Γεννήθηκε την τελευταία ημέρα του 1747 στη Σαξονία, γιος ενός Λουθηρανού πάστορα, που από νωρίς έδειξε ιδιαίτερη κλίση στο μοναχισμό, αλλά και την ποίηση. Τελικά, σπούδασε θεολογία και νομικά.
από την απιστιά του
[...]
[...]
"Lenore", Ary Scheffer |
![]() |
"The Ballad of Lénore", Horace Vernet |
1. Το διάστημα 1857 - 1858, ο Φραντς Λιστ συνέθεσε το πρώτο από πέντε έργα που έγραψε για αφηγητή και πιάνο με τίτλο: "Lenore", καθώς βασίζεται στη μπαλάντα του Bürger.
Πρόκειται για περιορισμένης έκτασης έργο, με συνδυαστικά μέρη μουσικής και απαγγελίας.
Ο Λιστ σαν εικαστικός φιλοτεχνεί στον ηχητικό καμβά του δυσοίωνα σκηνικά, γεμάτα αγωνία και τρόμο επεισόδια, με αρωγό την απειλητικά σκοτεινή μουσική. Διακρίνεις πλημμύρα δεξιοτεχνικών μοτίβων που συγκροτούν μανιακούς καλπασμούς, την πορεία θανάτου και βαριές συγχορδίες που με την επιμελημένη αρμονία τους υποβάλλουν τον ακροατή σε στοχαστική διαδικασία...
Oι συνθέσεις του αποτελούν τη γέφυρα ανάμεσα στην καθαρή-απόλυτη μουσική και την προγραμματικού χαρακτήρα μουσική της νεογερμανικής σχολής.
Ελκυστική, κομψή μουσική, ο συνθέτης ενθαρρύνθηκε να ασχοληθεί με τη σύνθεση από τον Φ. Μέντελσον και στη συνέχεια τον Φ. Λιστ, του οποίου πολλά από τα συμφωνικά ποιήματα, ενορχήστρωσε.
Ο Γιοάχιμ Ραφ έγραψε 11 συμφωνίες πολλές απ' αυτές με προγραμματικό χαρακτήρα.
Το 1872 ολοκλήρωσε την μνημειώδη "Συμφωνία Νο. 5", που φέρει τον υπότιτλο: "Lenore", επειδή είναι εμπνευσμένη από τη μπαλάντα του Bürger.
Θεωρείται η σπουδαιότερη σύνθεση του Ραφ με τους κριτικούς να τη χαρακτηρίζουν ως "έργο, κομβικό μεταξύ πρώιμου και όψιμου ρομαντισμού".
Oι μουσικοαναλυτές το αποκάλεσαν "ένα από τα καλύτερα μοντέλα του είδους του", ενώ πολύ καλές κριτικές πήρε και η διασκευή του συμφωνικού ποιήματος για δύο πιάνα που παρέδωσε ο Σαιν Σανς λίγο αργότερα.
Οι Βαγκνερικές αρμονίες και λάιτ-μοτίφς εκπροσωπούν την απελπισία και θρήνο της Λενόρ για τον αγαπημένο της. Η ορχήστρα ηχεί βίαιη, θυελλώδης σαν να προμηνύει την επερχόμενη συντριβή. Διακόπτεται απότομα από το χτύπημα της μεταμεσονύχτιας καμπάνας. Μια σύντομη coda, σχεδόν ψιθυριστή οδηγεί στην αιώνια σιωπή...Είναι μεσάνυχτα, η διαδρομή σταματά ξαφνικά, ο αναβάτης εξαϋλώνεται και η Λενόρ καταρρέει, άψυχη πια...
4. Ο γερμανός -αρχικά τσελίστας- Johann Rudolf Zumsteeg υπήρξε παραγωγικός συνθέτης λήντερ και μπαλαντών. Μάλιστα οι μπαλάντες του άσκησαν μεγάλη επιρροή στον έφηβο Φραντς Σούμπερτ.
Ως συνθέτης, ο Zumsteeg δημιούργησε μελωδική γραμμή που σκιαγραφούσε την κυρίαρχη διάθεση που αναδύονταν από το ποιητικό κείμενο. Προς αυτή την κατεύθυνση τόλμησε να εξερευνήσει νέους δρόμους αρμονίας με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μπαλάντα του "Lénore" εμπνευσμένη από το ποίημα του τιμώμενου, Bürger.
5. Άφησα για το τέλος τη μουσική έμπνευση του σπουδαίου Άντον Ράιχα.
Ο τσέχος συνθέτης, καθηγητής, παιδαγωγός και θεωρητικός της μουσικής, δεν είναι πολύ γνωστός στο ευρύ κοινό.
Ξεκίνησε τη μουσική του ενασχόληση ως φλαουτίστας, θαυμάστηκε από τους συγχρόνους του Μπετόβεν(γεννήθηκαν την ίδια χρονιά) και Χάυντν με τους οποίους συνδέθηκε με βαθιά φιλία.Με τον Μπετόβεν είχαν και το ίδιο δάσκαλο, Αλπρεχτσμπέργκερ.
![]() |
William Blake, "Lenore Tale" (eclecticlight) |
Έζησε μεγάλο χρονικό διάστημα στο Παρίσι, αναγνωρίστηκε από μαθητές, συναδέλφους του, κριτικούς και κοινό, και τιμήθηκε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Η μπαλάντα "Leonore" του Γκ. Μπύργκερ βρίσκεται στην αρχή της γερμανόφωνης γοτθικής μπαλάντας στην ποίηση. Το μοτίβο της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου από εξωτερικές πιέσεις -όπως ο πόλεμος εδώ- γνωστό από την αρχαιότητα, γοήτευσε τον Ράιχα, όπως και το θέμα της θυσίας από αγάπη που στοχεύει στη λύτρωση. Ο Βοημός δημιουργός στην σκηνική του καντάτα "Lenora", ου συνέθεσε γύρω στο 1805, διαμορφώνει ένα διάλογο μεταξύ των δύο χαρακτήρων σε μια μουσική σκηνή ποτισμένη συναίσθημα, αγωνία και τρόμο. Η κλίση και η ικανότητα του Ράιχα να πλάθει δυνατές μουσικοδραματικές σκηνές αποδεικνύεται στη σύνθεσή του, ιδιαίτερα μετά το σημείο που οι εραστές επανενώνονται, η κοπέλα συναινεί να ακολουθήσει το νέο κι αρχίζει η φρενήρης βόλτα προς τον τάφο και το θάνατο.
Οι γνώσεις του Ράιχα για το ιταλικό μελόδραμα, το γερμανικό ζίνγκσπηλ και τη γαλλική όπερα που την εποχή εκείνη εξελισσόταν, βοήθησαν ώστε να δώσει μια εντυπωσιακή καντάτα όπου άριες, χορωδιακά, ρετσιτατίβι και σόλι ταξινομούνται με μαεστρικό τρόπο που θυμίζουν οπερατικές σκηνές, ενώ χορωδία και ορχήστρα παίζουν ρόλο αφηγητή και σχολιαστή.