Translate

fb

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Ο Χοκουσάι και το Όρος Φούτζι: Μουσικές εικόνες ιμπρεσιονιστικού χρώματος...


Hokusai, από τη σειρά: "36 Views of Mount Fuji"


Κατσουσίκα Χοκουσάι 
Αυτοπροσωπογραφία
Ο Κατσουσίκα Χοκουσάι γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1760 στο Έντο, το σημερινό Τόκιο, και αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους Ιάπωνες καλλιτέχνες, χαράκτες και σκιτσογράφους. Θεωρείται κορυφαίος εκπρόσωπος του ουκίγιο-ε, του ιδιαίτερου είδους ξυλογραφίας και ζωγραφικής που αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές εκφράσεις του ιαπωνικού πολιτισμού,  όρος μεταφράζεται ως "εικόνες από τον εφήμερο κόσμο".

Η καλλιτεχνική του πορεία ήταν μακρά και πολυδιάστατη. Άλλαξε περισσότερα από τριάντα ψευδώνυμα και πειραματίστηκε με διάφορα ύφη, αναζητώντας συνεχώς νέους τρόπους έκφρασης. Ο Χοκουσάι συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της ιαπωνικής εικαστικής ταυτότητας και άσκησε μεγάλη επιρροή στη δυτική τέχνη του 19ου και 20ού αιώνα, ιδιαίτερα στους ιμπρεσιονιστές και μεταϊμπρεσιονιστές ζωγράφους. Μέχρι τον θάνατό του το 1849, παρέμεινε δημιουργικά ανήσυχος, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι "στα εβδομήντα πέντε μόλις άρχισα να κατανοώ τη φύση της πραγματικής μορφής", μια φράση που αποτυπώνει το πνεύμα της αδιάκοπης καλλιτεχνικής του αναζήτησης.


Hokusai, από τη σειρά: "36 Views of Mount Fuji"

Η πιο διάσημη δημιουργία του είναι η σειρά "36 Απόψεις του Όρους Φούτζι", όπου το τοπίο μετατρέπεται σε πεδίο πνευματικής παρατήρησης και αρμονίας. Φιλοτεχνημένες γύρω στο 1830 όταν ο Χοκουσάι ήταν ήδη 70 ετών και αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, αποτελούν προϊόν της αφοσίωσής του στην τέχνη, καθοδηγούμενης και από το θρησκευτικό του συναίσθημα. Το Όρος Φούτζι θεωρούνταν από παλιά πηγή του μυστικού της αθανασίας, στοιχείο που τροφοδότησε την εμμονή του. Εμπνευσμένος από τη φύση και την ανθρώπινη μορφή, δημιούργησε εικόνες λεπταίσθητες, ρευστές και ονειρικές, αν και βασισμένες σε πραγματικά τοπία και καθημερινές σκηνές, αναδεικνύοντας έτσι τη σπουδαιότητα της τέχνης του.

Hokusai, από τη σειρά: "36 Views of Mount Fuji"


Η σουίτα για πιάνο "Zes Gezichten op den Fuji - Έξι όψεις του όρους Φούτζι, Op. 9", αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ολλανδού συνθέτη Bernhard van den Sigtenhorst Meyer. Συντέθηκε το 1919 προς "τιμήν του Χοκουσάι", γεγονός που αποκαλύπτει την έμπνευσή της από τις διάσημες ξυλογραφίες του Ιάπωνα καλλιτέχνη και ιδιαίτερα από τη σειρά "36 Απόψεις του Όρους Φούτζι".

Η σουίτα αποτελείται από έξι σύντομα μέρη, καθένα από τα οποία αποτυπώνει διαφορετική όψη του βουνού και της φύσης που το περιβάλλει:

Η γέννηση του Φούτζι,
Σύννεφα σαν μαλλί γύρω από το Φούτζι,
Το Φούτζι μέσα από τα καλάμια,
Το Φούτζι στη βροχή,
Το Φούτζι στο χιόνι και
Το Φούτζι από τα βάθη της θάλασσας


Hokusai, από τη σειρά: "36 Views of Mount Fuji"
Όπως και ο Χοκουσάι, ο Meyer προσεγγίζει το ίδιο θέμα μέσα από πολλαπλές οπτικές και συναισθηματικές μεταμορφώσεις, από τη γαλήνη της γέννησης ως την κοσμική απόσταση της θάλασσας. Κάθε μέρος λειτουργεί σαν μουσική εικόνα, μια εσωτερική ξυλογραφία φτιαγμένη από ήχους.
Η επιλογή του θέματος και των τίτλων συνδέει άμεσα το έργο με τον κύκλο του Χοκουσάι για το όρος Φούτζι, όπου το βουνό εμφανίζεται υπό διαφορετικά φώτα, εποχές και οπτικές. Η μουσική, όπως και οι ξυλογραφίες, αποδίδει την αιώνια σταθερότητα του τοπίου μέσα από τις εναλλαγές του φυσικού κόσμου.
Η αφιέρωση "προς τιμήν του Χοκουσάι" δεν είναι τυπική. Εκφράζει τη βαθιά συγγένεια ανάμεσα στην ιαπωνική αισθητική της παρατήρησης και της απλότητας και στη δυτική ιμπρεσιονιστική ευαισθησία του συνθέτη.

Hokusai, από τη σειρά: "36 Views of Mount Fuji"
Η σουίτα χαρακτηρίζεται από λεπτή χρωματική παλέτα, διαφανείς υφές και πλούσιες αρμονίες που θυμίζουν Ντεμπισί και Σατί. Οι σύντομες φόρμες αποτυπώνουν στιγμιαίες εντυπώσεις, δημιουργώντας ένα μουσικό ισοδύναμο της ιαπωνικής ζωγραφικής περισσότερο υπαινικτικό παρά περιγραφικό. Η μουσική γλώσσα του Meyer συνδυάζει δυτικό ρομαντικο-ιμπρεσιονιστικό ύφος με την ανατολική αίσθηση ισορροπίας, σιωπής και ρυθμικής απλότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένας εσωτερικός στοχασμός πάνω στη φύση, μια ακουστική "μετάφραση" της πνευματικής ηρεμίας που εκπέμπει το έργο του Χοκουσάι.

Το "Zes Gezichten op den Fuji, Op. 9" αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ευρωπαϊκής αναζήτησης για διάλογο με την ιαπωνική τέχνη στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Meyer δεν επιχειρεί απλώς να εικονογραφήσει τον Χοκουσάι, αλλά μεταπλάθει τη φιλοσοφία του βλέμματος σε μουσική,... τη συνεχή παρατήρηση του ίδιου τοπίου, όπου κάθε στιγμή είναι διαφορετική, αλλά η ουσία παραμένει αμετάβλητη.

Bernhard van den Sigtenhorst Meyer: "Zes gezichten op den Fuji, Op. 9"


Για το Χοκουσάι υπάρχουν και παλαιότερα κείμενα στο μπλογκ. Περιηγηθείτε!



Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Ο Μπετόβεν ως σύμβολο δύναμης του πνεύματος στο έργο του Antoine Bourdelle...


"Beethoven aux grands cheveux",  Antoine Bourdell




Ο Γάλλος γλύπτης Antoine Bourdelle, από τους πρωτοπόρους της γλυπτικής των αρχών του 20ού αιώνα, γεννήθηκε σαν σήμερα, 30 Οκτωβρίου 1861.

Antoine Bourdelle, αυτοπροσωπογραφία
Υπήρξε μαθητής του Auguste Rodin, ο οποίος επηρέασε καθοριστικά τα πρώτα του βήματα. Ωστόσο, η ανάγκη για προσωπική έκφραση και το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησαν να απομακρυνθεί σταδιακά από τον δάσκαλό του και να στραφεί προς την ελληνική αρχαιότητα και τον κλασικό ιδεαλισμό, που έκτοτε αποτέλεσαν σταθερή πηγή έμπνευσης.

Τα έργα του όπως ο Ηρακλής τοξότης, ο Μαχητής Απόλλων, η Παλλάς Αθηνά και ο Θνήσκων Κένταυρος εκφράζουν αυτή την αναζήτηση του ηρωικού, του αρμονικού και του αιώνιου μέσα από την ύλη.

Η μουσική υπήρξε επίσης θεμέλιο της καλλιτεχνικής του ταυτότητας. Η μορφή του Λούντιβιχ Βαν Μπετόβεν έγινε για τον Bourdelle σύμβολο της δύναμης του ανθρώπινου πνεύματος και της δημιουργικής υπέρβασης.

Ως ενσάρκωση της ρομαντικής ιδιοφυΐας, ο Μπετόβεν υπήρξε για κείνον ό,τι και η αρχαιότητα, ένας φάρος εσωτερικής δύναμης και πνευματικής αντοχής.

Λέγεται πως, ο νεαρός Μπουρντέλ, ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο για τον συνθέτη, εντυπωσιάστηκε από τη φυσική τους ομοιότητα. Από τότε άρχισε να ακούει τη μουσική του με πάθος και βαθιά συγκινημένος, σημείωσε:

"Κάθε κραυγή αυτού του κωφού άνδρα που άκουγε τον Θεό δονούσε κατευθείαν στην ψυχή μου. Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπο του Μπετόβεν στην πληγωμένη μου καρδιά".

Ταυτιζόμενος με τον συνθέτη, ο Μπουρντέλ φιλοτέχνησε πάνω από ογδόντα γλυπτά εμπνευσμένα από τον Μπετόβεν, χωρίς να υπολογιστούν τα πολυάριθμα σχέδια και παστέλ. Κάθε έργο αποτελεί μια μετάφραση της μουσικής σε ύλη, μια προσπάθεια να αποδοθεί η εσωτερική πάλη και ο ρυθμός της δημιουργίας μέσα από την πέτρα και το μπρούτζο.

Η περίφημη "Βασανισμένη Προτομή του Μπετόβεν" εκφράζει αυτή τη σύζευξη πάθους και μορφής. Η ένταση συγκεντρώνεται στο μέτωπο και στη φλογερή τούφα των μαλλιών, ενώ διατηρούνται ίχνη της επίδρασης του Ροντέν. Ωστόσο, η μορφή έχει αποκτήσει τη λιτότητα και την καθαρότητα του κλασικού ιδεώδους, όπως φαίνεται και στο Κεφάλι του Απόλλωνα, που επίσης εκτίθεται στο Μουσείο Ορσέ.

Το 1929, λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Μπουρντέλ δημιούργησε το τελευταίο του έργο αφιερωμένο στον Μπετόβεν, με τίτλο "Le Pathétique". Ο ίδιος σημείωσε:

"Είμαστε δύο αγωνιστές που δεν χωριστήκαμε ποτέ. Μπορούμε να σφίξουμε τα χέρια".

Η επιλογή του τίτλου -αναφορά στην περίφημη "Παθητική Σονάτα" του Μπετόβεν- δεν ήταν τυχαία. Όπως και στη μουσική της Σονάτας το πάθος, η οδύνη και η λύτρωση συνυπάρχουν, έτσι και στο γλυπτό του Μπουρντέλ, η ύλη δοκιμάζεται, υπομένει και τελικά μεταμορφώνεται σε φως.
Για τον καλλιτέχνη, ο Μπετόβεν υπήρξε ο καθρέφτης της ψυχής του, το πρόσωπο μέσα από το οποίο αναγνώρισε τη δική του καλλιτεχνική μοίρα, τη μοίρα του δημιουργού που όπως και στην Παθητική, μετατρέπει τον πόνο σε φως και τη σιωπή σε αιώνια αρμονία...




Η "Παθητική" είναι η Σονάτα για πιάνο αρ. 8 σε Ντο ελάσσονα, που ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν συνέθεσε το 1798, αφιερώνοντάς την στον φίλο και προστάτη του, πρίγκιπα Καρλ φον Λιχνόβσκι.
Τον τίτλο δεν τον επέλεξε ο ίδιος ο συνθέτης, αλλά ο εκδότης του, ο οποίος συγκλονίστηκε από τη δραματική ένταση και τον τραγικό λυρισμό του έργου.
Η σονάτα αποτελεί ορόσημο του πρώιμου ρομαντισμού, όπου η αυστηρή κλασική φόρμα μεταμορφώνεται μέσα από τη φλόγα της προσωπικής έκφρασης, προαναγγέλλοντας τον συναισθηματικό κόσμο που θα χαρακτηρίσει το ώριμο έργο του Μπετόβεν.
Η "Παθητική" είναι ένας εσωτερικός διάλογος ανάμεσα στο πάθος και τη γαλήνη, στην οδύνη και τη λύτρωση.
Με τον επιβλητικό πρόλογο, το τρυφερό, λυρικό δεύτερο μέρος και το θυελλώδες φινάλε, το έργο αυτό συνοψίζει τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου απέναντι στη μοίρα, έναν αγώνα που ο Μπετόβεν μετουσιώνει σε μουσική καθαρτήριας δύναμης.

Όπως ο συνθέτης μεταμορφώνει τον πόνο και το πάθος σε μουσική, έτσι και ο Μπουρντέλ πλάθει την ίδια ένταση στα γλυπτά του, χαράσσοντας στην πέτρα και το μπρούντζο την αθέατη φλόγα της ανθρώπινης ψυχής.

Beethoven: "Piano Sonata No.8, op.13 - Pathetique":



Για τον Μπουρντέλ μπορείτε να διαβάσετε κι εδώ.





Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Μενέλαος Παλλάντιος: "Ελλάς 1940"...







Ήταν καταμεσής της Κατοχής, στις αρχές του 1942, όταν ο σπουδαίος Έλληνας συνθέτης Μενέλαος Παλλάντιος ολοκλήρωνε το συμφωνικό του ποίημα με τον μυστικό τίτλο "Ελλάς 1940". 

Ήταν τα χρόνια της απόγνωσης και της σιωπής, τότε που η Ελλάδα στέναζε κάτω από τη βαριά σκιά της πείνας και της σκλαβιάς. Μέσα σε κείνη την κόλαση, ο Παλλάντιος αναζητά μέσα από τη μουσική του ένα φως, μια πνευματική έξοδο, μια προσευχή. 
Το έργο του είναι μια συγκλονιστική αλληγορία για την πορεία του ελληνικού λαού..."Από την ταπείνωση και τον πόνο, από τη δοκιμασία και την καρτερία, ως τη λύτρωση και τον τελικό θρίαμβο", όπως ο ίδιος θα δήλωνε αργότερα.

Η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε στο θέατρο Ολύμπια τον Απρίλη του 1943, με τον αλληγορικό τίτλο -
που διατηρείται έως σήμερα-, "Προσευχή στην Ακρόπολη". 

Ο συνθέτης, γνωρίζοντας πως κάθε ρητή αναφορά στην εθνική αντίσταση ήταν επικίνδυνη, επέλεξε να καλύψει το έργο του με τον πέπλο του συμβολισμού. Η "Ακρόπολη" δεν είναι απλώς ο ιερός βράχος των Αθηνών. Είναι το άσβεστο σύμβολο του ελεύθερου πνεύματος, ο βωμός της ψυχής όπου μπορούσε να κατατεθεί η τελευταία ελπίδα για τη "Μεγάλη Ιδέα και τον οραματιζόμενο Θρίαμβο".

Η μουσική του έργου ακολουθεί μια πορεία βαθιά εσωτερική, σαν εξομολόγηση ενός λαού. Η αρχή ακούγεται σκοτεινή, δηλώνοντας την περίοδο υποδούλωσης. Ενα χορικό αναδύεται δειλά, σαν ικεσία ή παράκληση, και ξαφνικά διακόπτεται βίαια από τα χάλκινα, που εισβάλλουν με μια φράση απειλητική, σαν κραυγή εξουσίας. Έπειτα, σιωπή...και πάλι ο πόνος, η σκλαβιά, η συντριβή. Από τη σιωπή αυτή ξεπηδά το βασικό μουσικό θέμα, θρηνητικό και βαθιά ανθρώπινο, που το αγγλικό κόρνο αποδίδει με λυγμό. Το θέμα αυτό μεταφέρεται στα έγχορδα, διαμορφώνεται σε κανόνα στα πνευστά και σταδιακά γίνεται ο ζωντανός κορμός ολόκληρου του έργου.

Γύρω απ' αυτό το κεντρικό μουσικό μόρφωμα υφαίνονται δευτερεύοντα θέματα, λεπτές ηχητικές αποχρώσεις και ρυθμικές μεταπτώσεις, που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα διαρκούς εξέλιξης και εσωτερικής έντασης. Μέσα απ' αυτή τη μουσική πάλη αναδύεται μια νέα φράση σε ρυθμό 5/4, ταραγμένη, αλλά με μια επίφαση ηρεμίας, μια στιγμή περισυλλογής πριν από τη λύτρωση. Το μοτίβο της αρχής επιστρέφει με ύφος αποφασιστικό, επιβλητικό, σαν να αφυπνίζεται η συλλογική ψυχή.

Η ελληνική σημαία μεταφέρεται για να υψωθεί
στην Ακρόπολη μετά την απελευθέρωση
Στο φινάλε, το αρχικό χορικό επανεμφανίζεται μεγαλοπρεπές, πλατύτερο, ντυμένο φως. Ο ήχος δυναμώνει σταδιακά, ανυψώνεται, σαν να διαλύονται τα δεσμά της νύχτας.
Είναι η προσευχή του ανθρώπου που αντέχει, η μουσική αποθέωση της ελπίδας.


Ο Παλλάντιος, μέσα από την "Προσευχή στην Ακρόπολη", δεν υμνεί μονάχα την πατρίδα. Υμνεί την ακατάβλητη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος. Εκείνη τη μυστική φλόγα που δεν σβήνει ποτέ, ακόμη κι όταν όλα γύρω μοιάζουν χαμένα. Μέσα στα πιο σκοτεινά χρόνια, στα χρόνια της ταπείνωσης και του φόβου, η μουσική του γίνεται μια πράξη πίστης, μια κραυγή που μεταμορφώνεται σε προσευχή, μια εσωτερική ανάταση που αρνείται να υποταχθεί στο σκοτάδι.
Η "Προσευχή στην Ακρόπολη" δεν είναι μόνο ένας ύμνος στην ελευθερία. Είναι η αποκάλυψη της πνευματικής αντοχής ενός λαού, η μουσική αναλαμπή της ελπίδας του. Ενός λαού που, παρά την οδύνη, συνεχίζει να αναζητά το φως και, τελικά, να το βρίσκει μέσα του.

M. Pallantios: "Greece 1940 - Prayer to the Acropolis":



Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Ο Παγκανίνι και το "Γέλιο του Διαβόλου"...




(pinterest)
Ήταν 27 Οκτωβρίου του 1782, στη Γένοβα. Εκείνο το βράδυ, λένε, ο άνεμος φυσούσε παράξενα πάνω από τη θάλασσα και μια ασυνήθιστη ησυχία τύλιγε την πόλη...Σαν η φύση να ήξερε ότι κάτι αλλόκοσμο ερχόταν στη ζωή.
Το παιδί που γεννήθηκε εκείνη τη νύχτα έμελλε να γίνει ο άνθρωπος που θα έκανε το βιολί να γελά και να κλαίει, να ψιθυρίζει και να ουρλιάζει. 
Ο Νικολό Παγκανίνι δεν έπαιζε το βιολί, το κατακυρίευε. Με δάχτυλα που έμοιαζαν να λυγίζουν πέρα από τα ανθρώπινα όρια και με βλέμμα που φώτιζε σαν πυρετός, μάγεψε και τρόμαξε το κοινό του.
Άλλοι τον έλεγαν άγγελο, άλλοι δαίμονα. Κάποιοι ορκίζονταν πως, όταν έπαιζε, η σκιά του μεγάλωνε πίσω του και χόρευε ανεξάρτητα. Είτε ευλογημένος είτε καταραμένος, ο Παγκανίνι έφερε το βιολί στα άκρα του ανθρώπινου δυνατού και ίσως ακόμη παραπέρα.



Από παιδί έδειξε ένα ταλέντο, σχεδόν υπεράνθρωπο. Η τεχνική του αρτιότητα, η εκρηκτική δεξιοτεχνία και η εκφραστική του τόλμη άλλαξαν για πάντα την τέχνη του βιολιού. Οι ακροατές του έμεναν εκστατικοί, άλλοι μιλούσαν για θεϊκό χάρισμα, άλλοι για διαβολική σύμπραξη.

Η φυσική του όψη -ισχνή, με βαθουλωμένα μάτια και μυστηριώδη αύρα- ενίσχυε τον μύθο. Έεγαν πως είχε πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο για να αποκτήσει τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες. Είτε μαγεία είτε ιδιοφυΐα, ο Παγκανίνι κατάφερε να μεταμορφώσει το βιολί σε όργανο υπερβατικό, ικανό να γελά, να θρηνεί και να υπνωτίζει.

Ανάμεσα στα εικοσιτέσσερα περίφημα "Caprices" του Παγκανίνι, το "Νο.13" ξεχωρίζει για τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του, παιχνιδιάρικο, σαρκαστικό και ταυτόχρονα σκοτεινό, σαν μια μουσική φάρσα με μεταφυσικό υπόβαθρο. Δεν είναι τυχαίο πως έχει μείνει γνωστό με το παρατσούκλι "Γέλιο ή Χαχανητό του Διαβόλου", ένα γέλιο που πάλλεται ανάμεσα σε ευθυμία και απειλή.

Το έργο ανοίγει με σειρές από αστραπιαίες τρίλιες -μικρές δονούμενες νότες που μοιάζουν να αναπηδούν στον αέρα σαν νευρικά ρίγη ή ειρωνικά ξεσπάσματα. Είναι σαν το ίδιο το βιολί να αποκτά φωνή και να γελά, άλλοτε παιγνιωδώς, άλλοτε με μια δόση σατανικής ειρωνείας. Κάθε φράση στροβιλίζεται γύρω από αυτή την κεντρική ιδέα, μετατρέποντας την τεχνική δεξιοτεχνία σε θεατρική χειρονομία.

Πίσω όμως από την επιφανειακή σπιρτάδα κρύβεται ένας κόσμος πιο σκοτεινός. Το μεσαίο τμήμα, με την απότομη αλλαγή αρμονίας, ρίχνει μια σκιά πάνω στο γελαστό προσωπείο, ένα πέρασμα σχεδόν δραματικό, σαν υπόμνηση ότι το "γέλιο του διαβόλου" δεν είναι ποτέ αθώο.

Η μουσική απαιτεί ακρίβεια, αλάνθαστη τεχνική και απόλυτη αυτοκυριαρχία. Οι τρίλιες πρέπει να λάμπουν χωρίς να χάνονται στο χάος. Και είναι αυτή ακριβώς η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην εκρηκτική δεξιοτεχνία και τον παιγνιώδη σαρκασμό που κάνει το Caprice No. 13 τόσο γοητευτικό, τόσο "παγκανινικό".

Ο Παγκανίνι, με τη σχεδόν υπερφυσική του δεξιοτεχνία και τη θρυλική σκηνική παρουσία του, έθρεψε τον μύθο του "δαιμονισμένου βιολιστή". 
Στο Caprice No. 13, ο θρύλος αυτός μοιάζει να παίρνει ήχο και μορφή, μια μουσική μεταμόρφωση του ανθρώπινου γέλιου σε κάτι που ταλαντεύεται ανάμεσα στο γήινο και το υπερφυσικό.

Μία από τις αρτιότερες εκτελέσεις είναι αυτή από τον Jascha Heifetz. Ο σπουδαίος βιρτουόζος βιολιστής συνδυάζει εντυπωσιακή δεξιοτεχνία με βαθύ μουσικό συναίσθημα. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο επίδειξη τεχνικών ικανοτήτων, αλλά ζωντανή ανάδειξη της "υπερβατικής" ποιότητας που κρύβεται πίσω από τον μύθο του έργου.

Paganini: "Caprice N.13 - Devil's laughter":



Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Νίκος Μαμαγκάκης: "Εγκώμιο και Πένθημα στο Νίκο Καζαντζάκη"...






Ο Νίκος Καζαντζάκης έφυγε από τη ζωή στις 26 Οκτωβρίου 1957, στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, σε ηλικία 74 ετών, ύστερα από επιπλοκές μιας λοίμωξης που τον ταλαιπωρούσε. Μέχρι την τελευταία του πνοή, παρέμεινε ακούραστος οδοιπόρος του πνεύματος, με το βλέμμα στραμμένο στην υπέρβαση και την ελευθερία της ψυχής.

Η σορός του μεταφέρθηκε στην Κρήτη, όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν επέτρεψε την ταφή του σε κοιμητήριο λόγω των ιδεών του. 

Στον τάφο του είναι χαραγμένα τα λόγια που συνοψίζουν ολόκληρη τη ζωή και τη φιλοσοφία του: 

"Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβάμαι τίποτα. Είμαι λεύτερος".

Ένας θάνατος λιτός, αλλά βαθιά συμβολικός, όπως και η ζωή του...Μια πορεία ελευθερίας, αναζήτησης και πίστης στην ακατάβλητη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος.




Η σύνθεση του Νίκου Μαμαγκάκη "Εγκώμιο και Πένθημα στο Νίκο Καζαντζάκη" αποτελεί έναν βαθιά συγκινητικό μουσικό στοχασμό, έναν φόρο τιμής στη μνήμη και το πνεύμα του μεγάλου Έλληνα δημιουργού.
Γραμμένη για κιθάρα, μέρος του κύκλου "Ερωτική μουσική για σόλο κιθάρα", η σύνθεση  ξεπερνά τον στενό ορισμό του "ερωτικού", καθώς εδώ, ο έρωτας παίρνει την πιο πλατιά του σημασία. Είναι ο έρωτας για τη ζωή και τον άνθρωπο, για τον αγώνα και τη δημιουργία, ιδέες που διαπερνούν ολόκληρο το έργο του Καζαντζάκη.

Η κιθάρα, με τη γυμνή, εσωτερική φωνή της, αναλαμβάνει να ψιθυρίσει έναν ύμνο (Εγκώμιο) και έναν θρήνο (Πένθημα).

Στην πρώτη ενότητα, οι αρμονίες υψώνονται φωτεινές, σαν μια εσωτερική ανάσα δημιουργίας της ομορφιάς, μια μουσική αντιστοιχία με τη φράση του: "οι Έλληνες δε δούλεψαν την τέχνη για την τέχνη...πάντα η ομορφιά είχε σκοπό να υπηρετήσει τη ζωή".

Στο "Εγκώμιο" ο Μαμαγάκης υμνεί τη ζωή, τη δημιουργική φλόγα, την ακατάπαυστη προσπάθεια του ανθρώπου να υπερβεί τον εαυτό του.
Σταδιακά όμως, η μουσική βαθαίνει, γίνεται πιο στοχαστική, πιο πυκνή.

Το "Πένθημα" δεν  ξεδιπλώνεται σαν μοιρολόι, αλλά σαν εσωτερική κατάνυξη, ένας στοχασμός πάνω στον θάνατο και τη λύτρωση, που παραπέμπει στη φράση: "Ίσκιος ο θάνατος και κυνηγάει τον ίσκιο της ζωής μας..."
Ο ήχος της κιθάρας δεν πενθεί. Μεταμορφώνει το πένθος σε σιωπηλή δύναμη, όπως ο ίδιος ο Καζαντζάκης έβλεπε στον πόνο μια πηγή ανύψωσης: "Σα δεν φτάσει ο άνθρωπος στην άκρη του γκρεμού, δεν βγάζει στην πλάτη του φτερούγες να πετάξει..."

Το έργο του Μαμαγκάκη αποτελεί Εγκώμιο για το φως που άναψε ο Καζαντζάκης στον ελληνικό λόγο και Πένθημα για τη σιωπή που αφήνει πίσω κάθε μεγάλος δημιουργός.
Μια μουσική πράξη ευγνωμοσύνης και αγάπης, ανθρώπινης, όσο και βαθιά φιλοσοφικής...

Νίκος Μαμαγκάκης: "Εγκώμιο και Πένθημα στο Νίκο Καζαντζάκη":




Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Πικάσο: Λυρικές αντηχήσεις των "Δεσποινίδων της Αβινιόν"...

Picasso: "Les Demoiselles d'Avignon"




Θεωρείται ένας από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες του 20ού αι. Ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και πρωτοπόρος του Κυβισμού, ο Πάμπλο Πικάσο γεννήθηκε στη Μάλαγα της Ισπανίας σαν σήμερα, 25 Οκτωβρίου 1881 για να σημαδέψει την ιστορία της τέχνης με το ασυμβίβαστο πνεύμα του και τη διαρκή του αναζήτηση για νέες μορφές έκφρασης.

Ένα από τα πιο καθοριστικά έργα του είναι "Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν", που φιλοτέχνησε το 1907, έργο-ορόσημο στη γέννηση της μοντέρνας τέχνης.
Ο πίνακας απεικονίζει πέντε γυμνές ιερόδουλες σε οίκο ανοχής της οδού Αβινιόν στη Βαρκελώνη. Οι μορφές τους αποδίδονται σε σκληρές, γωνιώδεις φόρμες και παραμορφωμένα πρόσωπα. 
Οι δύο φιγούρες στα δεξιά έχουν τα πρόσωπά τους καλυμμένα με αφρικανικές μάσκες, αποπνέοντας μια αίσθηση φόβου και αποξένωσης, ενώ οι υπόλοιπες, με το ψυχρό τους βλέμμα, ισορροπούν ανάμεσα στον ερωτισμό και την απειλή. Η μορφή στα αριστερά παρουσιάζει χαρακτηριστικά προσώπου και ένδυμα σε αιγυπτιακό στυλ, ενώ οι δύο διπλανές μορφές φέρουν στοιχεία ιβηρικά.
Ο πρωτογονισμός που αποπνέουν οι μάσκες αυτές αποτέλεσε για τον Πικάσο πηγή έμπνευσης, παρακινώντας τον να δημιουργήσει ένα άκρως πρωτότυπο καλλιτεχνικό στυλ γεμάτο άγρια δύναμη. Η σύνθεση είναι επίπεδη, χωρίς βάθος ή προοπτική και τα σώματα μοιάζουν να θρυμματίζονται σε γεωμετρικά σχήματα.

λεπτομέρεια
Όταν ο πίνακας εκτέθηκε για πρώτη φορά, θεωρήθηκε "ανήθικος". Ο αρχικός τίτλος που του είχε δώσει ο Πικάσο, "Το πορνείο της Αβινιόν", αντικαταστάθηκε τελικά από τον λιγότερο σκανδαλώδη τίτλο: "Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν".


***


Το 1924, ο Γάλλος ποιητής René Chalupt εμπνεύστηκε από τον πίνακα του ισπανού ζωγράφου και δημιούργησε το ομώνυμο ποίημά του, "Les Demoiselles d’Avignon". Ο ποιητής φαντάζεται τη ζωή των γυναικών πριν αυτές γίνουν αντικείμενο της ζωγραφικής του Πικάσο, αποδίδοντάς τους μια καθημερινή, κοσμική και ταυτόχρονα αισθησιακή παρουσία. Οι γυναίκες εμφανίζονται να φορούν μεταξωτές κάλτσες, τα μαλλιά τους στολίζονται με τριαντάφυλλα και γύρω από τον λαιμό τους έχουν κρεμασμένο σταυρό, δεμένο με μαύρη κορδέλα.
Η λεπτομερής περιγραφή αποδίδει μοναδικά την κομψότητα και την τρυφερότητα των μορφών.
Ο ποιητής τις φαντάζεται επίσης σαν ποταμίσιες νύμφες, που γίνονται "λεία" για το πινέλο του Πικάσο. Το μπλε χρώμα του πίνακα ερμηνεύεται ως το νερό του λουτρού όπου λούζονται οι γυναίκες, ενώ το καφέ πλαίσιο ταυτίζεται με την αψίδα κάτω από την οποία ο Πικάσο κρύβεται για να τις παρατηρήσει γυμνές και να τις ζωγραφίσει.


"Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν
έχουν στον κότσο τους τριαντάφυλλα
Και κάλτσες μεταξωτές, αραχνοΰφαντες
στα καλλίγραμμα ποδαράκια τους.

Και μαύρη κορδέλα γύρω απ’ το λαιμό
με κρεμασμένο ένα χρυσό σταυρό
και κουδουνίζοντας μέσα στον κουμπαρά τους,
πεντόφραγκα νομίσματα.

Γυρίζοντας απ’ τη Villeneuve
αφήνουν το καινούριο τους φουστάνι
τους αρέσει να προσποιούνται
τις Ναϊάδες των ποταμών

γενόμενες λεία γλυκιά στο πινέλο
του Πάμπλο Πικάσο
που, για να τις ζωγραφίσει γυμνές,
κρύφτηκε κάτω απ’ την αψίδα"


λεπτομέρεια
Το 1927, το ποίημα του René Chalupt έγινε λιμπρέτο για την ομώνυμη σύνθεση για φωνή και πιάνο του Maurice Delage, που αφιερώθηκε στον ίδιο τον ποιητή. Μέσα από το ποίημα, η ζωή και η αίσθηση της στιγμής πριν από την καλλιτεχνική σύλληψη αποκτούν λυρική διάσταση, ενώ οι γυναίκες δεν ζωντανεύουν μόνο ως εικόνες αλλά και ως μυστηριώδεις, ζωντανές παρουσίες στην φαντασία του ποιητή.
Η φωνή στην σύνθεση λειτουργεί περισσότερο ως εκφραστικό όργανο παρά ως αφηγητής, αναδεικνύοντας την κομψότητα και την ερωτική διάσταση των Δεσποινίδων της Αβινιόν. Κινείται σε ελεύθερες μελωδικές γραμμές, χωρίς αυστηρή μετρική, αντανακλώντας την αβίαστη κίνηση των γυναικών στον χώρο. Το πιάνο δεν περιορίζεται σε απλή συνοδεία. Είναι συν-αφηγητής, δημιουργώντας χώρο, χρωματικό βάθρο και ρυθμική υφή. Ο Ντελάζ χρησιμοποιεί μοτίβα με ελαφρά αρπίσματα και απομακρυσμένες συγχορδίες, καθώς και εναλλαγές αρμονιών που υποδηλώνουν την κίνηση του νερού και των γυναικών. Έτσι, οι μορφές του πίνακα και του ποιήματος αποκτούν σάρκα και ψυχή μέσα από τον ήχο. Η φωνή υποδηλώνει την παρουσία τους, ενώ το πιάνο αποτυπώνει τον χώρο, τις κινήσεις τους και το μυστήριο που τις περιβάλλει.


Maurice Delage: "Les Demoiselles d'Avignon"


Παλαιότερα κείμενα γα τον Πικάσο υπάρχουν στο μπλογκ. Περιηγηθείτε!



"Ημέρα Όπερας": Από τη φλόγα της "Κάρμεν" στη λάμψη της "Νυχτερίδας"...







Η Παγκόσμια Ημέρα Όπερας γιορτάζεται στις 25 Οκτωβρίου, ημέρα γέννησης του Ζωρζ Μπιζέ και του Γιόχαν Στράους Υιού.

Η 25η Οκτωβρίου, ενώνει συμβολικά τους δύο μεγάλους δημιουργούς που μέσα από διαφορετικούς δρόμους, την όπερα και την οπερέτα, ύμνησαν τη δύναμη του μουσικού θεάτρου.
Ο Μπιζέ με το πάθος και το δράμα της "Κάρμεν", ο Στράους με τη φινέτσα και τη χαρά της "Νυχτερίδας", εκφράζουν τις δύο όψεις του ίδιου καλλιτεχνικού οράματος...τη μουσική ως σημαντικό μέρος του θεάτρου. 

Παρά τις διαφορετικές αισθητικές προσεγγίσεις, η "Κάρμεν"  και η "Νυχτερίδα" συνδέονται ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μουσικού θεάτρου του 19ου αιώνα, όπου η μουσική και ο χορός δεν περιορίζονται σε συνοδευτικό ρόλο, αλλά υποστηρίζουν ενεργά την πλοκή, αναδεικνύουν τις ανθρώπινες σχέσεις και κάνουν τη σκηνική παρουσία μέσο έκφρασης συναισθημάτων.

Συγκεκριμένα:

Και τα δύο έργα απεικονίζουν αστικά περιβάλλοντα και κοινωνικές σχέσεις. Στην Κάρμεν, η δράση διαδραματίζεται σε ισπανική πόλη με εργάτες και στρατιώτες, σκιαγραφώντας την καθημερινή ζωή και τις κοινωνικές τάξεις, ενώ στη Νυχτερίδα, η κοινωνική ελίτ της Βιέννης γίνεται το σκηνικό για τις περιπέτειες, τα παιχνίδια και τις σκανδαλιές των χαρακτήρων. Παρά τη διαφορά ύφους -δραματικό στην πρώτη, κωμικό στη δεύτερη- και τα δύο έργα αντανακλούν τη ζωή της πόλης και τις σχέσεις των ανθρώπων μέσα σ' αυτήν.

Και στα δύο έργα κεντρικό θέμα είναι ο έρωτας, που καθοδηγεί την πλοκή με διαφορετικούς τρόπους. Στην "Κάρμεν", ο έρωτας είναι παθιασμένος, εκρηκτικός και μοιραίος, ενώ στη "Νυχτερίδα", εμφανίζεται μέσα από παρεξηγήσεις, μασκαρέματα και φάρσες, με χιουμοριστική διάθεση. Μέσα απ' αυτά τα έργα, ο Μπιζέ και ο Στράους εξερευνούν διαφορετικές όψεις του ίδιου συναισθήματος, αποδεικνύοντας την πολυπλοκότητα της ζωής.

Η μουσική και ο χορός παίζουν επίσης καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της πλοκής και την ανάδειξη των χαρακτήρων. Στην Κάρμεν, τσιγγάνικες μελωδίες και χοροί όπως η seguidilla ενισχύουν τη δράση και την ένταση, ενώ στη Νυχτερίδα, τα βαλς και οι πόλκες δημιουργούν κίνηση, ρυθμό και αίσθηση γιορτής. Και στις δύο περιπτώσεις, η μουσική γίνεται κινητήριος δύναμη που ζωντανεύει την πλοκή.

Τέλος, και οι δύο δημιουργοί δίνουν μεγάλη σημασία στη σκηνική ζωντάνια και την θεατρικότητα των χαρακτήρων. Στην Κάρμεν, η ένταση και η τραγικότητα κορυφώνονται στη σκηνή της ταυρομαχίας, ενώ στη Νυχτερίδα, η κωμική σύγχυση φτάνει στο αποκορύφωμά της μέσα από μεταμφιέσεις και ανατροπές ώσπου τέλος οι παρεξηγήσεις να ξεκαθαρίζουν..

  • Στην "Κάρμεν", η σκηνή της ταυρομαχίας συνοδεύεται από το μοτίβο της μοίρας που διακόπτεται απότομα αρκετές φορές για να δηλώσει το μοιραίο της αναμέτρησης μεταξύ Δον Χοσέ και Κάρμεν, που ακολουθεί. Δραματικές δοξαριές στα έγχορδα, έντονοι ρυθμοί και αρμονικές αντιθέσεις υπογραμμίζουν την αγωνία και τραγικότητα της σκηνής. Ο Δον Χοσέ παρακαλεί την όμορφη τσιγγάνα να επιστρέψει σ' αυτόν. Μάταια...Κι ενώ ακούγονται ζητωκραυγές από την αρένα η Κάρμεν πετάει περιφρονητικά το δαχτυλίδι που της είχε δώσει. Εκείνος θολωμένος τη μαχαιρώνει, και καθώς ο νικητής Εσκαμίγιο επευφημείται από το πλήθος, η Κάρμεν αφήνει την τελευταία της πνοή...

  • Αντίστοιχα, στη "Νυχτερίδα", στο φινάλε της Γ’ Πράξης, στη μεγάλη σκηνή της αποκάλυψης και της αποκατάστασης της τάξης, ακούγεται έντονη, γρήγορη μουσική χορευτικού ρυθμού που ενισχύει το κωμικό στοιχείο, την αίσθηση χάους, τις ανατροπές αλλά και τη χαρά. Όλα ερίχαν ξεκινήσει από μια φάρσα: μετά από έναν αποκριάτικο χορό, ο Δρ. Φάλκε βρέθηκε να περιφέρεται στους δρόμους, μασκαρεμένος με κοστούμι νυχτερίδας. Υπεύθυνος για τη φάρσα ήταν ο φον Άιζενστάιν, τον οποίο ο Φάλκε αποφασίζει να εκδικηθεί κατά τη διάρκεια του χορού που παραθέτει ο Ρώσος πρίγκιπας Ορλόφσκι. Άφθονο ποτό, ζαλισμένοι ήρωες και πλήθος μεταμφιέσεων δημιουργούν εορταστική ατμόσφαιρα, παρασύροντας τους χαρακτήρες σε μια σειρά κωμικών καταστάσεων που κορυφώνονται στη φυλακή, όπου τελικά οι παρεξηγήσεις ξεκαθαρίζουν. Όλοι τραγουδούν ευτυχισμένοι το "Τραγούδι της Σαμπάνιας", καθώς δέχονται ότι η άσχημη συμπεριφορά τους οφείλεται στην επίδραση του αφρώδους οίνου, που κατανάλωσαν. 


Απολαύστε τα δύο αυτά μέρη, που αποδεικνύουν πώς η μουσική και η δράση συνυπάρχουν αρμονικά, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο θεατρικό αποτέλεσμα. 
Σήμερα, 25 Οκτωβρίου, που γιορτάζεται ως "Ημέρα Όπερας" τα δύο αυτά αριστουργήματα του παγκόσμιου μουσικού ρεπερτορίου μάς υπενθυμίζουν την αξεπέραστη δύναμη της μουσικής να εκφράζει βαθιά συναισθήματα και να ζωντανεύει χαρακτήρες. Μας δείχνουν πώς δύο διαφορετικές μορφές μουσικού θεάτρου μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια "σκηνή συναισθημάτων", αποκαλύπτοντας την καθολική γλώσσα της μουσικής που αγγίζει τον θεατή ανεξαρτήτως εποχής, ύφους και τόπου.

Bizet: "Carmen, Act IV":



Strauss II: Die Fledermaus, Act III - Finale:

"Η σαμπάνια είναι η εξήγηση,
Τρα-λα, λα-λα-λα-λα-λα-λα,
Για την παράβασή σου,
Τρα-λα, λα-λα-λα-λα-λα-λα.

Κι αν και σ’ αγαπώ πολύ,
Πρέπει να είμαι προσεκτική, σαφώς,
Να βεβαιωθώ ότι και όταν πίνεις,
Μόνο εμένα σκέφτεσαι.

Μαζί, λοιπόν,
Θα μοιραστούμε την γλυκιά αίσθηση
των φυσσαλλίδων που ξεσηκώνουν
και της γλυκύτατης μέθης.

Πιείτε, πιείτε, πιείτε!"





Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Γιαν Λίφενς: ο καμβάς που αντηχεί μουσική της Χρυσής Ολλανδικής Εποχής...

Jan Lievens: "The Violin Player"


Ανάμεσα στους σημαντικότερους εκπροσώπους της Ολλανδικής Χρυσής Εποχής, ξεχωρίζει η μορφή του γεννημένου στις 24 Οκτωβρίου 1607, Γιαν Λίφενς, ενός εικαστικού καλλιτέχνη, που η μοίρα τον έδεσε στενά με τον μεγάλο Ρέμπραντ.
Jan Lievens
Γεννημένοι και οι δύο στο Λέιντεν, οι νεαροί ζωγράφοι μοιράστηκαν εκτός από τον τόπο καταγωγής και την εποχή τους, τους ίδιους δασκάλους και για αρκετά χρόνια, το ίδιο εργαστήριο. Η φιλία και η καλλιτεχνική τους συνύπαρξη δημιούργησαν έναν δημιουργικό ανταγωνισμό που οδήγησε και τους δύο σε νέα ύψη έκφρασης και τεχνικής.
Ο Λίφενς υπήρξε παιδί-θαύμα. Ήδη σε ηλικία 12 ετών είχε μαθητεύσει κοντά στον Πίτερ Λάστμαν, ενώ από νεαρή ηλικία ανέπτυξε προσωπικό ύφος, δραματικό και πλούσιο σε φωτοσκίαση, προοιωνίζοντας το ύφος του ώριμου Ρέμπραντ. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του εργάστηκε στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες και στην Αμβέρσα, δημιουργώντας εντυπωσιακά πορτρέτα, ιστορικές σκηνές και βιβλικές απεικονίσεις.

Σήμερα, με αφορμή τη γενέθλια επέτειο του εμβληματικού καλλιτέχνη απολαμβάνουμε το εικαστικό του: "The Violin Player", φιλοτεχνημένο γύρω στο 1625, ένα αριστούργημα της Ολλανδικής Χρυσής Εποχής που συνδυάζει την τεχνική αριστεία με την εκφραστική ένταση.

Jan Lievens: "The Violin Player", λεπτομέρεια
Στο έργο του Λίφενς, ο βιολιστής, απόλυτα αφοσιωμένος, κουρδίζει το βιολί του, προετοιμαζόμενος για την επικείμενη συναυλία. Φοράει κοστούμι εποχής από γυαλιστερό ριγωτό ύφασμα, ενώ ο καλλιτέχνης αποδίδει μαεστρικά τις αντανακλάσεις του φωτός, προσδίδοντας αίσθηση κίνησης. Το καπέλο με φτερό και η βελούδινη κουρτίνα πίσω του δημιουργούν ένα πλούσιο, ζεστό φόντο, ενώ οι πτυχώσεις του λευκού δαντελένιου πουκαμίσου συνταιριάζονται χρωματικά με τις λευκές σελίδες της παρτιτούρας. Οι γρήγορες αλλά προσεκτικές πινελιές του Λίφενς αποτυπώνουν υφή, φως και σκιές, δημιουργώντας τη στιγμή της ζωντανής προσμονής, όπου μουσική και εικόνα ενώνονται σε απόλυτη αρμονία.

Jan Pieterszoon Sweelinck
Αν και η ταυτότητα της μουσικής σύνθεσης δεν καταγράφεται, μπορούμε να φανταστούμε ότι ο βιολιστής μελετά έργο κάποιου διάσημου συνθέτη της εποχής του, όπως του συνονόματου, Jan Pieterszoon Sweelinck, γνωστού ως ο "Ορφέας του Άμστερνταμ".

Ο Sweelinck, συνθέτης, οργανίστας και δάσκαλος της Αναγέννησης, ξεχώρισε για την τεχνική του δεξιοτεχνία, την εκφραστικότητα και τις καινοτόμες φαντασίες και φούγκες για όργανο, επηρεάζοντας σημαντικά μελλοντικούς συνθέτες, όπως ο Γ.Σ.Μπαχ.
Οι σύνθεσεις του, με αποκορύφωμα την "Fantasia Cromatica, SwWV 258", συνδυάζουν χρωματικές κλίμακες, πλούσια πολυφωνία και σύνθετες διακοσμήσεις, καθιστώντας τον έναν από τους πιο σημαντικούς μουσικούς της Χρυσής Ολλανδικής Περιόδου.


Η "Fantasia Cromatica" θεωρείται το πιο διάσημο έργο του Jan Pieterszoon Sweelinck. Συντέθηκε γύρω στο 1600 για όργανο, αλλά έχει διασκευαστεί και για βιολί, καθώς και για κουαρτέτο εγχόρδων. Πρόκειται για μια φαντασία σε τρία μέρη, που ξεχωρίζει για την έντονη χρήση της χρωματικής κλίμακας(στην οποία η σειρά των φθόγγων προχωρά ανά ημιτόνιο), γεγονός που την καθιστά ιδιαίτερα εκφραστική και δυναμική.

Η σύνθεση αποτελεί εμβληματικό δείγμα της περιόδου και λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στην Αναγέννηση και το Μπαρόκ, συνδυάζοντας πολυφωνία, πλούσιες διακοσμήσεις και ελευθερία στη φαντασία του εκτελεστή. Επηρέασε σημαντικά μελλοντικούς συνθέτες, όπως ο Γ.Σ.Μπαχ ο οποίος εμπνεύστηκε για να δημιουργήσει τη δική του "Χρωματική Φαντασία και Φούγκα". 

Και καθώς φανταζόμαστε τον ήχο της "Χρωματικής Φαντασίας" να αντηχεί στον χώρο, επιστρέφουμε με θαυμασμό στον κόσμο που δημιούργησε ο Γιαν Λίφενς, τη στιγμή που ο βιολιστής είναι απόλυτα αφοσιωμένος στην προετοιμασία της συναυλίας. Ο Λίφενς καταφέρνει να ενώσει στο ίδιο καμβά τη ζωντάνια της καθημερινής πραγματικότητας με την ποιητική ένταση της μουσικής. Μέσα από τον κόσμο που απεικονίζει, νιώθουμε την ίδια ζωντάνια και εκφραστικότητα που ο Sweelinck μετέδιδε στη μουσική του, υπενθυμίζοντάς μας ότι η τέχνη, είτε με πινέλο είτε με ήχο, αποτελεί έναν διάλογο ανάμεσα στην ανθρώπινη ψυχή και την ομορφιά που την περιβάλλει...


J.P. Sweelinck: "Fantasia Cromatica, SwWV 258", διασκευή για Κουαρτέτο Εγχόρδων


Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Λαμαρτίνος: οι "Ποιητικές και Θρησκευτικές Αρμονίες" του ως Μουσική προσευχή...



Ο γεννημένος, 21 Οκτωβρίου 1790 στη Βουργουνδία, Alphonse de Lamartine, υπήρξε κορυφαίος ποιητής του γαλλικού ρομαντισμού, πολιτικός και στοχαστής. Με το έργο του, που χαρακτηρίζεται από λυρισμό και βαθύ πνευματικό προβληματισμό καθιέρωσε το ρομαντικό ύφος στη γαλλική ποίηση. 


Έλεγε πως "η Μουσική είναι η Λογοτεχνία της καρδιάς" και πως "μια συνείδηση χωρίς Θεό είναι σαν το δικαστήριο χωρίς δικαστή", φράσεις που αντανακλούν το ύφος της συλλογής του "Harmonies poétiques et religieuses - Ποιητικές και Θρησκευτικές Αρμονίες", ένα κομβικό έργο της γαλλικής ρομαντικής ποίησης, μια στιγμή μετάβασης του ποιητή από τον αμιγώς λυρικό, φυσιολατρικό τόνο προς μια βαθιά πνευματική, μεταφυσική και θρησκευτική ποίηση.

Το έργο εκδόθηκε το 1830 στο Παρίσι και περιλαμβάνει δύο τόμους ποιημάτων, τα οποία συγκροτούν έναν ενιαίο στοχαστικό και συναισθηματικό κόσμο.

Από εικονογράφηση της ποιητικής συλλογής
Τα ποιήματα αυτής της συλλογής διαπνέονται από την αναζήτηση της αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο, τη φύση και το θείο. Η φύση δεν αποτελεί απλώς φόντο για τα συναισθήματα του ποιητή, αλλά λειτουργεί ως σύμβολο του θείου, ως δρόμος προς την κατανόηση του Απόλυτου. Τα ποιήματα εκφράζουν την έντονη παρουσία του στοχασμού πάνω στον θάνατο, την αιωνιότητα, τη μνήμη και την πίστη.

Η συλλογή προέκυψε μετά το ταξίδι του Λαμαρτίνου στην Ιταλία. Η εμπειρία του τοπίου, η επαφή με την ιταλική τέχνη και η περισυλλογή που του προσέφερε το ταξίδι ενσωματώνονται στις ποιητικές του εικόνες.

Η γλώσσα της συλλογής είναι λυρική, με έντονη μουσικότητα και με πλούσια χρήση της εικονοποιίας. Ο τίτλος της, "Αρμονίες Ποιητικές και Θρησκευτικές", εκφράζει την επιθυμία του ποιητή να υπερβεί τα όρια του ατομικού συναισθήματος και να συναντήσει κάτι καθολικό, υπαρξιακό. Ο Λαμαρτίνος επιχειρεί να συνδέσει τον ανθρώπινο στοχασμό με τον παγκόσμιο ρυθμό, με μια κοσμική μουσική στην οποία η ανθρώπινη εμπειρία είναι μία μόνο φωνή. Ίσως γι' αυτό ο ίδιος αποκάλεσε τα ποιήματα της συλλογής του, "Σύγχρονους Ψαλμούς".  



Εμπνευσμένη άμεσα από την ποιητική συλλογή του Λαμαρτίνου είναι η σύνθεση του Φραντς Λιστ: "Harmonies poétiques et religieuses", ένας πιανιστικός κύκλος, από τα πιο φιλοσοφημένα και πνευματικά έργα του Λιστ όπου ο συνθέτης επιχειρεί να αποδώσει μουσικά τη βαθιά μεταφυσική και θρησκευτική διάσταση της ποίησης του Γάλλου ρομαντικού.

Συντέθηκε το διάστημα 1847 -1853 και περιλαμβάνει δέκα μουσικά μέρη:

Invocation
Ave Maria
Bénédiction de Dieu dans la solitude
Pensée des morts
Pater Noster
Hymne de l’enfant à son réveil
Funérailles
Miserere d’après Palestrina
Andante lagrimoso και
Cantique d’amour.

Εκτός από τα ποιήματα του Λαμαρτίνου, ο Λιστ εμπνέεται και από την πνευματική και ηθική ουσία τους: τη σχέση του ανθρώπου με το θείο, τον θάνατο, την προσευχή, την εσωτερική γαλήνη και την υπαρξιακή αγωνία. Το έργο δεν αποτελεί δείγμα προγραμματικής μουσικής -με την αυστηρή έννοια του όρου- αλλά αναμφίβολα είναι στοχαστικό και αποκαλυπτικό, όπως και η ποιητική του πηγή.
Ο ίδιος ο Λιστ, στην προμετωπίδα της παρτιτούρας, σημείωσε:
"Η θρησκεία δεν είναι δόγμα, αλλά ποίηση. Ο Λαμαρτίνος την έκανε μουσική μέσω του λόγου, εγώ προσπάθησα να την κάνω ποίηση μέσω του ήχου".

Το έργο δεν αναδεικνύει τη δεξιοτεχνία του συνθέτη, αλλά τον εσωτερικό, πνευματικό Λιστ, εκείνον που επιδιώκει την απλότητα, την καθαρότητα και τη μελωδία με βάθος.
Ιδιαίτερα το "Bénédiction de Dieu dans la solitude - Ευλογία του Θεού στη Μοναξιά" θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του ρομαντικού ρεπερτορίου για πιάνο, καθώς εκφράζει μια βαθιά αίσθηση γαλήνης, πίστης και εσωτερικής λύτρωσης.

Το σύνολο του έργου εκφράζει τον Λιστ της ώριμης δημιουργικής του περιόδου, ο οποίος στρέφεται όλο και περισσότερο προς τη θρησκεία, τον μυστικισμό και την εσωτερική αναζήτηση, απομακρυνόμενος από τη φαντασμαγορία της νεότητας. Το έργο αυτό προοιωνίζει επίσης την αισθητική του ύστερου ρομαντισμού και του ιμπρεσιονισμού στον 20ό αι, ιδιαίτερα μέσω της χρήσης χρωματικής αρμονίας, ατμοσφαιρικών ηχοχρωμάτων και της ελευθερίας στη μουσική μορφή.

Ευλογία του Θεού

Στη Μοναξιά

Από πού μού ’ρχεται, ω Θεέ μου, αυτή η ειρήνη που με πλημμυρίζει;
Από πού μού ’ρχεται αυτή η πίστη που ξεχειλίζει στην καρδιά μου;
Σε μένα, που μόλις πριν, αβέβαιος, ταραγμένος,
Κυλούσα στους κυματισμούς της αμφιβολίας, παλεύοντας με κάθε άνεμο,
Ψάχνοντας το καλό, το αληθινό, στ’ όνειρο των σοφών,
Και την ειρήνη σε καρδιές που βροντούσαν από καταιγίδες;
Μόλις λίγες μέρες γλίστρησαν πάνω στο μέτωπό μου,
Κι όμως νιώθω πως πέρασε ένας αιώνας κι ένας κόσμος,
Κι ότι, χωρισμένος απ’ αυτούς από μιαν άβυσσο απέραντη,
Ένας νέος άνθρωπος ξαναγεννιέται και ξαναρχίζει μέσα μου.
Αχ! Είναι γιατί άφησα, για την ειρήνη της ερημιάς,
Το πλήθος όπου κάθε ειρήνη διαφθείρεται ή χάνεται
Είναι γιατί ξαναβρήκα στον αγροτικό μου τόπο
Τους αναστεναγμούς της πηγής μου και τη σκιά της οξιάς μου,
Κι αυτά τα βουνά, γαλάζιους στύλους ενός εκθαμβωτικού θόλου,
Και τον ουρανό μου γεμάτο αστέρια απ’ όπου κατεβαίνει η έκσταση
Είναι γιατί η ψυχή του ανθρώπου είναι σαν καθαρό νερό,
Που το γαλάζιο του θαμπώνει στον κάθε άνεμο που το ρυτιδώνει,
Μα μόλις για λίγο ο άνεμος κοπάσει
Ξαναγυαλίζει η επιφάνεια όπου τρεμόπαιξε ο ουρανός
Είναι γιατί ο καπνός μιας καλύβας από άχυρο,
Λίγο χορτάρι που ανάβει το βράδυ ο βοσκός,
Αρκεί για να θολώσει όλον τον ουρανό μιας κοιλάδας,
Και να κρύψει το φως από τον καθαρότερο ορίζοντα!
Μα μόλις φυσήξει ένας άνεμος, απ’ το δειλινό ή την αυγή,
Το σύννεφο ανοίγει, διαλύεται
Η σκιά επάνω στα χορτάρια χωρίζεται από το φως,
Και όλα γύρω ξαναβρίσκουν τα χρώματα και τα σχήματά τους
Η ηλιαχτίδα, σαν αιθέριο κύμα,
Ξαναπηδά από τη γη στην γαλάζια της πηγή
Ο ορίζοντας λάμπει από χαρά και φως,
Και δεν θυμάται πια τη λίγη σκοτεινιά...

Το "Bénédiction de Dieu dans la solitude" παρά την τεχνική του δυσκολία, δεν είναι επιδεικτικό, όμως απαιτεί ωριμότητα και εσωτερική έκφραση.


Franz Liszt: "Harmonies Poétiques Et Religieuses S.173,
N.3: Bénédiction de Dieu dans la solitude"



Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Η "Οφηλία" του Ρεμπώ σε νότες...





Ο Γάλλος συμβολιστής ποιητής Αρθούρος Ρεμπώ που γεννήθηκε σαν σήμερα, 20 Οκτωβρίου 1854 ολοκλήρωσε το ποιητικό του έργο μέχρι την ηλικία των 20 ετών και εξαιτίας του πολυτάραχου βίου και της χειμαρρώδους ιδιοσυγκρασίας του εντάχθηκε στον κύκλο των "Καταραμένων Ποιητών".
Στην ποίηση του Ρεμπώ συχνά φανερώνεται το ατίθασο και απείθαρχο του χαρακτήρα του γι'αυτό ίσως ο Αλμπέρ Καμύ τον χαρακτήρισε "στασιαστή ποιητή-ποιητή της εξέγερσης"!

Παρά τη σύντομη και ταραχώδη ζωή του, το έργο του παραμένει μια από τις μεγαλύτερες κληρονομιές της παγκόσμιας ποίησης.


Σκίτσο του Ρεμπώ από τον Βερλαίν
Το 1870 και σε ηλικία 16 ετών, ο Ρεμπώ έγραψε το ποίημα "Ophélie". 
Αποτελεί μια από τις πρώτες ενδείξεις της εκπληκτικής ωριμότητας και δεξιοτεχνίας του, με επιρροές από τον ρομαντισμό και τη λογοτεχνική παράδοση του 19ου αιώνα.

Εμπνέεται από την τραγική μορφή της Οφηλίας του Σαίξπηρ (Άμλετ), που έχει ήδη γίνει σύμβολο χαμένης αθωότητας και γυναικείας ευαισθησίας συντετριμμένης από την κοινωνία.

Η γλώσσα του είναι λυρική, με μουσικότητα και πλούσια σε φυσικές εικόνες. Ο Ρεμπώ δεν χρησιμοποιεί τη φύση απλώς ως σκηνικό, αλλά ως αντανάκλαση της εσωτερικής κατάστασης της ηρωίδας.

Η Οφηλία παρουσιάζεται σαν γυναίκα-μύθος, που δεν αντέχει την πραγματικότητα και βυθίζεται σε έναν κόσμο σιωπηλής τραγικότητας και αιώνιας ομορφιάς. Ένα πρώιμο, βαθιά αισθαντικό ποίημα που προαναγγέλλει τη μοναδική ποιητική φωνή του Ρεμπώ.


Ι

Πάνω σε κύματα ήρεμα όπου κοιμούνται αστέρια
Σαν τα μεγάλα κρίνα, πλέει η Οφηλία η λευκή·
Πλέει απαλά πλαγιάζοντας πάνω στα μακριά της πέπλα .
-Και μέσα στα μακρινά τα δάση ακούγονται αλαλαγμοί.

Πάνε χίλια τόσα χρόνια που η λυπημένη Οφηλία
Περνά, φάντασμα λευκό, πάνω σε ποτάμι μελανό·
Πάνε χίλια τόσα χρόνια που η γλυκιά της τρέλα
Τραγούδι μουρμουρίζει στον άνεμο το βραδινό.

Η αύρα τα στήθη της φιλά, και ένα στεφάνι πλέκει
Με τα πέπλα τα μεγάλα της που τα λικνίζουνε νερά νωχελικά·
Οι τρέμουσες ιτιές στους ώμους της θρηνούνε,
Στο ονειροπόλο της μέτωπο υποκλίνεται η καλαμιά.

Γύρω της τα τσαλακωμένα νούφαρα αχολογούνε·
Πότε-πότε ξυπνά μέσα στη σκλήθρα όπου κοιμάται,
Μία φωλιά απ’ όπου βγαίνουν ρίγη φτερωτά:
-Ένα μυστήριο τραγούδι που πέφτει από τ’ άστρα τα χρυσά

(Αρθούρος Ρεμπώ: "Οφηλία", μτφ: Ιωάννα Αβραμίδου)
πηγή: staxtes



Το παραπάνω -πρώτο μέρος του ποιήματος "Οφηλία" του Ρεμπώ- παρουσιάζει την ηρωίδα ως λυρική, φευγαλέα μορφή, να επιπλέει νεκρή στο ποτάμι, μέσα σε έναν ονειρικό, γαλήνιο και μακάβρια όμορφο φυσικό κόσμο. Η φύση δεν λειτουργεί ως αντίθεση, αλλά αγκαλιάζει τρυφερά τον θάνατό της: τα πέπλα λικνίζονται, οι ιτιές θρηνούν, τα αστέρια και τα άνθη συμμετέχουν στη σιωπηλή πομπή. Η γλώσσα είναι συμβολική, συνδέοντας την τρέλα, την αθωότητα και τον θάνατο σε μια ενιαία εικόνα βαθιάς μελαγχολίας. Ένα λυρικό ρέκβιεμ για τη χαμένη Οφηλία και την εύθραυστη ψυχή της.

John Everett Millais: "Ophelia"




Ο κύκλος "Poèmes d’automne" του Gabriel Dupont συντέθηκε το 1904, σε μια περίοδο όπου ο συνθέτης, νεαρός ακόμη, βρισκόταν σε δημιουργική έξαρση, αλλά και αντιμέτωπος με την εύθραυστη υγεία του, καθώς ήδη έπασχε από φυματίωση. Το έργο περιλαμβάνει 8 τραγούδια για φωνή και πιάνο, βασισμένα σε ποιήματα Γάλλων λογοτεχνών. Ο κύκλος διατηρεί συναισθηματική ενότητα, εστιάζοντας σε μια φθινοπωρινή μελαγχολία, μελαγχολία απώλειας, φθοράς, αλλά και στοχαστικής τρυφερότητας. Η μουσική κινείται ανάμεσα στον ύστερο ρομαντισμό και τον πρώιμο ιμπρεσιονισμό, με εκφραστική μελωδία και λεπτή, ατμοσφαιρική συνοδεία, μια "μικρή αποκάλυψη" για τους λάτρεις της γαλλικής mélodie.

Στον κύκλο περιλαμβάνεται και η "Ophelie", με τη μουσική να ενισχύει την ονειρική ατμόσφαιρα του ποιήματος. Ευαίσθητες αρμονικές μεταπτώσεις και διακριτικές δυναμικές αλλαγές δημιουργούν αίσθηση επιπλεύσεως και αιώρησης, αποδίδοντας την εικόνα της Οφηλίας να επιπλέει στα ήρεμα νερά. Η μελωδία ρέει με νανουριστική, υποβλητική ποιότητα, ενώ οι αρμονίες δημιουργούν αίσθηση μυστηρίου και εσωτερικής έντασης, αντανακλώντας την ψυχική κατάσταση της Οφηλίας ανάμεσα στην τρέλα, τη θλίψη και την ειρήνη του θανάτου...

Gabriel Dupont: "Ophelie" από τον κύκλο "Poèmes d’automne":



Στο μπλογκ υπάρχουν και άλλα κείμενα για τον Ρεμπώ. Περιηγηθείτε!





Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Emil Gilels: Το πορτρέτο ενός Μεγάλου Πιανίστα...

 

melody.su
Ο Emil Gilels γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1916, στην Οδησσό της Ουκρανίας, τότε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Μεγάλωσε σε ένα αστικό εβραϊκό περιβάλλον, σε μια πόλη που υπήρξε καλλιτεχνικό σταυροδρόμι. Η Οδησσός εκείνης της εποχής έσφυζε από πολιτιστική ζωή, ένας ιδανικός τόπος για να γεννηθεί ένα μουσικό ταλέντο τέτοιου βεληνεκούς.


Η μουσική του πορεία ξεκίνησε πολύ νωρίς. Σε ηλικία 5 ετών άρχισε μαθήματα πιάνου με έναν τοπικό δάσκαλο, και μέχρι τα 12 του είχε ήδη δείξει εξαιρετικά χαρίσματα. Το 1929, σε ηλικία μόλις 13 ετών, έδωσε την πρώτη του δημόσια συναυλία. Λίγο αργότερα έγινε δεκτός στο Ωδείο της Οδησσού, και αργότερα συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο της Μόσχας, με δάσκαλο τον σπουδαίο Heinrich Neuhaus.
Από τα πρώτα του βήματα, οι δάσκαλοί του εντόπισαν στον Gilels όχι μόνο εξαιρετική τεχνική, αλλά και μουσική ωριμότητα πέρα από την ηλικία του.

Ο Emil Gilels εξελίχθηκε σε μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες του πιάνου στον 20ό αιώνα. Η καλλιτεχνική του προσέγγιση συνδύαζε τη λάμψη της δεξιοτεχνίας με έναν βαθύ στοχασμό πάνω στη μουσική ουσία. Ήταν ένας πιανίστας που δεν αρκούνταν στην τεχνική αρτιότητα, επεδίωκε τη συναισθηματική αλήθεια και το πνευματικό βάθος. Έπαιζε με φυσικότητα και άνεση, με δύναμη αλλά και σεμνότητα. Σε κάθε έργο, η ερμηνεία του ακτινοβολούσε καθαρότητα, ακρίβεια και ουσία. 

melody.su
Όπως σημείωσε ένας κριτικός:

"Συγκέντρωνε τη δύναμή του και το σπάνιο του ταλέντο στην τέχνη της ερμηνείας, διεισδύοντας με ευαισθησία στην ουσία της σύνθεσης. Έτσι, κατάφερε να φέρει την καλλιτεχνική του προσέγγιση στο ίδιο υψηλό επίπεδο με την τεχνική του αρτιότητα".

Ο σπουδαίος μουσικοκριτικός, Harold C. Schonberg, στο βιβλίο του "The Great Pianists", γράφει:

"Ο Gilels έπαιζε με ευκολία και φυσικότητα, με δύναμη αλλά και ταπεινή μουσικότητα. Η τεχνική του ήταν εκπληκτική. Χρόνια αργότερα, ο δάσκαλός του, Heinrich Neuhaus, εξακολουθούσε να μένει άναυδος από τις οκτάβες του στην "Ισπανική Ραψωδία" του Liszt. Κι όμως, ουδέποτε αντιμετωπίστηκε ως απλός βιρτουόζος".

Ο Γκίλελς συνήθιζε να λέει πως, για κείνον "κάθε νότα έπρεπε να "μιλάει", να έχει προσωπικότητα, έκφραση, να λέει κάτι ουσιαστικό στο ακροατήριο", πεποίθηση που επηρέαζε άμεσα και τις καλλιτεχνικές του επιλογές, ακόμα και την ταχύτητα με την οποία έπαιζε ένα κομμάτι. Καθοριζόταν από το πόσο καθαρά μπορούσε να αναδειχθεί το "νόημα" κάθε νότας. Γι' αυτό και ως παράδειγμα αναφέρονται συχνά οι εκτελέσεις του σε έργα του Λιστ. Γιατί υπάρχει μια τέλεια ισορροπία ανάμεσα στη δύναμη και τη λάμψη, ακόμη και στα πιο γρήγορα περάσματα, κάθε νότα ακούγεται καθαρά, με νόημα...


Emil Gilels / Liszt: "Spanish Rhapsody":



Ο Gilels δεν υπήρξε αγαπητός μόνο στο κοινό, αλλά και βαθιά σεβαστός από τους μεγαλύτερους μαέστρους της εποχής του:

"Είναι ένα φαινόμενο, πολλαπλασιασμένο άπειρα από την ευαισθησία της ψυχής, την εκφραστικότητα, την τέλεια αίσθηση του μέτρου και αίσθηση της μουσικής", 

θα πει ο εμβληματικός δ/ντής ορχήστρας, Karl Böhm ενώ ο  Herbert von Karajan θα δηλώσει:

"Στη ζωή μου, είχα την τύχη να ακούσω πολλούς μεγάλους πιανίστες… αλλά ο Emil ήταν πάντα για μένα το Νο 1".


Στη μουσική, οι νότες είναι η "φωνή", το μέσο με το οποίο εκφράζεται ο ήχος. Όμως, εξίσου ουσιαστική είναι και η παύση, η σιωπή ανάμεσα στους ήχους, που λειτουργεί σαν ανάσα. Είναι εκείνη η αόρατη στιγμή που δεν ακούγεται τίποτα, αλλά λέγονται πολλά. Εκεί όπου γεννιούνται η ένταση, η προσδοκία, η λύτρωση. Η σιωπή δεν είναι απουσία. Είναι μια ενεργή, εκφραστική παρουσία, ένας ζωντανός χώρος μέσα στη μουσική.

Ευαίσθητος και στοχαστικός πιανίστας ο Emil Gilels είχε συνειδητοποιήσει αυτό το βάθος της σιωπής. Είχε πει χαρακτηριστικά:

"Λέω συχνά πως η σιωπή είναι το θεμέλιο της μουσικής. Ακόμα και μέσα σε μια τρίλια, όσο γρήγορη κι αν είναι, μπορεί κανείς να νιώσει την παρουσία της σιωπής, ήρεμη και ατόφια. Όταν όμως η τρίλια γίνεται φλύαρη, χάνει τη μαγεία της και κουράζει".

classicalmusicnews
Στο παίξιμό του, η σιωπή δεν ήταν ένα απλό τεχνικό διάλειμμα. Ήταν ποιητική παύση, μια στιγμή νοήματος, βάθους και ακρίβειας. Ήταν ανάμεσα στις νότες όπου γεννιόταν η αληθινή μουσική, εκεί που η τέχνη ξεπερνούσε τον ήχο και γινόταν καθαρή έκφραση.

Ένα από τα πιο ξεχωριστά γεγονότα στην καριέρα του Γκίλελς ήταν η συνεργασία του με τον Κάραγιαν, σε μια μοναδική ερμηνεία του "Κοντσέρτου για Πιάνο αρ. 3" του Μπετόβεν. Η συναυλία δόθηκε τον Αύγουστο του 1976, στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, και αποτελεί τη μοναδική γνωστή συνεργασία των δύο μεγάλων καλλιτεχνών σε αυτό το έργο.
Η ηχογράφηση κυκλοφόρησε πολλά χρόνια αργότερα από το Ίδρυμα Gilels.
Παρότι οι πολιτικές συνθήκες της εποχής περιόριζαν τέτοιες συνεργασίες, το καλλιτεχνικό τους αποτέλεσμα απέδειξε τη δύναμη της μουσικής να ξεπερνά σύνορα και ιδεολογίες.


Ο Emil Gilels δεν ήταν απλώς ένας βιρτουόζος πιανίστας, ήταν ένας ποιητής του ήχου, ένας μουσικός στοχαστής. Η επιρροή του εκτείνεται πολύ πέρα από τη σκηνή. Οι ερμηνείες του συνεχίζουν να εμπνέουν πιανίστες, δασκάλους και ακροατές σε όλο τον κόσμο. Η κληρονομιά του δεν περιορίζεται στο τεχνικό του επίτευγμα, αλλά διατηρείται ζωντανή στη μουσική αλήθεια που κατέθεσε με κάθε νότα...

Beethoven: "Piano Concerto No. 3"
(Emil Gilels - Herbert Von Karajan)