Translate

fb

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

"Η Κουκουβάγια και η Γατούλα": από τις ποιητικές αράδες στην παρτιτούρα του Στραβίνσκυ...


Ο Έντουαρντ Ληρ με τον γάτο του, Φος




Ο Άγγλος καλλιτέχνης, Έντουαρντ Ληρ, ήταν εικονογράφος, συγγραφέας, μουσικός και ποιητής, γνωστός κυρίως για την ενασχόλησή του με την παράδοξη λογοτεχνία ή λογοτεχνία της ανοησίας (nonsense literature) και ιδιαίτερα για τα λίμερίκ του.

Ξεκίνησε την καριέρα του ως σχεδιαστής, με εξειδίκευση στην εικονογράφηση πτηνών και ζώων. Παράλληλα, ασχολήθηκε ενεργά με τη μουσική. Έπαιζε κυρίως πιάνο, αλλά και ακορντεόν, φλάουτο και κιθάρα. Συνέθεσε μουσική για πολλά ρομαντικά και βικτωριανά ποιήματα, ενώ έγινε ευρύτερα γνωστός για τις μουσικές διασκευές ποιημάτων του Άλφρεντ Τέννυσον.Αξιοπρόσεκτο είναι πως οι διασκευές αυτές ήταν οι μόνες που ο ίδιος ο Τέννυσον ενέκρινε επίσημα.

Ο γάτος του Ληρ, Φος
Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη ζωή του Έντουαρντ Ληρ υπήρξε η σχέση του με τον Φος, τη γάτα του, με το επίσημο όνομα "Αντερφός", εμπνευσμένο από την ελληνική λέξη "αδερφός". Ο Φος ήταν ένας τιγρέ γάτος, με κομμένη ουρά, εύσωμος και "μη ελκυστικός", όπως τον περιγράφει ο ίδιος ο Ληρ. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε ένα από τα πιο αγαπημένα του πλάσματα.

Ο Φος αναφέρεται συχνά στην προσωπική αλληλογραφία του Ληρ και λέγεται πως την εποχή εκείνη, ήταν σχεδόν τόσο γνωστός όσο και ο ιδιοκτήτης του. Η κηδεία του Φος, μάλιστα, υπήρξε τόσο περίτεχνη, ώστε θεωρείται πως ξεπέρασε σε φροντίδα ακόμη και την ίδια την ταφή του Ληρ.
Ο Φος ενέπνευσε επίισης τη φιγούρα της γάτας στις εικονογραφήσεις του ποιήματος "Η κουκουβάγια και η γάτα - The Owl and the Pussycat", ενός από τα πιο αγαπημένα και διαχρονικά έργα του Έντουαρντ Ληρ.



"Η Κουκουβάγια κι η Γατούλα πήγαν στη θάλασσα
σε βαρκάκι πράσινο σαν το μπιζέλι,
Πήραν λίγο μέλι κι αρκετά λεφτά,
τυλιγμένα σε πεντόλιρα χαρτονομίσματα.
Η Κουκουβάγια κοίταξε τ’ αστέρια ψηλά
κι έπαιζε το κιθαρόνι
"Ω γλυκιά Γατούλα! Ω Γατούλα, αγάπη μου,
Τι όμορφη γατούλα είσαι,
Είσαι,
Είσαι!
Τι όμορφη γατούλα είσαι!"

Η Γατούλα είπε στην Κουκουβάγια: "Εσύ κομψό πουλί!
Τι γλυκά τραγουδάς!
Ας παντρευτούμε! Πολύ καθυστερήσαμε,
Αλλά πού θα βρούμε βέρα;"
Ταξίδεψαν μακριά, ένα χρόνο και μία μέρα,
Στη χώρα που το δέντρο όπου φυτρώνει το δέντρο μπονγκ.
Εκεί, σ’ ένα δάσος, στάθηκε ένας γουρουνάκος,
με βέρα κρεμασμένη στη μύτη του,
Τη μύτη,
Τη μύτη,
Με βέρα κρεμασμένη στη μύτη του.

"Αγαπημένε γουρουνάκο, θες να πουλήσεις
τη βέρα σου για μία λίρα;" κι ο γουρουνάκος είπε, "Ναι"
Την πήραν, και την άλλη μέρα
τους πάντρεψε η γαλοπούλα που ζει στον λόφο.
Έφαγαν κιμά και κομμάτια από κυδώνι
που τα έτρωγαν με μια κουτάλα περίεργη,
Κι εκεί χέρι με χέρι, στην άκρη της άμμου,
χόρεψαν στο φως του φεγγαριού,
Του φεγγαριού,
Του φεγγαριού,
Χόρεψαν στο φως του φεγγαριού"


(από την εικονογράφηση του ποιήματος)
Το ποίημα "Η Κουκουβάγια και η Γατούλα" αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της λεγόμενης λογοτεχνίας της ανοησίας του Έντουαρντ Ληρ, ο οποίος παίζει με τη γλώσσα και το νόημα, δημιουργώντας παράδοξες, φανταστικές εικόνες και ιστορίες χωρίς λογική συνοχή, ωστόσο γοητεύουν με την απλότητά τους και τη μουσικότητά τους.

Η ιστορία της κουκουβάγιας και της γατούλας, που ταξιδεύουν μαζί, παντρεύονται -παρά τις διαφορές τους- και γιορτάζουν τη ζωή τους, λειτουργεί ως ένας ύμνος στην αγάπη, την περιπέτεια και τη φιλία.
Το φανταστικό ταξίδι και τα αλλόκοτα πλάσματα που συναντούν (όπως ο γουρουνάκος με τη βέρα στη μύτη) ενισχύουν το παιχνίδι με το παράλογο και τη φαντασία.
Η κουκουβάγια και η γάτα είναι δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πλάσματα, που συνήθως συμβολίζουν αντίστοιχα τη σοφία και την ανεξαρτησία. Ο γάμος τους μπορεί να διαβαστεί και ως μεταφορά για τη συμφιλίωση των αντιθέτων.

Η απλότητα του λεξιλογίου και η ελαφρότητα της ιστορίας προσδίδουν στο ποίημα έναν παιχνιδιάρικο, σχεδόν παιδικό χαρακτήρα, ενώ η καταληκτική φράση "χορεύανε στο φως του φεγγαριού" το σφραγίζει με ρομαντισμό και μαγεία.


Ο Έντουαρντ Ληρ με τον γάτο του, Φος
Το ποίημα, γεμάτο ρυθμικές φράσεις και επαναλήψεις, είναι ιδανικό για μελοποίηση κάτι που αξιοποίησε ο Ιγκόρ Στραβίνσκι δίνοντας τη δική του μουσική εκδοχή.


Το "The Owl and the Pussy-Cat" υπήρξε ένα από τα τελευταία έργα του μεγάλου Ρώσου συνθέτη και κατέχει μια ξεχωριστή θέση στο ώριμο ρεπερτόριό του, "ένα μικρό, λυρικό διαμαντάκι, γεμάτο χιούμορ, ευαισθησία και αποχαιρετισμό", όπως χαρακτηρίστηκε.

Ο συνθέτης το έγραψε το 1966, αμέσως αφότου άκουσε τη σύζυγό του, Βέρα, να απαγγέλλει το ποίημα του Έντουαρντ Ληρ. Ο Στραβίνσκι εντυπωσιάστηκε από τη φαντασία, το λεπτό χιούμορ και την παραμυθένια, μα ταυτόχρονα φιλοσοφική διάθεση των στίχων. Όπως συνήθιζε να λέει, "το ποίημα αυτό αποτελεί έναν ύμνο στη διαφορετικότητα και την αποδοχή".

Η σύνθεση, για σοπράνο και πιάνο, βασίζεται σε ευέλικτους ρυθμούς που παραπέμπουν σε παιδικό τραγούδι, χωρίς όμως να χάνει σε μουσική πολυπλοκότητα. Η μελωδία δεν είναι ούτε εύκολη ούτε "γλυκερή". Αντιθέτως, κρύβει ειρωνεία, εσωτερική ένταση και ένα παιχνιδιάρικο, σχεδόν θεατρικό ύφος. Το πιάνο σχολιάζει διακριτικά την αφήγηση, με τροπικές αποχρώσεις και υπαινικτικές αρμονίες, προσθέτοντας βάθος και χρώμα.

Το έργο αφιερώθηκε στη Βέρα Στραβίνσκι, γεγονός που του προσδίδει μια ακόμη πιο τρυφερή και προσωπική διάσταση. Ωστόσο, πίσω από τη φαινομενική ελαφρότητα κρύβεται μια ώριμη ματιά στο χιούμορ, την αγάπη και την ανθρώπινη κατάσταση. Ο Στραβίνσκι καταφέρνει να ισορροπήσει την απλότητα με τη λεπτότητα της μουσικής πρόθεσης, αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά την ικανότητά του να εκφράζει σύνθετα συναισθήματα με φαινομενικά απλά μέσα.

Η ερμηνεία απαιτεί ευελιξία και εκφραστική ευφυΐα από τον τραγουδιστή, ο οποίος καλείται να συνδυάσει αφήγηση, χιούμορ και λυρισμό με φωνητική ακρίβεια αλλά και θεατρική αίσθηση. Το έργο κινείται ανάμεσα σε ψιθυριστές λεπτομέρειες και απρόσμενες εκφραστικές εξάρσεις, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία φράση.

Stravinsky: "The Owl and the Pussy-Cat"




Αφορμή για το παρόν κείμενο στάθηκε η Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων, που τιμάται κάθε χρόνο στις 4 Οκτωβρίου. Η ημέρα αυτή δεν μας φέρνει κοντά μόνο στα ζώα ως συντρόφους της καθημερινής μας ζωής, αλλά και στους καλλιτέχνες που τα αγκάλιασαν με αγάπη και τα ανέδειξαν μέσα από το έργο τους. Ένας από αυτούς ήταν ο Έντουαρντ Ληρ, που αφιέρωσε σημαντικό μέρος της τέχνης του στον ζωικό κόσμο, είτε μέσα από τις σχολαστικές εικονογραφήσεις του είτε μέσα από την ευφάνταστη, τρυφερή και βαθιά γατόφιλη ποίησή του. 
Το ποίημα "The Owl and the Pussy-Cat" αποτελεί την πιο εμβληματική στιγμή αυτής της σχέσης, όπου το χιούμορ, η φαντασία και η αγάπη για τα πλάσματα του κόσμου ενώνονται σε μια ποιητική σπουδή πάνω στη συνύπαρξη, τη διαφορετικότητα και την αποδοχή.






Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Σιμανόφσκι – Χαφέζ: Η ανομολόγητη γλώσσα του "πόθου"...



Γεννημένος σαν σήμερα, 3 Οκτωβρίου 1882, ο Κάρολ Σιμανόφσκι, θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης πολωνικής σχολής και ο σημαντικότερος, μετά τον Σοπέν, Πολωνός συνθέτης. 
Στην αρχή της καριέρας του επηρεάστηκε από το νεορομαντισμό των Βάγκνερ και Ρίχαρντ Στράους, αλλά και το ιδιαίτερο ύφος του Σκριάμπιν, ώσπου ήρθε σε επαφή με τα πρωτοποριακά ρεύματα της μουσικής των Στραβίνσκι, Ντεμπισί και Ραβέλ και εντυπωσιασμένος υιοθέτησε ένα ιμπρεσιονιστικό στυλ, το οποίο εμπλούτισε με παραδοσιακές μελωδίες της πατρίδας του, δημιουργώντας έτσι τον προσωπικό του τρόπο έκφρασης που όρισε το πλαίσιο εξέλιξης της πολωνικής μουσικής του 20ου αι.


Το έργο του χαρακτηρίζεται από πολυπολιτισμική επιρροή, αισθητικό ραφινάρισμα και βαθύ ενδιαφέρον για τη μυστικιστική ποίηση, ιδιαίτερα της Ανατολής. 
Σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση του με την ποίηση του Πέρση μυστικιστή Χαφέζ είναι ξεχωριστή και καθοριστική για μια σημαντική μερίδα του έργου του. Ο συνθέτης βρήκε στον Χαφέζ ένα σύμπαν αισθησιασμού, πνευματικής μέθης και υπερβατικής αγάπης. Η ποίηση του Xαφέζ είναι γεμάτη αντιθέσεις: έρωτας και Θεός, κρασί και προσευχή, σάρκα και ψυχή, αντιθέσεις που αντανακλούν και τον εσωτερικό κόσμο του Σιμανόφσκι. Στη δική του Ανατολή, ο συνθέτης ανακάλυψε την απελευθέρωση από τα ασφυκτικά και συντηρητικά ευρωπαϊκά σχήματα.

Ο Σιμανόφσκι ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα κείμενα του Ανατολίτη ποιητή σε έναν τόμο που ανακάλυψε στη Βιβλιοθήκη της Βιέννης. Η ανακάλυψη αυτή φαίνεται πως απελευθέρωσε μια έκρηξη δημιουργικότητας μέσα του. Τόσο έντονος ήταν ο ενθουσιασμός και η συγκίνησή του από τη γνωριμία με την ποίηση του Χαφέζ, που σημειώνει στο σημειωματάριό του:
"Ο ίδιος ο Αλλάχ τον έφερε στα χέρια μου. Νομίζω ότι αυτά τα κείμενα είναι ιδανικά..."

Δύο κύκλοι τραγουδιών του Σιμανόφσκι βασίζονται στην ποίηση του Χαφέζ: τα έργα Οpus 24 και Οpus 26, γραμμένα το 1911 και το 1914, αντίστοιχα.

Ο πρώτος κύκλος, "Love Songs of Hafiz, Op. 24", περιλαμβάνει έξι τραγούδια για φωνή και πιάνο, εκ των οποίων τρία ενορχηστρώθηκαν αργότερα και ενσωματώθηκαν στο Op. 26, μαζί με πέντε νέα τραγούδια.

Οι στίχοι είναι σε γερμανική ελεύθερη απόδοση του Hans Bethge, και περιστρέφονται γύρω από θέματα όπως ο πόθος, η μέθη της αγάπης, ο θάνατος, η ομορφιά της νύχτας και το κρασί ως σύμβολο θεϊκής ένωσης. Ο Σιμανόφσκι δεν αντιμετώπισε τον Χαφέζ μόνο ως ποιητή, αλλά ως πύλη σε μια εναλλακτική κοσμοαντίληψη. Μέσα από τον περσικό μυστικισμό ανακάλυψε έναν τρόπο να εκφράσει το άρρητο, το βαθιά εσωτερικό. Βρήκε έναν ερωτισμό αδιαίρετο, πνευματικό και σαρκικό ταυτόχρονα. Βρήκε ένα μονοπάτι έκφρασης ελεύθερης και, κυρίως, απαλλαγμένης από ενοχή.
Η ποίηση του Χαφέζ του προσέφερε μια άλλη "πατρίδα", πέρα από γεωγραφικά σύνορα, μια πατρίδα του πνεύματος και των αισθήσεων.

Η μουσική γλώσσα του Σιμανόφσκι σε αυτούς τους κύκλους είναι εξωτική, λυρική και αισθησιακή, με έντονα χρωματικές αρμονίες, επηρεασμένες από τον Ντεμπυσσύ και τον Ραβέλ, αλλά και τον μυστικισμό του Σκριάμπιν.

Απολαμβάνουμε το πρώτο ποίημα του κύκλου Op. 24, "Πόθοι", στην ορχηστρική του εκδοχή, όπως εντάχθηκε αργότερα στο Op. 26.

"Μακάρι να ήμουν λίμνη καθάρια του πρωινού
κι εσύ, ο ήλιος, που καθρεφτίζεται μέσα της.

Μακάρι να ήμουν πηγή στα βάθη ενός λιβαδιού
κι εσύ το λουλούδι, που σκύβει να γελάσει μέσα της.

Μακάρι να ήμουν αγκάθι πράσινο πάνω στον θάμνο
κι εσύ το ρόδο, που γύρω του φωτίζει κατακόκκινο.

Μακάρι να ήμουν ένας κόκκος μικρός στην άμμο
κι εσύ το πουλί, που γρήγορα, γρήγορα τον τσιμπολογά!"


Ο Σιμανόφσκι δεν μελοποιεί απλώς το ποίημα του Χαφέζ. Δημιουργεί ένα μουσικό πορτρέτο του πόθου, σαρκικού και πνευματικού, τρυφερού και απελπισμένου, αισθησιακού και εξιδανικευμένου.
Το τραγούδι ολοκληρώνεται απαλά, χωρίς κορυφώσεις, υποδηλώνοντας πως η ένωση δεν συντελείται, αλλά παραμένει επιθυμία.


Karol Szymanowski, "Love Songs of Hafiz, Op. 26: I. Wünsche"



Παλαιότερα κείμενα για τον Σιμανόφσκι μπορείτε να διαβάσετε εδώεδώ και εδώ.






Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Marcel Ducham: Σονάτα, τυχαιότητα και ο ήχος του λάθους...


Marcel Duchamp: "Sonata", Philadelphia Museum of Art 


Ήταν 2 Οκτωβρίου 1968, όταν ο Marcel Duchamp πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 81 χρονών από καρδιακή ανακοπή. Μέχρι τότε ζούσε σχετικά ήσυχα και μακριά από τη δημόσια καλλιτεχνική σκηνή, παρότι εξακολουθούσε να επηρεάζει τη σύγχρονη τέχνη. 

Ο Γάλλος καλλιτέχνης υπήρξε πρωτοπόρος του μοντερνισμού, ήταν γνωστός για την επιρροή του στον κυβισμό, το ντανταϊσμό και την εννοιολογική τέχνη. Ξεκίνησε ως ζωγράφος, αλλά σύντομα στράφηκε σε ριζοσπαστικές ιδέες που αμφισβητούσαν την παραδοσιακή τέχνη, επηρεάζοντας βαθιά την καλλιτεχνική σκέψη του 20ού αιώνα και ανατρέποντας τα όρια ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή.

Πέρα από τη ζωγραφική, ασχολήθηκε με το θέατρο, τη γλυπτική, τη φωτογραφία, αλλά και τη μουσική με μια προσέγγιση άκρως πειραματική.


Μπορούμε να πούμε ότι ως παιδί είχε κάποια επαφή με τη μουσική, αν και δεν έκανε ποτέ συστηματικές σπουδές. Μεγάλωσε σε ένα καλλιτεχνικά ευαισθητοποιημένο περιβάλλον όπου η μουσική ήταν σημαντικό μέρος της οικογενειακής ζωής. Η μητέρα του έπαιζε πιάνο, ενώ οι δύο αδελφές του, η Yvonne και η Magdeleine, ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μουσική, ως πιανίστα και ως βιολονίστα, αντίστοιχα. Ο ίδιος, έλαβε βασικά μαθήματα πιάνου χωρίς όμως να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Η έστω και ελλιπής ενασχόλησή του με τη μουσική είναι εμφανής σε ορισμένα πρώιμα έργα του, όπως η ελαιογραφία που φιλοτέχνησε το 1911 με τίτλο "Sonata" και απεικονίζει μια σκηνή μουσικής εκτέλεσης με μέλη της οικογένειάς του.
Η αδελφή του Yβόν παίζει πιάνο, η Mαντλέν βιολί και η Συζάν σε πρώτο πλάνο ίσως τραγουδά, ενώ η μητέρα τους παρακολουθεί στο βάθος.

Η σύνθεση χαρακτηρίζεται από γεωμετρική ισορροπία και πρώιμες κυβιστικές επιρροές, χωρίς όμως την πλήρη αποδόμηση που θα χαρακτηρίσει τα μεταγενέστερα έργα του Ντυσάν. Κυριαρχούν θερμά χρώματα, σε απόχρώσεις της ώχρας.

Το έργο αποκαλύπτει την ικανότητα του δημιουργού να κινείται με άνεση εντός των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής του, προτού εγκαταλείψει τη ζωγραφική υπέρ της εννοιολογικής τέχνης. Η εικαστική "Sonata" του Μαρσέλ Ντυσάν συνδυάζει προσωπική έκφραση με πειραματισμό στη φόρμα και αποτελεί μεταβατικό σημείο ανάμεσα στην παραδοσιακή εικαστική αναπαράσταση και την ανατροπή της.

Αξίζει να αναφερθεί πως παρά την -έστω και περιορισμένη- μουσική του καλλιέργεια, ο Ντυσάν δήλωνε πως η μουσική δεν τον συγκινούσε. Τη θεωρούσε υπερβολικά συναισθηματική και προσκολλημένη σε παρωχημένα αισθητικά πρότυπα. Η στάση του προς τη μουσική, όπως και προς την τέχνη γενικότερα, ήταν αποστασιοποιημένη, ειρωνική και εννοιολογική. Η μουσική δεν τον ενδιέφερε ως έκφραση συναισθήματος, αλλά ως πεδίο πειραματισμού, ανατροπής και ιδεών.

Παρόλες τις απόψεις του, η μουσική τον σημάδεψε και τον ενέπνευσε να την προσεγγίσει μέσα από το πρίσμα της εννοιολογικής τέχνης, συμβάλλοντας -έστω και έμμεσα- στην εξέλιξη της πειραματικής μουσικής και της ηχητικής τέχνης του 20ού αιώνα.



Το 1913, ο Mαρσέλ Ντυσάν δημιούργησε το "Erratum Musical", ένα από τα πρώτα του πειραματικά έργα που εξερεύνησαν τη μουσική μέσω των αρχών του τυχαίου, πολύ πριν αυτές καθιερωθούν από μεταγενέστερους συνθέτες όπως ο John Cage.

πηγή: openculture
Το έργο είναι γραμμένο για τρεις φωνές(του ίδιου και των δύο αδελφών του, Yβόν και Μαντλέν) και δεν ακολουθεί καμία παραδοσιακή μουσική δομή. Η μέθοδος σύνθεσης βασίζεται σε μια αυστηρά τυχαία διαδικασία: ο Ντυσάν έγραψε 25 νότες σε χαρτάκια, τα τοποθέτησε σε ένα καπέλο και τα τράβηξε ένα προς ένα, καταγράφοντας τη σειρά με την οποία εμφανίστηκαν. Αυτή η αλληλουχία, χωρίς μελωδική πρόθεση ή αρμονικό σχεδιασμό, αποτέλεσε τη βάση για την εκτέλεση του έργου.

Με το "Erratum Musical", ο Ντυσάν δεν ενδιαφέρεται για την αισθητική του ήχου, αλλά για την έννοια του "λάθους", της τυχαιότητας και της απουσίας ελέγχου.
Το κείμενο που συνοδεύει το έργο είναι ένας λεξικογραφικός ορισμός της γαλλικής λέξης imprimer (εκτυπώνω, αποτυπώνω, χαράσσω). Με το έργο αυτό, ο Ντυσάν δεν αναδεικνύεται ως μουσικός, αλλά ως καλλιτέχνης της ιδέας, που μεταφέρει την εννοιολογική σκέψη στον χώρο της μουσικής.

Ο τίτλος "Erratum Musical" σημαίνει κυριολεκτικά "μουσικό σφάλμα ή τυπογραφικό λάθος" και αποτελεί λογοπαίγνιο με την τυπογραφία, τη διαδικασία της εκτύπωσης και την εγγραφή ήχου, συνδέοντας έτσι την έννοια του λάθους με τη δημιουργικότητα.
Το έργο συνοψίζει την πρόθεση του Ντυσάν να υπονομεύσει τα καθιερωμένα αισθητικά και δομικά πρότυπα και να προτείνει νέους τρόπους ακρόασης και κατανόησης της μουσικής. Αποτελεί, δε, ένα από τα πρώτα πειραματικά έργα στον χώρο της αλεατορικής μουσικής.

Το "Erratum Musical" είναι σημαντικό γιατί προηγήθηκε έργων όπως το "Music of Changes" του John Cage, που χρησιμοποίησαν την "τύχη" ως βασικό εργαλείο της δημιουργίας. Εντάσσεται στην avant-garde που πειραματίζεται με τα όρια της μουσικής και της τέχνης, εισάγοντας την τυχαιότητα και την αφαίρεση ως βασικά στοιχεία της δημιουργικής διαδικασίας.


Marcel Ducham: "Erratum Musical":



Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

El Greco: "Τhe Fable", από τον καμβά στη μουσική αφήγηση...


El Greco: "The Fable", Prado



Ο Ελ Γκρέκο δεν χρειάζεται συστάσεις. Όλοι αναγνωρίζουν πως είναι ένας εμβληματικός ζωγράφος της Ισπανικής Αναγέννησης, πρωτοπόρος του μανιερισμού και αξεπέραστος εκφραστής της πνευματικότητας μέσω της τέχνης. 
Γεννήθηκε την 1η του Οκτώβρη του 1541 στην Κρήτη, που τότε βρισκόταν υπό βενετσιάνικη κυριαρχία και ξεκίνησε την καλλιτεχνική του εκπαίδευση στην παραδοσιακή βυζαντινή ζωγραφική. Αργότερα μετέβη στην Ιταλία, όπου επηρεάστηκε από μεγάλους αναγεννησιακούς ζωγράφους όπως ο Τιτσιάνο και ο Τιντορέτο. Το 1577 εγκαταστάθηκε στο Τολέδο της Ισπανίας, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του.


Πιθανή αυτοπροσωπογραφία του Ελ Γκρέκο
Σήμερα θαυμάζουμε ένα ιδιαίτερο έργο του, που δεν θυμίζει το κατεξοχήν χαρακτηριστικό στυλ του, με τις επιμήκεις μορφές. 
Πρόκειται γα το εικαστικό του "The Fable-Μύθος", τίτλος που επιλέχτηκε γιατί εικονογραφεί μια ηθική αλληγορία, που παραπέμπει σε διδακτικό μύθο.
Φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1580, κατά την περίοδο που ο καλλιτέχνης είχε ήδη εγκατασταθεί στο Τολέδο και είχε αρχίσει να διαμορφώνει το προσωπικό του εικαστικό ιδίωμα.

Στο έργο απεικονίζεται μια ιδιότυπη σκηνή με τρεις μορφές. Στο κέντρο, ένα νεαρό αγόρι φυσάει ένα αναμμένο δαυλί, προσπαθώντας να το αναζωπυρώσει ή να ανάψει ένα κερί που κρατάει στο άλλο χέρι. Στ' αριστερά, ένας πίθηκος παρακολουθεί και μιμείται τη χειρονομία του παιδιού, ενώ στα δεξιά διακρίνεται το πρόσωπο ενός άντρα με κάπως χλευαστική έκφραση, ίσως γελωτοποιός.

Το έργο λειτουργεί ξεκάθαρα σε συμβολικό επίπεδο και εντάσσεται στην παράδοση των ηθικοπλαστικών αλληγοριών, κοινών στην τέχνη του ύστερου 16ου αι. Η πράξη του αγοριού να ανάψει φωτιά ερμηνεύεται από αρκετούς μελετητές ως αλληγορία της αφύπνισης του σαρκικού πάθους. Η φωτιά έχει διαχρονικά συνδεθεί με τον πόθο, τον κίνδυνο και τη δημιουργική αλλά και καταστροφική δύναμη της ζωής.

Η παρουσία του πιθήκου -συμβόλου της μίμησης και της αμαρτίας- προσδίδει στην αλληγορία ένα στοιχείο σατιρικής κριτικής. Δείχνει πώς η άλογη μίμηση οδηγεί τον άνθρωπο στην παρακμή. Ο τρίτος χαρακτήρας εντείνει την ειρωνεία της σκηνής, προσθέτοντας ένα στοιχείο κοινωνικού σχολιασμού. Πρόκειται ίσως για τον θεατή των πράξεων, που χλευάζει και περιφρονεί το μόχθο των άλλων.

Συνολικά, το τρίπτυχο των μορφών συγκροτεί μια κοινωνική και ηθική μικρογραφία. Το παιδί συμβολίζει τον άνθρωπο σε στιγμή αθωότητας ή πειρασμού, ο πίθηκος τη ζωώδη τάση για μίμηση και πάθος, και ο γελωτοποιός την κυνική παρατήρηση της ανθρώπινης αποτυχίας. Από τεχνικής άποψης, ο πίνακας αποκαλύπτει την επιρροή του ιταλικού μανιερισμού, ιδιαίτερα στα έντονα κοντράστ μεταξύ φωτός και σκιάς, που ενισχύουν το δραματικό ύφος.
Το "The Fable" λειτουργεί ως καθρέφτης της ανθρώπινης φύσης. Εύθραυστη, αντιφατική, παγιδευμένη ανάμεσα στην αθωότητα και τον πειρασμό, την ελευθερία και τον αυτοεγκλωβισμό.
Σήμερα, ο πίνακας εκτίθεται στο Μουσείο Πράδο.



Λεπτομέρεια του πίνακα
Ο σύγχρονος Αμερικανός συνθέτης, William Popp είναι γνωστός για τις ορχηστρικές του συνθέσεις, συχνά εμπνευσμένες από λογοτεχνία, ιστορία, αλλά και εικαστικά έργα, δημιουργώντας ατμοσφαιρικές και πολυδιάστατες ηχητικές αφηγήσεις.

Η ορχηστρική σουίτα του "The Galleries" εμπνέεται από 4 έργα ζωγραφικής, αγαπημένα του συνθέτη, ανάμεσά τους και ο πίνακας "The Fable" του Ελ Γκρέκο.

Στο μέρος αυτό, ο Popp επιχειρεί να μεταφέρει με μουσικά μέσα το σκοτεινό ηχόχρωμα και την αμφισημία της εικαστικής σύνθεσης. Προσεγγίζει την εικόνα ως μια δραματική στιγμή σύγκρουσης, όπου αντίθετες δυνάμεις φαίνεται να κινούνται υπόγεια, ενώ μια φωτεινή μελωδία παρεμβαίνει, υποδηλώνοντας τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο αθώο και το σκοτεινό. Το αποτέλεσμα είναι μια μουσική διαδρομή ανάμεσα σε φως και σκιά, μια ηχητική απόδοση της αλληγορίας και της εσωτερικής έντασης του ζωγραφικού πρωτοτύπου.
Ο συνθέτης δεν επιδιώκει απλώς την αναπαράσταση της εικόνας, αλλά δημιουργεί μια έντονη ατμόσφαιρα, αξιοποιώντας εναλλαγές δυναμικής και συνδυασμό ηχοχρωμάτων, ώστε η σκηνή να "ζωντανεύει" μουσικά μπροστά μας.


William Popp: "The Galleries: II. The Fable":