόσφαιρας, φτάσαμε στη Βενετία. Ο γονδολιέρης κωπηλατούσε όρθιος, με τη γόνδολα να γλιστρά αθόρυβα στους υδάτινους δρόμους, κάτω από αμέτρητες γέφυρες, χωρίς ήχο από κόρνες, ή κροτάλισμα των τροχών κάποιας άμαξας... Όσο πλησιάζαμε ο κόσμος πλήθαινε...Πέρα από το θέατρο ήταν στοιβαγμένες κι άλλες γόνδολες που περίμεναν τ αφεντικά τους...Δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Μάρκου, τα Λιοντάρια, το παλάτι των Δόγηδων και η Γέφυρα των Στεναγμών. Η γαλήνη της νύχτας ενίσχυε τη χαρά μου στη θέα -έστω και στο μισοσκόταδο- των γνωστών Βενετσιάνικων μνημείων...
Και να λοιπόν, βρίσκομαι στη Βενετία!
Φέλιξ"
("Letters of Felix Mendelssohn", Gutenberg Books, σε προσαρμογή δική μου)
"Venice", Canaletto
Από τον Οκτώβριο του 1830 ως τον Ιούλιο του 1831 ο Φέλιξ Μέντελσον πραγματοποιεί ένα ταξίδι στην Ιταλία. Τη διασχίζει κουβαλώντας μαζί του έναν εξαιρετικό "τουριστικό οδηγό": Το "Ταξίδι στην Ιταλία" του Γκαίτε. Κι ακολουθεί βήμα προς βήμα τη διαδρομή που πενήντα χρόνια πριν είχε διανύσει ο γηραιός φίλος του.
Από όσα μεταφέρει στην παραπάνω επιστολή του ο εικοσάχρονος Φέλιξ μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τον ενθουσιασμό του από την πρώτη του επίσκεψη στη Βενετία... Ήταν προχωρημένη η ώρα που έφτασε στην πόλη, όμως ακόμα και στα σκοτεινά η περιήγησή του με τη γόνδολα στην πόλη που γνώριζε από τα γραπτά του γηραιού του φίλου Γκαίτε, τον γοήτευσε...Το να διακρίνει τα περιγράμματα των περίτεχνων κτισμάτων, των γεφυρών και τον τραμπαλισμό των πλοιαρίων στη λιμνοθάλασσα ήταν ό,τι πιο αισθησιακό... Μια συναρπαστική εναρκτήρια εμπειρία που πρόσφερε η πόλη στον 20χρονο Μέντελσον.
Φέλιξ Μέντελσον, Eduard Bendemann
Φαίνεται πως οι γόνδολες εντυπωσίασαν εξαιρετικά τον Μέντελσον, τόσο που άμεσα άρχισε να δουλεύει μια σύνθεση, που θα τής έδινε τον τίτλο: "Βενετσιάνικη γόνδολα". Το έργο ολοκληρώθηκε μέσα σε μια εβδομάδα και όπως ο ίδιος δήλωσε "είχε βάλει στη μελωδία και τα μοτίβα της ολάκερη την ψυχή του..."
Όπως εκμυστηρεύτηκε στη Φάννυ, το εμπνεύστηκε από την γνωριμία του με μιαν "αριστοκράτισσα, λεπτή, ξανθιά, γαλανομάτα και με λευκά χέρια". Εννοούσε την πανέμορφη γερμανίδα πιανίστα, Delphine von Schauroth, κόρη βαρώνου, που ζούσε στο Μόναχο και ο συνθέτης είδε το 1830 σε μια περιοδεία του. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε βαθιά φιλία. Πολλοί, μιλούν και για πλατωνικό ειδύλλιο, που ίσως να αληθεύει, αφού αντάλλαξαν μουσικές αφιερώσεις.
Το "Venetian Gondola Song", θα ενταχθεί αργότερα στα "Τραγούδια χωρίς λόγια", op. 19b...
Tα "Τραγούδια χωρίς λόγια" είναι συλλογή οκτώ πιανιστικών κύκλων, καθένας από τους οποίους περιλαμβάνει έξι λυρικές συνθέσεις.
Όταν κάποτε ο Marc-André Souchay προσπάθησε να βάλει στίχους στις μελωδίες αυτές του Μέντελσον, ο συνθέτης αντέδρασε λέγοντας πως:
"Αγαπώ αυτό που εκφράζει η μουσική μου, που δεν είναι καθόλου αόριστο για να εκφραστεί με λόγια. Αντίθετα, είναι πολύ συγκεκριμένο... Οι λέξεις, άλλο σημαίνουν για τον καθένα μας... Το συναίσθημα όμως που γεννούν είναι το ίδιο, συναίσθημα που δεν εκφράζεται, ωστόσο, με τις ίδιες λέξεις".
Κι έχει δίκιο ο Μέντελσον! Μια προσεκτική ακρόαση των "Τραγουδιών χωρίς λόγια" μάς πείθει πως οι λέξεις είναι περιττές...Η μουσική αναλαμβάνει το ρόλο του αφηγητή, του ρήτορα...της γλώσσας της ψυχής και μάς το φανερώνει μέσα από αυτή τη συλλογή του...
Θα ακούσουμε το "Venetian Gondola Song" από την Ρένα Κυριακού, ερμηνεία με το προσωπικό στυλ της πιανίστριας, που διακρίθηκε για τη σημαντική της έρευνα στη μουσική πιάνου του Φέλιξ Μέντελσον και ηχογράφησε το πλήρες έργο του. Ο ήχος της χαρακτηρίζεται από μια ευρεία παλέτα χρωματικού τόνου.
1. Lieder ohne Worte, Op. 19b : VI. "Venetian Gondola Song" / Ρένα Κυριακού:
Οι μακρόστενες, με επίπεδο πάτο βάρκες που σεργιανίζουν στα βενετσιάνικα κανάλια αναδύουν αναμφίβολα ρομαντισμό και γεννούν τρυφερές, αισθησιακές εικόνες και σκέψεις μια αγνής, όμορφης εποχής... Η γραφική γόνδολα, που ας θυμηθούμε προέρχεται από την ελληνική λέξη "κοντούρα=με κοντή ουρά", δηλαδή το μικρό πλοίο, σαγήνευσε πληθώρα καλλιτεχνών. Όμως, ο αθεράπευτα ρομαντικός Μέντελσον είναι εκείνος που το ταξίδι της μικρής βάρκας στα αβαθή νερά των Βενετσιάνικων καναλιών, γοήτευσε περισσότερο, γεγονός που το μαρτυρούν οι παραπάνω της μιας συνθέσεις με θέμα τη γόνδολα:
"Venice gondolas", John Singer Sargent
Εκτός από το "Venetian Boat Song" σε σολ ελ. που ακούσαμε από την Ρένα Κυριακού, ο Μέντελσον έγραψε συνολικά 5 κομμάτια εμπνευσμένα από τη γόνδολα.
Πέντε χρόνια μετά την πρώτη επίσκεψη στη Βενετία και τη σύνθεση του Ν.6 από το Op. 19b , συνθέτει το ομότιτλο Ν.6 από το Op. 30 σε φα δίεση ελ. και ακoλουθεί εκείνο σε λα ελ. από το Op.62 το 1841.
Επιπλέον, πρέπει να αναφέρουμε τη θαυμάσια "Βαρκαρόλα" του 1837 κι ένα "Gondellied" που είχε συνθέσει ενδιάμεσα, ένα ορμητικό, ταραχώδες Presto agitato, το Ν.3 του Op.53.
Όλες, συνθέσεις με ποιητική καλαισθησία, που συνδυάζουν τη ρομαντική φύση του δημιουργού με την κλασική παιδεία του. Δημιουργίες, στις οποίες αντανακλώνται ο άφθαστος λυρισμός, η τρυφερότητα και η ευαισθησία της ευγενικής ψυχής του, αλλά και το αισιόδοξο πνεύμα του...
Βαρκαρόλες ... Τραγούδια χωρίς λόγια εν πλώ, με μελωδίες που μας καλούν να στροβιλιστούμε με κομψότητα στον 6/8ων ρυθμικό τους κυματισμό...
Η ρυθμική αγωγή των 6/8 είναι το κύριο χαρακτηριστικό της λεμβωδίας ή βαρκαρόλας(από την ιταλική λέξη barca = βάρκα) και παραπέμπει στο λίκνισμα της γόνδολας...
2. Lieder ohne Worte, Op. 30: VI. "Venetian Gondola Song"/ Barenboim:
Αναδύεται ο πολύχρωμος κόσμος της ιταλική πόλης. Ένα μίγμα κουλτούρας, αγάπης για την τέχνη, λατρείας για το ωραίο...
Ο θαυμασμός του Μέντελσον για τη Βενετία είναι απαράμιλλος και τον εκφράζει γενναιόδωρα με τις μουσικές εμπνεύσεις του. Η Βενετία "μια πόλη-μουσείο γεμάτη θησαυρούς, και συγχρόνως μια βουβή, πεθαμένη πόλη", σκιαγραφείται αριστουργηματικά με τις μουσικές πινελιές του...
4. Mendelssohn: "Gondellied" in A major [1837] / Barenboim:
Η ποιητικότητα της ατμόσφαιρας της πόλης, τον εμπνέει...
5. Lieder ohne Worte, Op. 53: ΙΙΙ: "Gondellied" in G Minor / Barenboim:
Ο Φέλιξ Μέντελσον γεννήθηκε στο Αμβούργο στις 3 Φεβρουαρίου 1809.
Στο μπλογκ υπάρχουν πολλά κείμενα που τον αφορούν. Περιηγηθείτε!
Γεννήθηκε σαν σήμερα, 2 Φλεβάρη 1882 στην Ιρλανδία κι έμελλε να γίνει ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες του 20ού αιώνα.
Ο Τζαίιμς Τζόυς προερχόταν από μια οικογένεια, που αν μη τι άλλο αγαπούσε τη μουσική.
Ο πατέρας του υπήρξε χορωδός, η μητέρα του πιανίστα, και η μουσική πάντα έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.
Ο ίδιος είχε ωραία φωνή τενόρου, έπαιζε πολλά μουσικά όργανα, μεταξύ των οποίων πιάνο και κιθάρα, ήταν προικισμένος με εξαίρετο αυτί...συνέθετε κιόλας...
Αν δεν είχε γίνει συγγραφέας, θα μπορούσε να ήταν ένας επαγγελματίας μουσικός. Ήταν λάτρης κυρίως της όπερας, εξάλλου είναι γνωστό πως ο Τζόυς προώθησε τον ιρλανδικής καταγωγής τενόρο Τζον Ο’ Σάλιβαν.
Η μουσική είναι παρούσα και στα έργα του φυσικά, με την τέχνη των ήχων να ενσωματώνεται μαεστρικά στις λογοτεχνικές αράδες του...
Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα απ΄το 4ο κεφ. του "Οδυσσέα" του, ένα μυθιστόρημα όπου αφηγείται τις περιπλανητικές συναντήσεις του ήρωά του στο Δουβλίνο κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης ημέρας, με ευφυείς παραλληλισμούς με τα πρόσωπα της Ομηρικής Οδύσσειας. Ο Τζόυς άρχισε να συγγράφει τον "Οδυσσέα" του το 1914. Το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε μετά από επτά χρόνια και εκδόθηκε την ημέρα των γενεθλίων του Τζόυς, 2 Φεβρουαρίου 1922.
Ο Τζόυς σε αυτό το αριστουργηματικό του πόνημα για να υπογραμμίσει την αφήγηση και να προσθέσει βάρος στους χαρακτήρες του παρεμβάλλει επεισόδια και θέματα από την τέχνη της μουσικής, που γνώριζε καλά.
Ο ήρωας Λέοπολντ Μπλουμ είναι παντρεμένος με την πριμαντόνα Μόλλυ:
"Έκανε τα ελατήρια να κουδουνίσουν καθώς σηκώθηκε απότομα με τον ένα αγκώνα ακουμπισμένο στο μαξιλάρι...Η ζέστα του κορνιασμένου σώματός της διαχύθηκε στον αέρα σμίγοντας με την ευωδιά του τσαγιού που σερβίρισε.
Μια λωρίδα σκισμένου φακέλου ξεπρόβαλε από το ζαρωμένο μαξιλάρι.
[...]
-"Από ποιον ήταν το γράμμα;", ρώτησε.
(Έντονη γραφή, Μάριον)
-Ω!Από τον Μπόυλαν, είπε. Θα φέρει το πρόγραμμα.
-Τι θα τραγουδήσεις;
-"La ci Darem" με τον J.C Doyle, είπε, και της "Αγάπης το παλιό, γλυκό τραγούδι"
Τα σαρκώδη χείλη της χαμογελούσαν...
[...]
-Τι ώρα είναι η κηδεία;, ρώτησε
-Στις έντεκα, νομίζω.Δεν είδα την εφημερίδα.
[...]
Ο Λέοπολντ αισθανόταν να διχάζεται."Voglio e non vorrei"...
Aναρωτήθηκε αν εκείνη θα το προφέρει σωστά.Voglio..."
***
James Joyce(Dublin)
Ο λογοτέχνης, φίλοι της μουσικοπαρέας, θα καταλάβατε πως αναφέρεται (σκόπιμα παραφράζοντας τη λέξη) , στη φράση: "vorrei e mi vorrei, Mi trema un poco il cor...Θέλω μα δεν τολμώ" από το διάσημο ντουετίνο του "Ντον Τζοβάννι" του Μότσαρτ.
Αρκετές σελίδες πιο κάτω ο Τζόυς εμφανίζει τον ήρωα με καρφωμένη τη Μοτσάρτια μελωδία στο μυαλό του:
Με κάθε καιρό και σε κάθε τόπο, πληρωμένοι πότε με την ώρα και πότε με την απόσταση,
χωρίς η δική τους θέληση να παίζει κανένα ρόλο.Voglio e non....
Μου αρέσει να τους δίνω πότε πότε κανένα τσιγάρο, σκέφτηκε σιγομουρμουρίζοντας:
"La ci darem la mano.La la lala la..."... [...] Κοίταξε το ρολόι του.Έντεκα και είκοσι.Θα έχει σηκωθεί η Μόλλυ τώρα. Θα χτενίζεται μουρμουρίζοντας voglio e non vorrei... Θα ψάχνει τις άκρες των μαλλιών της να δει αν έχουν ψαλίδα. Mi trema un poco il...Η φωνή της είναι όμορφη στο tre. Ένας τόνος κλάματος.Μια εκτίναξη...
***
Το ντουετίνο ακούγεται στην πρώτη πράξη της πολυαγαπημένης όπερας , όπου ο διάσημος καρδιοκατακτητής προσπαθεί να αποπλανήσει τη νεαρή και χαριτωμένη Zerlina…, με κείνη να διχάζεται ανάμεσα στην πίστη στον αρραβωνιαστικό της και τη φλόγα του έρωτα, που σιγοκαίει μπρος της!...Βρίσκεται "εδώ κι εκεί"..."θέλει, μα δεν τολμά-vorrei e mi vorrei".
Πάνω στο μουσικό μοτίβο του ντουέτου, που ενθουσιάζει κάθε ακροατή, γράφτηκαν πλήθος παραλλαγών. Όμως γι'αυτές έχω αναφερθεί και παλαιότερα εδώ.
Προτείνω να το ακούσουμε με τον ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΕΡΟ (κατά ομολογία μουσικοκριτικών) "Δον Ζουάν": Eberhard Wachter! Έναν από τα σπουδαιότερους βαρύτονους, που τραγούδησε το ρόλο σε 50 σχεδόν παραστάσεις περισσότερο από κάθε άλλο τραγουδιστή στη σύγχρονη εποχή!
La ci darem la mano: Σάλτσμπουργκ 1960
Herbert von Karajan / Eberhard Wächter / Graziella Sciutti