(Τζελαλεντίν Ρουμί)
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1207, στην πόλη Μπαλχ του Αφγανιστάν, γεννήθηκε ένας άνθρωπος που έμελλε να γεφυρώσει αιώνες, πολιτισμούς και ψυχές, ο Τζελαλαντίν Μουχάμαντ Ρουμί, ποιητής, φιλόσοφος, θεολόγος και μυστικιστής του Σουφισμού.
Λόγω των μογγολικών επιδρομών, εγκαταστάθηκε στο Ικόνιο, όπου έζησε και δίδαξε μέχρι τον θάνατό του, το 1273. Εκεί, η παρουσία του μεταμορφώθηκε σε φλόγα που εξακολουθεί να καίει σε όσους αναζητούν το Θείο μέσα από τη σιωπή, την εσωτερική αναζήτηση και την τέχνη.
Η ποίηση του Ρουμί συνιστά ψιθύρους φωτός μέσα στη σκοτεινή σιγή της ύπαρξης. Το έργο του είναι βαθιά πνευματικό, εμποτισμένο με σύμβολα, αρχέγονες εικόνες και έναν λόγο που ξεπερνά τα όρια της θρησκείας και φτάνει στο καθολικό...την Αγάπη ως ουσία του Θεού.
Το ποίημα του Πέρση μυστικιστή χρησιμοποιήθηκε στην "Τρίτη Συμφωνία του Κάρολ Σιμανόφσκι. Ο συνθέτης είχε διαβάσει τη μετάφρασή του στα πολωνικά το 1905 σε λογοτεχνικό περιοδικό με τον τίτλο: "Το Τραγούδι της Νύχτας".
Τα πρώτα σκίτσα της Συμφωνίας αρ. 3, του Κάρολ Σιμανόφσκι, για σόλο τενόρο, μικτή χορωδία και μεγάλη ορχήστρα γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1914. Ο συνθέτης συνέχισε να εργάζεται πάνω στο έργο για τα επόμενα δύο χρόνια. Τη Συμφωνία αφιέρωσε στη μητέρα του.
Ο ταλαντούχος πολωνός δημιουργός απέδωσε το όραμα της νύχτας όπως παρουσιάζεται στο ποίημα του Ρουμί, εκφράζοντας τη μυσταγωγική εμπειρία της θεότητας και της ύπαρξης, μέσα σε μια ατμόσφαιρα εξαίρετης ομορφιάς. Η μουσική του είναι εξαιρετικά συναισθηματική, αισθησιακή και κατά στιγμές εκστατική. Ο Σιμανόφσκι διαμόρφωσε το ιδιαίτερο, μοναδικό ηχόχρωμα του έργου ενσωματώνοντας ανατολίτικα στοιχεία, χαρακτηριστικές μελωδικές φράσεις, ρυθμικά χορευτικά μοτίβα, μελίσματα και στολισμούς. Δεν εμπιστεύθηκε τις λυρικές μελωδίες μόνο στους ερμηνευτές, αλλά και στο σόλο βιολί, που καθοδηγεί τη μουσική ιδιαίτερα στις υψηλές της περιοχές.
Η καινοτομία της "3ης Συμφωνίας" -όπως επισημαίνεται από μελετητές του έργου του- εντοπίζεται στη σφαίρα της έκφρασης, αλλά πρωτίστως στο ηχητικό της επίπεδο. Εδώ, ο Σιμανόφσκι αναδεικνύεται σε δεξιοτέχνη ενός εξαιρετικά εκλεπτυσμένου και λεπτοδουλεμένου ορχηστρικού χρώματος, το οποίο κατά τόπους υπερβαίνει σε τόλμη τις ιδέες συνθετών όπως ο Ραβέλ ή ο Στραβίνσκυ. Ορισμένα "φαντασιακά" ηχητικά εφέ, όπως τα επαναλαμβανόμενα γκλισάντι, ήταν εντελώς πρωτοποριακά για την εποχή. Eπίσης επιρροές από Βάγκνερ, Σκριάμπιν και τα "Νυχτερινά" του Σοπέν, είναι εμφανή.
Η σύνθεση αποτελεί αποτέλεσμα της αναζήτησης νέων δραματουργικών λύσεων στον συμφωνικό κύκλο. Η μονομερούς δομής συμφωνία περιλαμβάνει τρεις διακριτές φάσεις: η πρώτη (για σόλο τενόρο, χορωδία και ορχήστρα) λειτουργεί ως εισαγωγή. Η δεύτερη (καθαρά ορχηστρική) έχει ανατολίτικο χαρακτήρα βασισμένη σ'ένα πολύχρωμο χορευτικό σκέρτσο, ενώ η τρίτη (επίσης για όλο το σύνολο) χαρακτηρίζεται από ένα αντάτζιo, το οποίο οδηγεί σε μυστικιστική κορύφωση στην τελική coda. Συνολικά, το έργο θυμίζει περισσότερο συμφωνικό ποίημα παρά παραδοσιακή συμφωνία, όπως ο ίδιος ο Σιμανόφσκι ανέφερε σε επιστολή του προς τον πιανίστα και μαέστρο Αλεξάντερ Σιλότι:
"Η συμφωνία θα μπορούσε να ονομαστεί συμφωνικό ποίημα. Έχει δε, τον υπότιτλο: "Chant de la Nuit". Επειδή απεχθάνομαι τον όρο "συμφωνικό ποίημα", θα προτιμούσα να το ονομάζω "συμφωνία", τρίτη στη σειρά. Το μέρος του τενόρου είναι πολύ σημαντικό και καλύπτει σχεδόν τη μισή διάρκεια. Πιστεύω ότι αποτελεί εξαιρετικό υλικό για έναν τραγουδιστή. Είναι μελωδικό και απαιτεί ισχυρή και ευέλικτη φωνή, με λυρικό χρώμα. Η χορωδία -πλην του εναρκτήριου μέρους όπου έχει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο- είναι μάλλον υποστηρικτική..."
Η πρώτη εκτέλεση του έργου πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 1921 χωρίς σόλο φωνή ή χορωδία. Η πλήρης παρουσίαση του έργου, με τη συμμετοχή όλων των φωνών και της χορωδίας, έγινε επτά χρόνια αργότερα, το1928, στο Λβιβ.
.jpg)




_-_San_Gregorio_armeniaco_-_Foto_G._Dall'Orto_26-5-2006.jpg)







.jpg)









.jpg)
.jpg)









